Γιάννης Μακριδάκης Το 1988 σε ηλικία 17 ετών έφυγα για πρώτη φορά από το νησί. Παρόλο που η
κοινωνία του ήταν αστική με μεγάλη παράδοση αστισμού, στη μεγάλη πόλη
κατάλαβα πολλά που δεν είχα αντιληφθεί ως τότε, που δεν είχε πάει
καθόλου ο νους μου. Για παράδειγμα κατάλαβα ότι υπάρχουν άνθρωποι που
αγοράζουν τα λεμόνια, ότι στα μεζεδοπωλεία οι γαρίδες έχουν νούμερο, ότι
το καλαμάρι δεν είναι νόστιμο ροζ μακρουλό με πλοκάμια αλλά κάτι χλωμές
ροδέλες άνοστες, ότι τα αυτοκίνητα και τα λεωφορεία δεν κυκλοφορούν
μόνο στη μικρή κλίμακα του νησιού αλλά...
έχουν δυνατότητα να φτάσουν ακόμα και ως την Πάτρα, και διάφορα άλλα τέτοια που δεν τα γνώριζα. Μικρά και ανάξια λόγου πράγματα θα πείτε, αλλά όχι. Μάλλον σημάδια καθημερινά της αλλαγής που συντελούνταν στην κοινωνία και από παραγωγική μετατρεπόταν με ρυθμούς ραγδαίους σε καταναλωτική.
Μέχρι να ξαναγυρίσω στο νησί, μέσα σε μια εφταετία περίπου, ο καταναλωτισμός το είχε κατακυριεύσει και επιστρέφοντας το βρήκα παραδομένο στη λογική της “ανάπτυξης”, του βραχυπρόθεσμου οικονομικού κέρδους με ταυτόχρονη εκποίηση και καταστροφή του διαρκούς και πραγματικού πλούτου του αλλά και με λίγους, πολύ λίγους ανθρώπους να αντιστέκονται σε όλη αυτή τη λαίλαπα και κάποιους, λίγο περισσότερους, να τους συμπαραστέκονται δείχνοντας κατανόηση ή συνδράμοντας κατά καιρούς, έστω και αφανώς λόγω κυρίως φόβου κοινωνικού στιγματισμού και αντιποίνων.
Συντάχθηκα δίχως δεύτερη σκέψη μαζί με τους ανθρώπους που έβγαιναν εμπρός, τότε οι αναπτυξιολάγνοι πολιτικοί λαϊκιστές και οι αναξιοπρεπείς χυδαίοι παπαγάλοι τους, καθώς και οι “επενδυτές” και λοιποί διαπλεκόμενοι της πελατειακής διαφθοράς που κυβερνούσε το νεοελληνικό κρατίδιο, μας ονόμαζαν οικολόγους και έσταζε το στόμα τους πράσινη γλίτσα σαν αυτή που ξεπετιέται άμα ζουλήξεις την κάμπια πάνω στο λάχανο. Πίσω από όλους αυτούς τους χυδαίους και μουλωχτούς απάτριδες που έβλεπαν το νησί σαν οικόπεδο προς εκπόρνευση στεκόταν ολόκληρη σχεδόν η σιωπηρή, αδιάφορη, αμέτοχη, αξιοθρήνητη και θλιβερή κοινωνία των φιλοτομαριστών νεοελλήνων, αποτελώντας τη σιωπηρή πλειοψηφία, την οποία επικαλέστηκαν ως υποστηρικτική τους, ουκ ολίγες φορές οι πολιτικοί καταστροφείς της σύγχρονης Ελλάδας, και η οποία βεβαίως τους ψήφιζε ανελλιπώς, έχοντας μόνη έγνοια την ατομική και οικογενειακή τους με κάθε τρόπο επιβίωση, ανέλιξη και αναρρίχηση, ακόμη και επί πτωμάτων, αρκεί να είναι Άλλων, ανθρώπων ή πλασμάτων διαφορετικών.
Μέσα σε αυτό το παρακμιακό περιβάλλον, μέσα στη σήψη των νεοελλήνων, νεόπλουτων συντηρητικών αλλά και δήθεν προοδευτικών που απεδείχθησαν πάντοτε τρισχειρότεροι, ως νέος άνθρωπος που δεν άντεξα να γίνω υποχείριο ενός γελοίου και μάταιου χρηματοοικονομικού συστήματος και επέλεξα να αποτραβηχτώ από αυτό και να ζήσω στο περιθώριό του κάνοντας ό,τι ποθούσε η ψυχή μου, δηλαδή έρευνες στο νησί, ανθρωπολογικές μελέτες, εκδόσεις που όμως δεν ασχολούνταν με τους εφήμερους θλιβερούς πολιτικάντηδες ούτε απευθύνονταν στην υποστάθμη τους αλλά αποτελούσαν παρακαταθήκη για το νησί, σαν νέος που εξοργιζόμουν με την καταστροφή που άφηνε πίσω της στον τόπο μου η αναπτυξιακή λαίλαπα, η αναλγησία και η ανοησία των αιρετών αλλά και η αποικιοκρατική συμπεριφορά των απλών καθημερινών νεοελλήνων στην πατρίδα τους, σαν νέος που κατανόησε απολύτως και νωρίς ότι αυτή η κοινωνία είναι τελείως σάπια, εξ ου και κάθε αμόρφωτο ρετάλι της ασχολείται με την πολιτική και έχει έμμισθη αιρετή θέση, σαν νέος που είχα μέσα μου κουράγια ακατανίκητα και έτρεχα από πέτρα σε πέτρα στο νησί καταγγέλλοντας και προσπαθώντας να γνωστοποιήσω και να αποτρέψω κάθε περιβαλλοντική καταστροφή, βίωσα στο πετσί μου όλη τη χυδαιότητα του κράτους και των ανθρωποειδών της διαφθοράς και της διαπλοκής που έβλεπαν εμπόδια στα αχρεία σχέδια τους αλλά και της κοινωνίας των νεοελλήνων που συνέχιζε στην συντριπτική της πλειονότητα να σιωπά και να σέρνεται αδιάφορη, ατάραχη, να ψηφίζει δε ανελλιπώς τα βγαλμένα εκ των σπλάχνων της κατακάθια.
Πέρασα πολλά αλλά ούτε με σκότωσαν οι μπάτσοι τους, αν και με σημάδεψαν κάποιες φορές δίχως λόγο και αιτία με τα όπλα στο κεφάλι, ούτε κατάφεραν να ανακόψουν τη δημιουργική μου διάθεση και πορεία, ούτε βεβαίως με έκαναν να λυγίσω, να κάνω πίσω, να μην ασχολούμαι, να σαπίσω κι εγώ, να τελειώσω όπως αυτοί και να γίνω ένα με τον χυλό τους. Απεναντίας κράτησα 14 χρόνια και κατάφερα να επικοινωνήσω το έργο και τη φιλοσοφία μου με όσους ανθρώπους της τοπικής κοινωνίας μπορούσαν να το νιώσουν και να το κατανοήσουν, γράφτηκαν καμιά εφτακοσαριά συνδρομητές στο περιοδικό και απόκτησε έναν πυρήνα ανθρώπων που μπορούσε να έχει πολιτική παρέμβαση προς την επιθυμητή πορεία των πραγμάτων. Όταν δε άρχισε η δουλειά να φαίνεται, όταν άρχισαν να έρχονται κοντά της κάποιοι χιώτες του εξωτερικού και να επιχορηγούν τις εκδόσεις, κυρίως όμως όταν στράφηκα στη λογοτεχνία και άρχισαν να διαβάζονται τα βιβλία μου και να γίνονται γνωστά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, το πράγμα μπέρδεψε διότι οι χυδαίοι διεφθαρμένοι πολιτικάντηδες, παπαγάλοι και κομματοπαράγοντες, δεξιοί και αριστεροί, αφενός άρχισαν να αισθάνονται ότι τους ξέφυγα και δε μπορούν άλλο να με διαβάλουν σε πιο ευρεία κλίμακα αλλά και ότι μάλλον φέρνω και φράγκα στον τόπο, που είναι αυτό το μόνο ιδανικό τους και το μόνο τους κριτήριο, αφετέρου δε άρχισε και ο φθόνος να κατατρώει το κουφάρι τους, να τους εκθέτει συνεχώς με κάθε τους κίνηση και να τους παραδίδει στη χλεύη όσων έχουν μάτια και βλέπουν αλλά κυρίως της Ιστορίας.
Η κοινωνία των νεοελλήνων καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια της προσωπικής μου διαδρομής είναι ακόμη σχεδόν η ίδια, δεν έχει υποστεί μεγάλης κλίμακας ζυμώσεις και αλλαγές, πλην των τελευταίων 5 ετών της λεγόμενης οικονομικής κρίσης, η οποία, όπως κάθε περίοδος που φέρει τους ανθρώπους σε ανάγκη αναθεώρησης του βίου και της ζωής τους, αποτελεί καταλύτη για ολοένα και πιο ευρείες αλλαγές.
Η κοινωνία λοιπόν των νεοελλήνων που γνώρισα ερχόμενος σε αυτή τη ζωή, και που εντός της προσπάθησα να δημιουργήσω τέχνη, να προστατεύσω τον τόπο μου, να εφαρμόσω και να προτείνω την φιλοσοφία μου περί ολιστικής στροφής στο Οικοσύστημα, στη φυσική μας υπόσταση, στους φυσικούς πόρους και στα άλλα φυσικά πλάσματα, τη φιλοσοφία της μόνης υπαρκτής, της φυσικής ανάπτυξης και της εναρμόνισής μας με το Χάος το δημιουργικό και εξισορροπητικό της Φύσης, αυτή η σάπια κοινωνία με τα λιγοστά υγιή ανθρώπινα αντισώματα και την πλατιά μάζα των παραπλανημένων σιωπηρών απομυζητών της γης, που αποτελούν ο καθένας τους στην καλύτερη περίπτωση έναν ανυποψίαστο δολοφόνο, ένα γρανάζι της αναπτυξιακής ερπύστριας που ισοπεδώνει τα πάντα στην πορεία της προς την Ύβρη, βρίσκεται αυτή την ιστορική στιγμή στο ύψιστο σημείο της παρακμής της, τα σκουλήκια που η ίδια γέννησε κατατρώγουν το είναι της και η πτώση συμβαίνει ήδη, είναι παταγώδης σε σχέση με την κλίμακα του ιστορικού χρόνου αλλά στα μάτια των εφήμερων καταναλωτών που τη βιώνουν φαντάζει αργή και βασανιστική.
Λόγω λοιπόν της απογοήτευσης αλλά και της βαθιάς σιχαμάρας που έχω νιώσει τόσα χρόνια για τον πηχτό χυλό της νεοελληνικής κοινωνίας, έχω πάρει τις αποφάσεις και έχω κάνει πράξη εδώ και μερικά χρόνια τον τρόπο που θέλω να ζω μακριά από αυτόν και κοντά στα άλλα πλάσματα, κοντά στη γη και στον πραγματικό πλούτο των φυσικών πόρων και των καρπών των πλασμάτων, κοντά στα δέντρα, τα πιο σοφά όντα αλλά κυρίως κοντά σε όσους ανθρώπους αισθάνονται και είναι διαφορετικοί από αυτό το γλοιώδες μολυσμένο ζελέ των αρρώστων καταναλωτών που εξαπλώνεται ταχύτατα, απειλεί αλλά και αφανίζει κάθε άλλο πλάσμα. Επέλεξα να επικοινωνώ με ανθρώπους που δεν σιωπούν μπρος στην αδικία, που δεν αδρανούν μπρος στην καταστροφή, με ανθρώπους που συναισθάνονται την ανθρώπινή τους υπόσταση και την προσωπική τους Ευθύνη για την πορεία της Ανθρωπότητας, με ανθρώπους που συνειδητά ζουν την κάθε τους στιγμή και γνωρίζουν τις συνέπειες της κάθε τους κίνησης και πράξης στο κοινό μας με τα άλλα πλάσματα περιβάλλον, με ανθρώπους που νιώθουν και όχι μόνο σκέφτονται και υπολογίζουν, με ανθρώπους που έχουν επαναστήσει το αξιακό τους σύστημα, με όσους νιώθουν την πλάνη τους και την ύβρη που διαπράττουν σπαταλώντας τη ζωή τους στην λογική και την ηθική του τεχνητού τους, ατελούς, ανόητου και πλάνου συστήματος.
Επέλεξα και κάτι άλλο. Να απευθύνομαι στους ανθρώπους αυτούς και σε όσους καταφέρνουν διαχρονικά να νιώσουν και να κατανοήσουν όλα τα παραπάνω, με τη λογοτεχνία και είδα ότι είναι αυτή η οδός της τέχνης θεραπευτική πρωτίστως για μένα αλλά και η μόνη δια μέσου της οποίας η ανθρωπότητα μπορεί να προσεγγίσει τη συνειδητότητα. Διότι καθένας από τον πηχτό χυλό της κοινωνίας των νεοελλήνων και όλων του παγκόσμιου χωριού των καταναλωτών, ακόμη και καθένας από τους αισχρούς παραγοντίσκους των αγορών και της πολιτικής υποτέλειας στο βάθος βάθος είναι άνθρωπος και μόνο με την τέχνη έχει ελπίδα να σωθεί.
Όλα αυτά τα γράφω σήμερα, δεν ξέρω για ποιο λόγο. Ίσως επειδή μάλλον νιώθω την ανάγκη πάλι να αποσυρθώ από εδώ, να φτιάξω έναν κόσμο άλλον, λογοτεχνικό, μιας και αυτός που υπάρχει γύρω μου πάλι δεν μου αρκεί, δεν με καλύπτει, με χαλάει και με αρρωσταίνει, μου φαίνεται και ανιαρός εκτός από άθλιος.
Σας χαιρετώ λοιπόν προς το παρόν και θα τα ξαναπούμε όταν υπάρξει Λόγος.
έχουν δυνατότητα να φτάσουν ακόμα και ως την Πάτρα, και διάφορα άλλα τέτοια που δεν τα γνώριζα. Μικρά και ανάξια λόγου πράγματα θα πείτε, αλλά όχι. Μάλλον σημάδια καθημερινά της αλλαγής που συντελούνταν στην κοινωνία και από παραγωγική μετατρεπόταν με ρυθμούς ραγδαίους σε καταναλωτική.
Μέχρι να ξαναγυρίσω στο νησί, μέσα σε μια εφταετία περίπου, ο καταναλωτισμός το είχε κατακυριεύσει και επιστρέφοντας το βρήκα παραδομένο στη λογική της “ανάπτυξης”, του βραχυπρόθεσμου οικονομικού κέρδους με ταυτόχρονη εκποίηση και καταστροφή του διαρκούς και πραγματικού πλούτου του αλλά και με λίγους, πολύ λίγους ανθρώπους να αντιστέκονται σε όλη αυτή τη λαίλαπα και κάποιους, λίγο περισσότερους, να τους συμπαραστέκονται δείχνοντας κατανόηση ή συνδράμοντας κατά καιρούς, έστω και αφανώς λόγω κυρίως φόβου κοινωνικού στιγματισμού και αντιποίνων.
Συντάχθηκα δίχως δεύτερη σκέψη μαζί με τους ανθρώπους που έβγαιναν εμπρός, τότε οι αναπτυξιολάγνοι πολιτικοί λαϊκιστές και οι αναξιοπρεπείς χυδαίοι παπαγάλοι τους, καθώς και οι “επενδυτές” και λοιποί διαπλεκόμενοι της πελατειακής διαφθοράς που κυβερνούσε το νεοελληνικό κρατίδιο, μας ονόμαζαν οικολόγους και έσταζε το στόμα τους πράσινη γλίτσα σαν αυτή που ξεπετιέται άμα ζουλήξεις την κάμπια πάνω στο λάχανο. Πίσω από όλους αυτούς τους χυδαίους και μουλωχτούς απάτριδες που έβλεπαν το νησί σαν οικόπεδο προς εκπόρνευση στεκόταν ολόκληρη σχεδόν η σιωπηρή, αδιάφορη, αμέτοχη, αξιοθρήνητη και θλιβερή κοινωνία των φιλοτομαριστών νεοελλήνων, αποτελώντας τη σιωπηρή πλειοψηφία, την οποία επικαλέστηκαν ως υποστηρικτική τους, ουκ ολίγες φορές οι πολιτικοί καταστροφείς της σύγχρονης Ελλάδας, και η οποία βεβαίως τους ψήφιζε ανελλιπώς, έχοντας μόνη έγνοια την ατομική και οικογενειακή τους με κάθε τρόπο επιβίωση, ανέλιξη και αναρρίχηση, ακόμη και επί πτωμάτων, αρκεί να είναι Άλλων, ανθρώπων ή πλασμάτων διαφορετικών.
Μέσα σε αυτό το παρακμιακό περιβάλλον, μέσα στη σήψη των νεοελλήνων, νεόπλουτων συντηρητικών αλλά και δήθεν προοδευτικών που απεδείχθησαν πάντοτε τρισχειρότεροι, ως νέος άνθρωπος που δεν άντεξα να γίνω υποχείριο ενός γελοίου και μάταιου χρηματοοικονομικού συστήματος και επέλεξα να αποτραβηχτώ από αυτό και να ζήσω στο περιθώριό του κάνοντας ό,τι ποθούσε η ψυχή μου, δηλαδή έρευνες στο νησί, ανθρωπολογικές μελέτες, εκδόσεις που όμως δεν ασχολούνταν με τους εφήμερους θλιβερούς πολιτικάντηδες ούτε απευθύνονταν στην υποστάθμη τους αλλά αποτελούσαν παρακαταθήκη για το νησί, σαν νέος που εξοργιζόμουν με την καταστροφή που άφηνε πίσω της στον τόπο μου η αναπτυξιακή λαίλαπα, η αναλγησία και η ανοησία των αιρετών αλλά και η αποικιοκρατική συμπεριφορά των απλών καθημερινών νεοελλήνων στην πατρίδα τους, σαν νέος που κατανόησε απολύτως και νωρίς ότι αυτή η κοινωνία είναι τελείως σάπια, εξ ου και κάθε αμόρφωτο ρετάλι της ασχολείται με την πολιτική και έχει έμμισθη αιρετή θέση, σαν νέος που είχα μέσα μου κουράγια ακατανίκητα και έτρεχα από πέτρα σε πέτρα στο νησί καταγγέλλοντας και προσπαθώντας να γνωστοποιήσω και να αποτρέψω κάθε περιβαλλοντική καταστροφή, βίωσα στο πετσί μου όλη τη χυδαιότητα του κράτους και των ανθρωποειδών της διαφθοράς και της διαπλοκής που έβλεπαν εμπόδια στα αχρεία σχέδια τους αλλά και της κοινωνίας των νεοελλήνων που συνέχιζε στην συντριπτική της πλειονότητα να σιωπά και να σέρνεται αδιάφορη, ατάραχη, να ψηφίζει δε ανελλιπώς τα βγαλμένα εκ των σπλάχνων της κατακάθια.
Πέρασα πολλά αλλά ούτε με σκότωσαν οι μπάτσοι τους, αν και με σημάδεψαν κάποιες φορές δίχως λόγο και αιτία με τα όπλα στο κεφάλι, ούτε κατάφεραν να ανακόψουν τη δημιουργική μου διάθεση και πορεία, ούτε βεβαίως με έκαναν να λυγίσω, να κάνω πίσω, να μην ασχολούμαι, να σαπίσω κι εγώ, να τελειώσω όπως αυτοί και να γίνω ένα με τον χυλό τους. Απεναντίας κράτησα 14 χρόνια και κατάφερα να επικοινωνήσω το έργο και τη φιλοσοφία μου με όσους ανθρώπους της τοπικής κοινωνίας μπορούσαν να το νιώσουν και να το κατανοήσουν, γράφτηκαν καμιά εφτακοσαριά συνδρομητές στο περιοδικό και απόκτησε έναν πυρήνα ανθρώπων που μπορούσε να έχει πολιτική παρέμβαση προς την επιθυμητή πορεία των πραγμάτων. Όταν δε άρχισε η δουλειά να φαίνεται, όταν άρχισαν να έρχονται κοντά της κάποιοι χιώτες του εξωτερικού και να επιχορηγούν τις εκδόσεις, κυρίως όμως όταν στράφηκα στη λογοτεχνία και άρχισαν να διαβάζονται τα βιβλία μου και να γίνονται γνωστά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, το πράγμα μπέρδεψε διότι οι χυδαίοι διεφθαρμένοι πολιτικάντηδες, παπαγάλοι και κομματοπαράγοντες, δεξιοί και αριστεροί, αφενός άρχισαν να αισθάνονται ότι τους ξέφυγα και δε μπορούν άλλο να με διαβάλουν σε πιο ευρεία κλίμακα αλλά και ότι μάλλον φέρνω και φράγκα στον τόπο, που είναι αυτό το μόνο ιδανικό τους και το μόνο τους κριτήριο, αφετέρου δε άρχισε και ο φθόνος να κατατρώει το κουφάρι τους, να τους εκθέτει συνεχώς με κάθε τους κίνηση και να τους παραδίδει στη χλεύη όσων έχουν μάτια και βλέπουν αλλά κυρίως της Ιστορίας.
Η κοινωνία των νεοελλήνων καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια της προσωπικής μου διαδρομής είναι ακόμη σχεδόν η ίδια, δεν έχει υποστεί μεγάλης κλίμακας ζυμώσεις και αλλαγές, πλην των τελευταίων 5 ετών της λεγόμενης οικονομικής κρίσης, η οποία, όπως κάθε περίοδος που φέρει τους ανθρώπους σε ανάγκη αναθεώρησης του βίου και της ζωής τους, αποτελεί καταλύτη για ολοένα και πιο ευρείες αλλαγές.
Η κοινωνία λοιπόν των νεοελλήνων που γνώρισα ερχόμενος σε αυτή τη ζωή, και που εντός της προσπάθησα να δημιουργήσω τέχνη, να προστατεύσω τον τόπο μου, να εφαρμόσω και να προτείνω την φιλοσοφία μου περί ολιστικής στροφής στο Οικοσύστημα, στη φυσική μας υπόσταση, στους φυσικούς πόρους και στα άλλα φυσικά πλάσματα, τη φιλοσοφία της μόνης υπαρκτής, της φυσικής ανάπτυξης και της εναρμόνισής μας με το Χάος το δημιουργικό και εξισορροπητικό της Φύσης, αυτή η σάπια κοινωνία με τα λιγοστά υγιή ανθρώπινα αντισώματα και την πλατιά μάζα των παραπλανημένων σιωπηρών απομυζητών της γης, που αποτελούν ο καθένας τους στην καλύτερη περίπτωση έναν ανυποψίαστο δολοφόνο, ένα γρανάζι της αναπτυξιακής ερπύστριας που ισοπεδώνει τα πάντα στην πορεία της προς την Ύβρη, βρίσκεται αυτή την ιστορική στιγμή στο ύψιστο σημείο της παρακμής της, τα σκουλήκια που η ίδια γέννησε κατατρώγουν το είναι της και η πτώση συμβαίνει ήδη, είναι παταγώδης σε σχέση με την κλίμακα του ιστορικού χρόνου αλλά στα μάτια των εφήμερων καταναλωτών που τη βιώνουν φαντάζει αργή και βασανιστική.
Λόγω λοιπόν της απογοήτευσης αλλά και της βαθιάς σιχαμάρας που έχω νιώσει τόσα χρόνια για τον πηχτό χυλό της νεοελληνικής κοινωνίας, έχω πάρει τις αποφάσεις και έχω κάνει πράξη εδώ και μερικά χρόνια τον τρόπο που θέλω να ζω μακριά από αυτόν και κοντά στα άλλα πλάσματα, κοντά στη γη και στον πραγματικό πλούτο των φυσικών πόρων και των καρπών των πλασμάτων, κοντά στα δέντρα, τα πιο σοφά όντα αλλά κυρίως κοντά σε όσους ανθρώπους αισθάνονται και είναι διαφορετικοί από αυτό το γλοιώδες μολυσμένο ζελέ των αρρώστων καταναλωτών που εξαπλώνεται ταχύτατα, απειλεί αλλά και αφανίζει κάθε άλλο πλάσμα. Επέλεξα να επικοινωνώ με ανθρώπους που δεν σιωπούν μπρος στην αδικία, που δεν αδρανούν μπρος στην καταστροφή, με ανθρώπους που συναισθάνονται την ανθρώπινή τους υπόσταση και την προσωπική τους Ευθύνη για την πορεία της Ανθρωπότητας, με ανθρώπους που συνειδητά ζουν την κάθε τους στιγμή και γνωρίζουν τις συνέπειες της κάθε τους κίνησης και πράξης στο κοινό μας με τα άλλα πλάσματα περιβάλλον, με ανθρώπους που νιώθουν και όχι μόνο σκέφτονται και υπολογίζουν, με ανθρώπους που έχουν επαναστήσει το αξιακό τους σύστημα, με όσους νιώθουν την πλάνη τους και την ύβρη που διαπράττουν σπαταλώντας τη ζωή τους στην λογική και την ηθική του τεχνητού τους, ατελούς, ανόητου και πλάνου συστήματος.
Επέλεξα και κάτι άλλο. Να απευθύνομαι στους ανθρώπους αυτούς και σε όσους καταφέρνουν διαχρονικά να νιώσουν και να κατανοήσουν όλα τα παραπάνω, με τη λογοτεχνία και είδα ότι είναι αυτή η οδός της τέχνης θεραπευτική πρωτίστως για μένα αλλά και η μόνη δια μέσου της οποίας η ανθρωπότητα μπορεί να προσεγγίσει τη συνειδητότητα. Διότι καθένας από τον πηχτό χυλό της κοινωνίας των νεοελλήνων και όλων του παγκόσμιου χωριού των καταναλωτών, ακόμη και καθένας από τους αισχρούς παραγοντίσκους των αγορών και της πολιτικής υποτέλειας στο βάθος βάθος είναι άνθρωπος και μόνο με την τέχνη έχει ελπίδα να σωθεί.
Όλα αυτά τα γράφω σήμερα, δεν ξέρω για ποιο λόγο. Ίσως επειδή μάλλον νιώθω την ανάγκη πάλι να αποσυρθώ από εδώ, να φτιάξω έναν κόσμο άλλον, λογοτεχνικό, μιας και αυτός που υπάρχει γύρω μου πάλι δεν μου αρκεί, δεν με καλύπτει, με χαλάει και με αρρωσταίνει, μου φαίνεται και ανιαρός εκτός από άθλιος.
Σας χαιρετώ λοιπόν προς το παρόν και θα τα ξαναπούμε όταν υπάρξει Λόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου