Γιάννης Μακριδάκης Σήμερα το πρωί σηκώθηκα με μια μακάβρια εργασία κατά νου. Να θάψω τα
απομεινάρια της όρνιθας που έφαγε η αλεπού, η οποία με επισκέφθηκε χθες
νωρίς το βράδυ, προτού κλείσω μέσα τα πουλιά και άφησε τριγύρω φτερά,
πούπουλα και μισοφαγωμένο το θύμα της, λόγω που προφανώς με ένιωσε
εκείνη την ώρα να επιστρέφω από τη βόλτα με τον σκύλο και τρόμαξε.
Χαλάλι της φυσικά η όρνιθα, τέτοιο πλάσμα σαν την αλεπού είναι τιμή μας
να υπάρχει δίπλα μας, η ανθρωπότητα πρέπει να χαίρεται όταν καταλαβαίνει
ότι συμβιώνει ακόμη με τέτοια πλάσματα.
Ξεκινώντας λοιπόν έτσι η μέρα, δεν γινόταν μάλλον να συνεχίσει αλλιώς. Φορτώθηκα τα πριόνια και...
τα λοιπά και κίνησα για δουλειά σε ένα χωράφι, να καθαρίσω τα αγρέλια μιας και πλησιάζει πάλι ο καιρός για το μάζεμα του ελαιοκάρπου. Καθώς οδηγούσα προς τον προορισμό μου, να το κακό μαντάτο, καθόταν στην άκρη του δρόμου. Η αετογερακίνα που εδώ και ένα μήνα περίπου θαύμαζα κάθε πρωί να ίπταται περήφανη από πάνω μας, καθόταν στην άσφαλτο. Η καρδιά μου ράγισε στο λεφτό, ένιωσα το τσακ μέσα μου. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και βγήκα. Άνοιξε τα φτερά της τα τεράστια, έδωσε μια ώθηση αλλά δεν μπόρεσε να πάρει ύψος, πέταξε στο ύψος του κεφαλιού μου και έκατσε λίγο πιο εκεί, μέσα σε ένα ελιοχώραφο. Βεβαιώθηκα τότε ότι είναι χτυπημένη και με έπιασε μαύρη θλίψη. Το καμάρωνα τόσον καιρό το πουλί και σκεφτόμουν ότι θα το “φάει” ο τάδε ή ο τάδε, δυο είχα στο μυαλό μου, σκεφτόμουν να πάω να τους πιάσω και να τους μιλήσω, να τους επιστήσω την προσοχή αλλά δεν είχα βρει τον τρόπο να το πράξω κάπως που να μην τους κάνω να αντιδράσουν επιθετικά και έτσι δεν πρόλαβα.
Δεν είχα μαζί μου μπουφάν ή κάτι, έβγαλα λοιπόν το κάλυμμα από το κάθισμα του αυτοκινήτου και μπήκα στο χωράφι να την κουκουλώσω και να την πιάσω, να τη στείλω σε κάποιο κέντρο περίθαλψης όπως κάνω με κάθε αρπακτικό τόσα χρόνια. Μάταια. Η αετογερακίνα ήταν μάλλον χτυπημένη ξώφαλτσα και είχε πολλά κουράγια, δεν με άφηνε να την πλησιάσω, πετούσε χαμηλά και έφευγε, εξαφανίστηκε μέσα στα ρουμάνια.
Έμεινα να κοιτάζω θλιμμένος. Ένα θαυμάσιο πουλί, ένα πλάσμα ανώτερο, ένα υπέροχο πλάσμα, αθώο της ανθρώπινης ασυνειδητότητας δεν μπορεί πια να πλανάρει μεσοούρανα όπως κάθε πρωί, καταδικάστηκε από κάποιο ασυνείδητο δίποδο σε καθήλωση στη γη και σε μαρτυρικό θάνατο.
Είμαι θλιμμένος σήμερα και όλη τη μέρα από το πρωί με κυνηγάει μες στα μάτια μου η εικόνα του περήφανου πουλιού που ανοίγει τα φτερά του αλλά δε μπορεί να πετάξει ψηλότερα από το κεφάλι μου, πλανάρει ανάμεσα στις ελιές και ξανακάθεται στη γη. Με κυνηγάει η εικόνα του, η αίσθηση του πόνου του, η θλίψη της ανημπόριας του, η ντροπή που ανήκω σε αυτό τον εσμό ασυνείδητων δίποδων πλασμάτων τα οποία θεωρούν όχι μόνον ότι είναι ανώτερα όλων των άλλων γύρω τους αλλά και ότι όλα τους ανήκουν, όλα είναι προς κατανάλωση και όλα τα ορίζουν οι ίδιοι. Ντροπή και θλίψη σήμερα και η εικόνα μιας αετογερακίνας που πετά χαμηλά γεμίζει τύψεις το Είναι μας.
ΥΓ
Πήγα στο σχολείο του χωριού και μίλησα στους καθηγητές, πήρα τηλέφωνο και την διεύθυνση δευτεροβάθμιας και ζήτησα από την υπεύθυνη περαβαλλοντικών προγραμμάτων να οργανώσει μια εκδήλωση για τα άγρια και σπάνια πουλιά και ζώα με τη συμμετοχή ειδικών για να παρακολουθήσουν γονείς και μαθητές, δήλωσα και την δική μου συμβολή και συμμετοχή στο εγχείρημα. Με διαβεβαίωσαν ότι θα γίνει και σύντομα. Ελπίζω.
Ξεκινώντας λοιπόν έτσι η μέρα, δεν γινόταν μάλλον να συνεχίσει αλλιώς. Φορτώθηκα τα πριόνια και...
τα λοιπά και κίνησα για δουλειά σε ένα χωράφι, να καθαρίσω τα αγρέλια μιας και πλησιάζει πάλι ο καιρός για το μάζεμα του ελαιοκάρπου. Καθώς οδηγούσα προς τον προορισμό μου, να το κακό μαντάτο, καθόταν στην άκρη του δρόμου. Η αετογερακίνα που εδώ και ένα μήνα περίπου θαύμαζα κάθε πρωί να ίπταται περήφανη από πάνω μας, καθόταν στην άσφαλτο. Η καρδιά μου ράγισε στο λεφτό, ένιωσα το τσακ μέσα μου. Σταμάτησα το αυτοκίνητο και βγήκα. Άνοιξε τα φτερά της τα τεράστια, έδωσε μια ώθηση αλλά δεν μπόρεσε να πάρει ύψος, πέταξε στο ύψος του κεφαλιού μου και έκατσε λίγο πιο εκεί, μέσα σε ένα ελιοχώραφο. Βεβαιώθηκα τότε ότι είναι χτυπημένη και με έπιασε μαύρη θλίψη. Το καμάρωνα τόσον καιρό το πουλί και σκεφτόμουν ότι θα το “φάει” ο τάδε ή ο τάδε, δυο είχα στο μυαλό μου, σκεφτόμουν να πάω να τους πιάσω και να τους μιλήσω, να τους επιστήσω την προσοχή αλλά δεν είχα βρει τον τρόπο να το πράξω κάπως που να μην τους κάνω να αντιδράσουν επιθετικά και έτσι δεν πρόλαβα.
Δεν είχα μαζί μου μπουφάν ή κάτι, έβγαλα λοιπόν το κάλυμμα από το κάθισμα του αυτοκινήτου και μπήκα στο χωράφι να την κουκουλώσω και να την πιάσω, να τη στείλω σε κάποιο κέντρο περίθαλψης όπως κάνω με κάθε αρπακτικό τόσα χρόνια. Μάταια. Η αετογερακίνα ήταν μάλλον χτυπημένη ξώφαλτσα και είχε πολλά κουράγια, δεν με άφηνε να την πλησιάσω, πετούσε χαμηλά και έφευγε, εξαφανίστηκε μέσα στα ρουμάνια.
Έμεινα να κοιτάζω θλιμμένος. Ένα θαυμάσιο πουλί, ένα πλάσμα ανώτερο, ένα υπέροχο πλάσμα, αθώο της ανθρώπινης ασυνειδητότητας δεν μπορεί πια να πλανάρει μεσοούρανα όπως κάθε πρωί, καταδικάστηκε από κάποιο ασυνείδητο δίποδο σε καθήλωση στη γη και σε μαρτυρικό θάνατο.
Είμαι θλιμμένος σήμερα και όλη τη μέρα από το πρωί με κυνηγάει μες στα μάτια μου η εικόνα του περήφανου πουλιού που ανοίγει τα φτερά του αλλά δε μπορεί να πετάξει ψηλότερα από το κεφάλι μου, πλανάρει ανάμεσα στις ελιές και ξανακάθεται στη γη. Με κυνηγάει η εικόνα του, η αίσθηση του πόνου του, η θλίψη της ανημπόριας του, η ντροπή που ανήκω σε αυτό τον εσμό ασυνείδητων δίποδων πλασμάτων τα οποία θεωρούν όχι μόνον ότι είναι ανώτερα όλων των άλλων γύρω τους αλλά και ότι όλα τους ανήκουν, όλα είναι προς κατανάλωση και όλα τα ορίζουν οι ίδιοι. Ντροπή και θλίψη σήμερα και η εικόνα μιας αετογερακίνας που πετά χαμηλά γεμίζει τύψεις το Είναι μας.
ΥΓ
Πήγα στο σχολείο του χωριού και μίλησα στους καθηγητές, πήρα τηλέφωνο και την διεύθυνση δευτεροβάθμιας και ζήτησα από την υπεύθυνη περαβαλλοντικών προγραμμάτων να οργανώσει μια εκδήλωση για τα άγρια και σπάνια πουλιά και ζώα με τη συμμετοχή ειδικών για να παρακολουθήσουν γονείς και μαθητές, δήλωσα και την δική μου συμβολή και συμμετοχή στο εγχείρημα. Με διαβεβαίωσαν ότι θα γίνει και σύντομα. Ελπίζω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου