του Ηλία Τσάκαλου Είχε σύνορα απόλυτα καθορισμένα από την ώρα της γεννέσεως του σε ένα
καλαμένιο, φτωχό, ισόγειο δωμάτιο της συνοικίας του Αγίου Ιωάννη του
Θεολόγου από μια γυναίκα της ανάγκης και ένα πλούσιο τυρέμπορο της
αγοράς που την είχε μορόζα από χρόνια και πέτυχε να γκαστρωθεί- δεν
ήξερε αριθμητική και μέτρησε τις μέρες λάθος η καημένη-, να μην το
καταλάβει και να μην το πει της μαμής, να μην πάρει γιατροσόφια και να
γεννήσει αυτό το ξεπατωμένο που της έβγαλε την πίστη ώσμε να πιάσει λίγο
ψαχνό στον κώλο του και να μάθει την δουλειά του ψαρά....
μια κι απότυχε σε όλες τις δουλειές που επεχείρησε να μάθει.
Τα σύνορά του ήταν η Εκκλησά του Άη Νικόλα, το στενό της Ηλεκτρικής, ο Μώλος, το στενό του Αή Γιαννιού, το ιερό τ΄Άη Γιαννιού, τα στενά μέχρι το ιερό του Άη Γιώργη, το στενό του Άη Γιώργη , Μέχρι το στενό δίπλα απ΄ την Ηλεκτρική και τελείωνε πάλι στον Άη Νικόλα.
Εκεί γεννήθηκε, εκεί έζησε και από εκεί θα τον πάρουνε για να τον πάνε στο Νεκροταφείο που λένε πως είναι στο δρόμο κατά την Απόλπαινα και που εκεί είναι θαμμένος κόσμος και κοσμάκης, φτωχοί και πλούσιοι, ποδεμένοι και ξυπόλυτοι . Εκεί είναι βαλμένος μέχρι κι ο σιορ κυρ Βαλαωρίτης με τις μπάρμπουλές του και τις δόξες του.
Αυτή ήταν η μοίρα του πίστευε, κάπως έτσι θα τράβαγε η ζωή του ολάκερη. Γεννέθηκε, θα ζήσει, θα πεθάνει , θα θαφτεί, θα ξεχαστεί. Απλά πράγματα. Καθημερινά.
Η δουλειά που έμαθε, είπαμε του ψαρά, θα πει ότι τα σύνορα του ήταν ο Πίσω Μώλος, η Μαντσίνα της Ντουγάνας, η λιθιά του Αβλεμόνου κατά το Βενετσιάνικο Κάστρο, ο δρόμος κατά τον Ντεκέ, ο Μύλος του Γρίβα, οι αρμυρήθρες της Περατιάς, ο Άη Γιώργης, του Καπογιωργάκη, το Φανάρι του Μελεούνη, το Σκαλί του Κοκκαλιάρη, το άρτζενο των απάν΄ Αλυκών, ο Πύργος, τα τηγάνια των Κατ΄ Αλυκών, το Ζυγιστήριο, το Ποντίκι, το Πορτόνι της Αλυκής, ο Πίσω Μώλος. Μέσα σ΄αυτά τα όρια ήταν όλη η ζωή του, οι πίκρες του κι οι λίγες μέρες απ΄ το βαμμένο κατακόκκινο χάραμα στο Περγαντί ως να χαθεί ο ήλιος πίσω απ΄ το βουνό της Κυρά Φανερωμένης.
Πήγε μια φορά στην ζωή του να φύγει απ΄ τα σύνορα της ζωής, των ματιών και του νου του και σ΄ αυτή τον γύρισε πίσω ο στρατιωτικός γιατρός που αποφάνθηκε πως είναι ακατάλληλος στρατεύσεως μια και γεννέθηκε με το ΄να ποδάρι μεγαλύτερο απ΄ τ΄ άλλο και κούτσαινε φανερά, για να μην του πει πως με λειψό μυαλό δεν μπορεί να έχει πατρίδα μια και δεν μπορούσε να την υπερασπιστεί με τη ζωή του. Έτσι περιορίστηκε απόλυτα στην μοίρα του. Μώλος-Κάστρο-Φανάρι του Μελεούνη.
Ζούσε ψαρεύοντας με το πριαράκι του που το άμπωνε με την καλαμένια φουρκάτα στα ριχά των Αλυκών , του Αβλέμονα, του Πύργου και του Άη-Γιώργη. Δυο-τρεις βόλους την μέρα και σήκωμα των βολκών , αυτό ήταν όλο για να κονομίσει δυό βούρλα ψάρια και μισή κόφα γαρίδα, να τα αγοράσουν περισσότερο από ελεημοσύνη, να τον σταυρώσουν οι μπαγαπόντηδες και όχι για τα ψάρια, να πάρει λίγα φράγκα για να φάει αυτός κι εκείνη η μάνα που ήταν ερείπιο από τον πλευρίτη που πέρασε ανυποψίαστα από χρόνια ξενοπλένοντας στα πλυσταριά των αφεντάδων και ξαπλώνοντας στα αμαρτωλά κρεβάτια των χασισωμένων του καφέ αμάν εμποράκων της αγοράς .
Εκείνα τα χρόνια στην μικρή πόλη άρχισαν να μαζεύονται ένα σωρό κόσμος απ΄ τα πέρατα της γης. Γυναίκες, άντρες, παιδιά. Λέγανε στο Μώλο πως γίνονται γιορτές – Φεστιβάλια. Φεστιβάλα Τζεβελέκα.- κι έρχεται όλη η οικουμένη που μιλούσε ένα σωρό γλώσσες. «Πώς δεν καταλαβαίνω τι λένε;» ρωτούσε ο καημένος . «Τι να καταλάβεις εσύ» του έλεγαν. «Εσύ πήγαινες για παγούρους όταν εμείς μαθαίναμε γράμματα» του έλεγε και γέλαγε με την ψυχή του ο δασκαλάκος της κυρά Βγενιάς απ΄ τη Ζαβέρδα που καλοπαντρεύτηκε με την θετή μονάκριβη κόρη του τυρέμπορου – λέγανε πως ήταν δική του και την έκανε με μια εξώλης και προώλης τραγουδίστρια καταβάλοντας πενήντα λίρες χρυσές Αγγλίας για τον κόπο της- και πήρε γερή προίκα σε κινητά, ακίνητα και κέρατα.
Ο Γιώργης ο Μπ΄κούνιας, έτσι τον έκατσαν μια και του άρεσε να αλέθει ένα κομμάτι ψωμί σαν ξεμαγιάριζε τα διχτάκια του στον μώλο, χαμογελούσε στον δάσκαλο και φαίνονταν οι κουφάλες των δοντιών του, κουνούσε το κεφάλι του συγκαταβατικά κι απαντούσε πως «μέχλι εκεί έφτανε το σκοινάκι μου άνθλωπέ μου». Και «πως, κυλ΄ δάσκαλε, αν μάθουμε κι ούλοι γλάμματα δεν θα΄χουνε πλιά αξία. Τιάλς τα καταλαβαίν΄με ούλα απ΄ το Δεσπότη ίσα με τς αγλάμματες γλιές σαν ο παπάς στον Άη Νικόλα λέει το ¨κλιάσας¨»!!!»
Ω! τι χαρούμενο ανθρωπάκι που ήταν. Χαίρονταν το πρωΐ σαν έβγαινε ο ήλιος στην Λάμια κι έλεγε πως «ο Θεός αγαπάει τ΄ς φτωχούς και βγάν΄ τον ήλιο να ζεσταθούνε» . Κι όταν ο καιρός ήταν κατάμαυρος κι έρχονταν ο «Γαλμπής» απειλητικός απ΄ το πέλαγος πέρα βαθειά απ΄τον Άη Γιάννη για να αρχίσει τα κλαυσίγελά του και τα κόλπα του και να παίζει με την βροχή και τον ήλιο έλεγε πως «ο καλός Θεούλης σήμελα ψ΄χοπονιέται τ΄ς έλμους και τ΄ς σκότεινους κι έβγαλε και τσόστο ήλιο για να στεγνώσ΄με τα σκ΄τάκια μας».
Αγαπούσε τα γουβιελάκια και δεν τα πέρναγε στο βούρλο απ΄ τα μάτια και βούταγε τους σκορπιούς και τους έδινε μία στην αλασσά του πριαρέλου του. Στον τόπο ο σκορπιός. Να μάθει να μην αγκελώνει τις γυναίκες του κόσμου όταν τους καθαρίζουνε. Τους βασιλόσπαρους, τους μαύρους, τους κοιτούσε σπλαχνικά και τους έλεγε «λίλες Αγγλίας» σαν παίρνανε εκείνη την χρυσή απόχρωση την ώρα που αυγώνανε. Τις λίγδες , α τις λίγδες, τις έλεγε «κυλάδες και νοικοκυλάδες» κι αυτές προτιμάνε αυτοίνοι που τα λεφτά τα βάζανε σε πορτοφόλια δερμάτινα κι όχι χύμα στις τσέπες τους σα κι εμάς τους φτωχούς. Τις σμέρνες –μπρρρρρ- τις έλεγε κακές πεθελές και τις καμάκωνε πίσω απ΄τα αυτιά. Έννοιωθε το πέλαγο σαν κι ήτανε ένα δίχτυ μανιωμένο που σ΄ αυτό πιάστηκε η οικουμένη κι ότι κι αν κάμει όλο και πλιότερο κρεμιέται στους μανιούς απ΄ το λαιμό ως να παραδώσει την ψυχή της στο καλό Θεούλη ή στον Διάολο.
Ήρτανε μετά της κυρά Παναγίας , που αρχίζουν να πέφτουν οι γάστροι, οι μπάφες και τα στράδια, ήρθαν αυτοίνοι με τη κάτασπρη πέτσα και τις φακίδες που μιλάνε και δεν καταλαβαίνεις γρυ. Και θερία καΐκια με ψηλά άλμπουρα κι ξανθές γυναίκες και βάρκες που τρέχουνε και μ΄ένα βζζζζν φτάνουνε στο Κάστρο. Και σημαίες διάφορες κρεμάσανε λέει στα ψηλά κοντάρια στην Ντουγάνα. Και πώς πάει άνθρωπος στην Ντουγάνα αφέντη; Με τα ποδάρια του είπε ο δασκαλάκος. Και χρειάζεται να βάλει παπούτσια ή μπορεί να πάει ξυπόλυτος; Πας και ξεβράκωτος του είπε ο δασκαλάκος αν έχεις κώλο και δεν φοβάσαι κανέναν. « Πριτς π΄ θα πάω ξεβλάκωτος γιάκαλε να με πελάσουν για ζουλό. Τη νύχτα θα πάω το μώλο- μώλο και θα δω τις παντιέλες τση οικουμένης . κατάλαβες γιάκαλε; Κι αν δεν κατάλαβες τα γλάμματα εγώ τα ΄μαθα με τσου παγούλους και τσου κούκους που τσου χώνεις στο στόμα ένα τσιγάλο και το φ΄μέρνουν, παφ-πουφ, παφ-πουφ, ως να παλαδώσουν το πνέμα στο Θεούλη. Αχ γιάκαλε τι καταλαβαίνεις εσύ απ΄ τσου λαούς που π΄νάνε και δεν έμαθαν ούτε το α και η φτώχεια είναι η μάνα τση ζωής τσου. Εσύ καλά παίλνεις το μισθό σ΄ βλέξει χιονίσει γιάκαλε έ γιάκαλε . Απόψε κι όλας θα πάου το μώλο-μώλο να γιώ τσι παντιέλες του γλόμπου τση γης».
Άφησε και νύχτωσε για τα καλά. Αύγουστος μήνας. Το φεγγάρι στην Λάμια ανέβηκε ψηλά και παλάμιζε μ΄ ασήμι το πέλαγο του Αβλέμονα και πίσω η Περατιά είχε αναμμένα τα καντυλάκια των σπιτιών της κι απάνω ψηλά οι κατάμαυροι θεοσκότεινοι όγκοι της Λάμιας και των Ακαρνανικών, ολόρτοι φύλακες του φωτός και του σκότους, προστάτευαν λες τα όνειρα των ερωτευμένων που χάζευαν το θεσπέσιο παιγνίδι του σελιανικού φωτός λέγοντας διάφορα που η ζωή θα τα ΄βγαζε μια μέρα όλα ψεύδη.
Ω τι χαρά το φεγγάρι του Αυγούστου σαν λούζει τη πόλη και οι άνθρωποι περπατούν πετώντας ανάμεσα στα κενά του φωτός και του σκότους.
Ο Γιώργης ο Μπ΄κούνιας έπιασε το μουράγιο του Μώλου θαυμάζοντας τα παιχνίδια του φωτός με το ρυτίδωμα της θαλάσσης ανάμεσα στα αραγμένα κότερα και έκανε δεξιά κατά τον δρόμο της πόλης κι έφτασε εκεί που έβλεπε τους σιδερένιους όγκους των δέντρων του Μποσκέτου.
Προχώρησε να δει από σιμά που λέγανε πως εκεί είχανε λέει κάποιους που είχαν ζήσει κάποτε και τους ξαναβάλανε πέτρινους οι Αρχές του τόπου (Νομαρχέοι, Δημαρχαίοι, Βουλευτάδες, Δεσποτάδες) για να τους θωρούν οι ανθρώποι και να καταλαβαίνουν ότι έδωσαν τα φώτα στους ανθρώπους και κάποτε είχαν σάρκα και οστά και δεν ήταν τίποτε πνεύματα ή αερικά.
Έβαλε τα χέρια πίσω απ΄ τη μέση του και με βήμα επίσημο και με τα μπατζάκια του πλατιά-πλατιά να ανεμίζουν έφτασε στην χαμηλή μάντρα του Μποσκέτου. Πάτησε το πεζοδρόμιο που στέκονται οι ηγέτες του τόπου τις εθνικές γιορτές , έβγαλε τα παπούτσια του λίγο από σεβασμό λίγο που ήταν αμάθητος και ανέβηκε στην πλατεία. Μπροστά του ο πέτρινος όγκος μιανού ψηλού-ψηλού αρχόντου. Μπροστά του έπαιζαν και φώναζαν πεντέξη ζαλιάρικα παιδιά. Οι μανάδες τους κάθονταν στα παγκάκια και κουβέντιαζαν για την ομορφιά τους, για τις γειτόνισσες και για διάφορα γυναικεία πράματα που αυτός δεν είχε ποτέ ακούσει μια και η μάνα του έλεγε η μαύρη πως ο γυιός της δεν θέλει γυναίκα μια και έχει μια τσουτσούνα τόση δα που δε φτάνει για το νινί καμιανής γυναίκας .
Κι έτσι έφτασε μπροστά απ΄ το άγαλμα προσκύνησε σαν καλός χριστιανός, έκανε το σταυρό του ακέριο και ρώτησε τα παιδιά που παίζανε «ποιος είναι αυτός ο κύλιος;» Γιατί για πολύ «κύλιος» του φάνηκε του καημένου.
Τα παιδιά ξέρανε απ΄ το σκολειό ποιος ήταν κι εκείνος ο χοντρομπαλάτος με την γαλάζια μπλούζα και το ποδήλατο γλύφοντας ένα παγωτό χωνάκι του απάντησε κομπάζοντας :
-Θείο Αυτός είναι ο Εθνικός μας ποιητής ο Βαλαωρίτης που σε κάθε εθνική γιορτή του βάνουνε στα ποδάρια στεφάνι τα παιδιά του σκολειού. Αμέεε. Βάνει το γαμπριάτικο κοστούμι του και την μεταξωτή γραβάτα του, τον ξουρίζει στο κουρείο του Μωραΐτη κόντρα ο Λομπάρδος και με φέρνει ο πατέρας μου και τα βλέπω με τα μάτια μου για να γίνω καλός Έλληνας και καλός χριστιανός, λέει, και μια μέρα , λέει, θα γίνω πολιτικός ή στρατηγός να σώσω την Ελλάδα, λέει.
Ο Γιώργης ο Μπ΄κούνιας πρώτη φορά στην ζωή του άκουγε για ποιητή κι εθνικό μάλιστα. Τα έχασε. Δεν πολυκατάλαβε τι είπε ο μικρός. Θυμήθηκε τον δασκαλάκο και είπε :
-Ω. Ω! κι ο ποιητής ξέλει να αλματώνει δίχτυ του πάτου; ξέλει να αμπώνει φουλκάτα ολτός στα λιχά; Πόσο πουλάει τσι κότσες στον Βελέτζα; Βγάνει μελοκάματο; Κι τι δουλειά είναι ο ποιητής βλε παιδιά;
Έξυσε την κεφάλα του τη σπανή που στο πίσω μέρος έμοιαζε με σταφανούδω και την κούνησε ψιθυρίζοντας πως γεννήθηκε με κοντό μυαλό και γιαυτό φταίει η μάνα του που τον έκανε μούλο του τυρέμπορου της αγοράς γιατί αυτός ο πούστης κράτησε το μυαλό για να αποφύγει την γκαστριά της μάνας του. Κι άνοιξε το στόμα του απορώντας αν το μυαλό «έβγαινε απ΄ το τσουτσούνι του αντλός». Κι αυτός που δεν είχε τσουτσούνι, όπως έλεγε και η μάνα του, δεν θα χαλούσε τον κόσμο γεννώντας χαμένους……..»
Άφησε πίσω του την άσπρη θωριά και βαδίζοντας αργά και πένθιμα έπιασε το στρατί που έβλεπε κατά την Τραμουντάνα. Και φαπ μπροστά του στο μισοσκόταδο που έπαιζε με το φως της δημοτικής λάμπας ένα ζευγάρι ερωτευμένων κοίταζε ένα κεφάλι μπρούτζινο που άστραφτε στο φως του φεγγαριού και ήταν μπηγμένο σε μια κολώνα μαρμάρινη. «Ω! οι ανθλώποι που κυβελνάνε τον κόσμο δεν κλεμάνε μόνο κεφάλια αλλά και τα μπήγουν στα μάρλαλα» είπε κι έφερε στο νου του τα κρεμασμένα κεφάλια της Πλατείας του Εμφυλίου που αυτός δεν έμαθε ποτέ γιατί και πως έγινε ότι έγινε και γνώριζε μόνο ότι είχε δει: Κεφάλια μες΄ τα αίματα να κρέμονται στο Πεντοφάναρο απ΄ τα μαλλιά κι όλη η Πόλη χεσμένη στον τρόμο και στο πνιγμένο κλάμα. Η μανούλα του, θυμάται, έκλαιγε μέρες τα παλικάρια τα γειτονόπουλα που πήγανε τσάμπα και βερεσέ για μια ιδέα κι το έρμο και σκότεινο συμφέρον των φονιάδων τους.
Ο άντρας κοιτούσε αμέριμνα το μπηγμένο κεφάλι με ανοιχτά τα πόδια στη γη και η γυναίκα κολλημένη πάνω του ψιθύριζε λέξεις ακατανόητες κι ύστερα ακούμπησε στο στήθος του , τον κοίταγε στα μάτια σαν να χυνόντανε από τα μάτια της όλη η γλύκα του κόσμου και του έντυνε ολάκερο το σώμα του με ζάχαρη και μέλι. Εκείνος κοιτούσε χαμένος στο πέλαγο της ύπαρξής του την κεφαλή και δεν μιλούσε.
Αλαφροπατώντας στάθηκε κοντά τους και είπε
-Ανθλώποι μου ποιος είν΄ αυτός;
Ξύπνησαν απ το όνειρο της στιγμής και πρώτη η γυναίκα μίλησε
– Αλαφροϊσκιωτος!!
– Και τι ΄ναι αυτό καλή μου κοπέλα ; και τι θα πει αλαφλοϊσκιωτος;
– Από πού έρχεσαι άνθρωπέ μου, του είπε με ολοφάνερη απορία.
– Εδώθε είμαι απ΄ το πίσω Μώλο. Ψαλάς!! Πώς κονόμαγε το μελοκάματο ο αλαφλοϊσκιωτος κυλά μου; Μην κι΄ ήταν από κείνους που τα παίλνουν απ΄ την θελίδα;
– Ήταν ποιητής!!!!
– Ω κι άλλος ποιητής, κι άλλος ποιητής, κι άλλος ποιητής!. Εδώ μέσα στις φυλλωσιές μένουνε οι ποιητές! Εδώ είναι σαν το Μώλο που μένουμε μόνο ψαλάδες, είπε χοροπηδώντας.
Το ερωτευμένο ζευγάρι βλέποντας ότι έχει να κάνει με βλαμμένο του έριξε μια περιφρονητική ματιά και γύρισε απ΄ την άλλη μεριά και ο αρσενικός έδωσε ένα φιλί τριμπουσόν στο κορίτσι, της χούφτωσε απαλά τα πισινά κι ύστερα τους πήρε το σκοτάδι και χάθηκαν ανάμεσα στις συστάδες των θάμνων.
Ω! πως του πλάκωσε την ψυχή η απελπισία της μοναξιάς και του άγνωστου κόσμου που δεν είδε και δεν θα ξανάβλεπε ποτέ. Κι ο φόβος. Και οι ποιητάδες. Αυτοί προπαντός. Οι ήσκιοι τους. Και τα ποιήματα λέει. Τι ήταν αυτά τα ποιήματα; έσκυψε να βάλει τα παπούτσια του κι ύστερα έβαλε τις φωνές
– Πού πάτε ολέ παιδιά ; πώς με αφήνετε κόσμε μονάχο με τους ποιητές; Πώς θα φύγω από δω; Πώς θα πάω να δω τις παντιέλες του κόσμου, πώς θα πάω στην φτωχειά μανούλα μου που με πελιμένει να της δώσω το γάλα της να κοιμηθεί.
Δεν του απάντησε κανείς. Κάθησε στο γρασίδι κάτω απ΄ την κολώνα του ποιητή κι έκλαψε κι έκλαψε κι έκλαψε μέχρι να αλαφρώσει η ψυχούλα του, να απλωθεί μπροστά στα μάτια του η ζωούλα του . Η καλαμένια καλύβα, το πριαράκι του, ο Μώλος, το φως απ΄ το φανάρι του Μελεούνη που αναβόσβηνε…..Αχ γιατί να είναι τόσο άχαρη η ζωή του. Θεέ μου γιατί τά ΄φκιαξες έτσι για αυτούς τους ανθρώπους και τους μακάρισες κι όλας από πάνω. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι , είπες ελαφρά τη καρδία. Ω καλέ μου Θεούλη γιατί η άγνοια είναι ευτυχία. Γιατί η Πτωχεία οδεύει στην μακαριότητα; Γιατί η γνώση είναι πόνος; Γιατί; Ένα απέραντο γιατί δικό του , στο κόσμο το δικό του -απ΄ το Μώλο ίσαμε το Κάστρο, ίσαμε τις αρμυρήθρες της Περατιάς, ίσαμε τον Άη Γιώργη, ίσαμε το Φανάρι του Μελεούνη, ίσαμε το Σκαλί του Κοκαλιάρη, ίσαμε τις Πάνω Αλυκές, ίσαμε την Αρμύρα, ίσαμε το Ζυγιστήριο, ίσαμε με το Μώλο για να κλείσει ο βόλος – ήταν χαραγμένο στα χείλη του που ήταν φρυγμένα απ΄ τον πόνο, τον φόβο και την άγνοια.
Άξαφνα ίσα που ένοιωσε ένα πανάλαφρο χέρι να τον κουνάει
– Έει θείο Ξύπνα. Δεν είναι τόπος αυτός να ονειρευτείς.
Ανοίγει τα μάτια του και βλέπει μπροστά του ένα κοριτσάκι ντυμένο στα κατάλευκα.
-Ποια είσαι εσύ; Πού βρίσκομαι; Μου είπαν πως κάτω στην Ντουγάνα είναι οι σημαίες του κόσμου.
-Θείο εδώ είναι το Πάρκο των ποιητών. Οι σημαίες δεν είναι εδώ τις έχουν εκεί πάνω στα ψηλά κοντάρια. Εκεί να πας. Είπε δείχνοντας με το χέρι την κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει.
Έτριψε τα μάτια του με τους αντίχειρες των γρονθιασμένων χεριών του. κοίταξε εκεί που έδειχνε το κοριτσάκι και είδε παντιέρες, παντιέρες, παντιέρες να ανεμίζουν στα ουράνια πάνω εκεί ψηλά στα κοντάρια τους.
– Ξέρεις να μου πεις τι είναι ο ποιητής παιδί μου ρώτησε ο Γιώργης ο Μ΄κούνιας.
– Ξέρω.
– Τι είναι;
– Αυτός που έγραψε αυτό το στιχάκι που λένε στις γιορτάδες . Να τι λέει θείο : «σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή….»
– Α αυτό είναι; Κατάλαβα . Είναι εκειό που παίζει η Μουζική και στέκονται οι μεγάλοι ανθλώποι πλοσοχή. Κατάλαβα δεν ήταν ψαλάς . Ήξελε γλάμματα και δεν θα τον έπαιλνε ο Χλιστούλης για μαθητή του. Κατάλαβα.
Ευτυχισμένος που είχε καταλάβει τι ήταν ο ποιητής βγήκε από το Πάρκο , πέρασε τον δρόμο κι ανέβηκε στην Πλατεία της Ντουγάνας.
Και κοιτάζει. Ωωω! μπροστά του η απεραντοσύνη της ασημένιας όψης του Ιβαριού που χαμογελούσε στο φως του φεγγαριού. Πέρα η μαυράδα της Γύρας θεοσκότεινη και μυστηριώδης που προκαλούσε τρόμο. Κι ο ζαβός δρόμος του Κάστρου που οδηγούσε στην Ελευθερία απ΄ τα δεσμά αυτού του τόπου. Κάθισε στην άκρη της όχθης της λιμνοθάλασσας χαζεύοντας το φρρρρρρρρρρρρρρρρρ, φρρρρρρρρρρρρρρρρρ των νερών της βγαλσάς στα καλαμωτά του Ιβαριού και το μυαλό του να ταξιδεύει ως τα πέρατα του κόσμου του. Γεμάτος χαρά που θα μπορούσε αύριο στα καφενεία του Μώλου να πει τι είδε και τι άκουσε κάτω εκεί στην Ντουγάνα , στον Πόντε , στον δρόμο απ΄ τον οποίο ξεκινούσε η Ελευθερία. Αύριο. Θα τους έλεγε πως μιλάνε τα καλαμωτά του Ιβαριού στην βγαλσά . Φρρρρρρρρρρ. Φρρρρρρρρρ στους ανθρώπους. Φρρρρρρρρρρ. Φρρρρρρρρρ θα έκανε σουφρώνοντας τα χείλια του στον καφενέ.
Διάβηκε κι έκατσε στο στηθαίο του Πόντε να του φυσάει ο άνεμος τα λίγα του μαλλιά και κοίταζε τις σημαίες να αρμενίζουν εκεί ψηλά κι ο νους του έτρεχε σε τόπους που δεν είχε δει κι ούτε ποτέ θα ΄βλέπε στην ζήση του. Τόπους πράσινους, κόκκινους, κίτρινους, γαλάζους με θάλασσες πολύ μεγάλες που έφταναν ως εκεί που έφτανε το μάτι σου , με ανθρώπους που μιλούσαν και δεν καταλάβαινες τι έλεγαν, με γυναίκες άσπρες σαν το γάλα και φακίδες, φακίδες, φακίδες στα μούτρα τους, άντρες μαύρους αραπάδες σαν αυτούς που βγαίνουν από τις βλύχες και λαβοκατινάνε τον κόσμο……
Και κοιτάζει ψηλά στα επουράνια. Παντιέρες. Παντιέρες. Παντιέρες . Ανέμιζαν στον νυχτόμπασμα στο αέρα ψηλά στα κοντάρια τους. Έκανε ένα Ωωωωωωωωωωωωω. Κι έμεινε στον τόπο μ΄ ανοιχτό στόμα να βλέπει τα χρώματα να παίζουν στον νυχτερινό ουρανό.
– Οι παντιέλες. Οι παντιέλες. Οι παντιέλες. Να φωνάζει και να χοροπηδάει δείχνοντας εκεί ψηλά στα κοντάρια των σημαιών και να σταματάει να ξανακοιτάζει και να λέει
– Τα κλάτη. Τα κλάτη. Τα κλάτη του Κόσμου.
Χωρίς να ξέρει που βρίσκονται . Χωρίς να έχει ανάγκη να μάθει άλλο. Χωρίς να έχει ανάγκη από όρια ο νους του.
ΥΓ Είναι το τρίτο μέρος. Δημοσιεύεται για να γνωρίζουν αυτοί που πρέπει να γνωρίζουν την τεράστια απόσταση ανάμεσα στις γιορτές τους και την γνώση και την αντίληψη του κοσμάκη γι αυτές. My Lefkadα
μια κι απότυχε σε όλες τις δουλειές που επεχείρησε να μάθει.
Τα σύνορά του ήταν η Εκκλησά του Άη Νικόλα, το στενό της Ηλεκτρικής, ο Μώλος, το στενό του Αή Γιαννιού, το ιερό τ΄Άη Γιαννιού, τα στενά μέχρι το ιερό του Άη Γιώργη, το στενό του Άη Γιώργη , Μέχρι το στενό δίπλα απ΄ την Ηλεκτρική και τελείωνε πάλι στον Άη Νικόλα.
Εκεί γεννήθηκε, εκεί έζησε και από εκεί θα τον πάρουνε για να τον πάνε στο Νεκροταφείο που λένε πως είναι στο δρόμο κατά την Απόλπαινα και που εκεί είναι θαμμένος κόσμος και κοσμάκης, φτωχοί και πλούσιοι, ποδεμένοι και ξυπόλυτοι . Εκεί είναι βαλμένος μέχρι κι ο σιορ κυρ Βαλαωρίτης με τις μπάρμπουλές του και τις δόξες του.
Αυτή ήταν η μοίρα του πίστευε, κάπως έτσι θα τράβαγε η ζωή του ολάκερη. Γεννέθηκε, θα ζήσει, θα πεθάνει , θα θαφτεί, θα ξεχαστεί. Απλά πράγματα. Καθημερινά.
Η δουλειά που έμαθε, είπαμε του ψαρά, θα πει ότι τα σύνορα του ήταν ο Πίσω Μώλος, η Μαντσίνα της Ντουγάνας, η λιθιά του Αβλεμόνου κατά το Βενετσιάνικο Κάστρο, ο δρόμος κατά τον Ντεκέ, ο Μύλος του Γρίβα, οι αρμυρήθρες της Περατιάς, ο Άη Γιώργης, του Καπογιωργάκη, το Φανάρι του Μελεούνη, το Σκαλί του Κοκκαλιάρη, το άρτζενο των απάν΄ Αλυκών, ο Πύργος, τα τηγάνια των Κατ΄ Αλυκών, το Ζυγιστήριο, το Ποντίκι, το Πορτόνι της Αλυκής, ο Πίσω Μώλος. Μέσα σ΄αυτά τα όρια ήταν όλη η ζωή του, οι πίκρες του κι οι λίγες μέρες απ΄ το βαμμένο κατακόκκινο χάραμα στο Περγαντί ως να χαθεί ο ήλιος πίσω απ΄ το βουνό της Κυρά Φανερωμένης.
Πήγε μια φορά στην ζωή του να φύγει απ΄ τα σύνορα της ζωής, των ματιών και του νου του και σ΄ αυτή τον γύρισε πίσω ο στρατιωτικός γιατρός που αποφάνθηκε πως είναι ακατάλληλος στρατεύσεως μια και γεννέθηκε με το ΄να ποδάρι μεγαλύτερο απ΄ τ΄ άλλο και κούτσαινε φανερά, για να μην του πει πως με λειψό μυαλό δεν μπορεί να έχει πατρίδα μια και δεν μπορούσε να την υπερασπιστεί με τη ζωή του. Έτσι περιορίστηκε απόλυτα στην μοίρα του. Μώλος-Κάστρο-Φανάρι του Μελεούνη.
Ζούσε ψαρεύοντας με το πριαράκι του που το άμπωνε με την καλαμένια φουρκάτα στα ριχά των Αλυκών , του Αβλέμονα, του Πύργου και του Άη-Γιώργη. Δυο-τρεις βόλους την μέρα και σήκωμα των βολκών , αυτό ήταν όλο για να κονομίσει δυό βούρλα ψάρια και μισή κόφα γαρίδα, να τα αγοράσουν περισσότερο από ελεημοσύνη, να τον σταυρώσουν οι μπαγαπόντηδες και όχι για τα ψάρια, να πάρει λίγα φράγκα για να φάει αυτός κι εκείνη η μάνα που ήταν ερείπιο από τον πλευρίτη που πέρασε ανυποψίαστα από χρόνια ξενοπλένοντας στα πλυσταριά των αφεντάδων και ξαπλώνοντας στα αμαρτωλά κρεβάτια των χασισωμένων του καφέ αμάν εμποράκων της αγοράς .
Εκείνα τα χρόνια στην μικρή πόλη άρχισαν να μαζεύονται ένα σωρό κόσμος απ΄ τα πέρατα της γης. Γυναίκες, άντρες, παιδιά. Λέγανε στο Μώλο πως γίνονται γιορτές – Φεστιβάλια. Φεστιβάλα Τζεβελέκα.- κι έρχεται όλη η οικουμένη που μιλούσε ένα σωρό γλώσσες. «Πώς δεν καταλαβαίνω τι λένε;» ρωτούσε ο καημένος . «Τι να καταλάβεις εσύ» του έλεγαν. «Εσύ πήγαινες για παγούρους όταν εμείς μαθαίναμε γράμματα» του έλεγε και γέλαγε με την ψυχή του ο δασκαλάκος της κυρά Βγενιάς απ΄ τη Ζαβέρδα που καλοπαντρεύτηκε με την θετή μονάκριβη κόρη του τυρέμπορου – λέγανε πως ήταν δική του και την έκανε με μια εξώλης και προώλης τραγουδίστρια καταβάλοντας πενήντα λίρες χρυσές Αγγλίας για τον κόπο της- και πήρε γερή προίκα σε κινητά, ακίνητα και κέρατα.
Ο Γιώργης ο Μπ΄κούνιας, έτσι τον έκατσαν μια και του άρεσε να αλέθει ένα κομμάτι ψωμί σαν ξεμαγιάριζε τα διχτάκια του στον μώλο, χαμογελούσε στον δάσκαλο και φαίνονταν οι κουφάλες των δοντιών του, κουνούσε το κεφάλι του συγκαταβατικά κι απαντούσε πως «μέχλι εκεί έφτανε το σκοινάκι μου άνθλωπέ μου». Και «πως, κυλ΄ δάσκαλε, αν μάθουμε κι ούλοι γλάμματα δεν θα΄χουνε πλιά αξία. Τιάλς τα καταλαβαίν΄με ούλα απ΄ το Δεσπότη ίσα με τς αγλάμματες γλιές σαν ο παπάς στον Άη Νικόλα λέει το ¨κλιάσας¨»!!!»
Ω! τι χαρούμενο ανθρωπάκι που ήταν. Χαίρονταν το πρωΐ σαν έβγαινε ο ήλιος στην Λάμια κι έλεγε πως «ο Θεός αγαπάει τ΄ς φτωχούς και βγάν΄ τον ήλιο να ζεσταθούνε» . Κι όταν ο καιρός ήταν κατάμαυρος κι έρχονταν ο «Γαλμπής» απειλητικός απ΄ το πέλαγος πέρα βαθειά απ΄τον Άη Γιάννη για να αρχίσει τα κλαυσίγελά του και τα κόλπα του και να παίζει με την βροχή και τον ήλιο έλεγε πως «ο καλός Θεούλης σήμελα ψ΄χοπονιέται τ΄ς έλμους και τ΄ς σκότεινους κι έβγαλε και τσόστο ήλιο για να στεγνώσ΄με τα σκ΄τάκια μας».
Αγαπούσε τα γουβιελάκια και δεν τα πέρναγε στο βούρλο απ΄ τα μάτια και βούταγε τους σκορπιούς και τους έδινε μία στην αλασσά του πριαρέλου του. Στον τόπο ο σκορπιός. Να μάθει να μην αγκελώνει τις γυναίκες του κόσμου όταν τους καθαρίζουνε. Τους βασιλόσπαρους, τους μαύρους, τους κοιτούσε σπλαχνικά και τους έλεγε «λίλες Αγγλίας» σαν παίρνανε εκείνη την χρυσή απόχρωση την ώρα που αυγώνανε. Τις λίγδες , α τις λίγδες, τις έλεγε «κυλάδες και νοικοκυλάδες» κι αυτές προτιμάνε αυτοίνοι που τα λεφτά τα βάζανε σε πορτοφόλια δερμάτινα κι όχι χύμα στις τσέπες τους σα κι εμάς τους φτωχούς. Τις σμέρνες –μπρρρρρ- τις έλεγε κακές πεθελές και τις καμάκωνε πίσω απ΄τα αυτιά. Έννοιωθε το πέλαγο σαν κι ήτανε ένα δίχτυ μανιωμένο που σ΄ αυτό πιάστηκε η οικουμένη κι ότι κι αν κάμει όλο και πλιότερο κρεμιέται στους μανιούς απ΄ το λαιμό ως να παραδώσει την ψυχή της στο καλό Θεούλη ή στον Διάολο.
Ήρτανε μετά της κυρά Παναγίας , που αρχίζουν να πέφτουν οι γάστροι, οι μπάφες και τα στράδια, ήρθαν αυτοίνοι με τη κάτασπρη πέτσα και τις φακίδες που μιλάνε και δεν καταλαβαίνεις γρυ. Και θερία καΐκια με ψηλά άλμπουρα κι ξανθές γυναίκες και βάρκες που τρέχουνε και μ΄ένα βζζζζν φτάνουνε στο Κάστρο. Και σημαίες διάφορες κρεμάσανε λέει στα ψηλά κοντάρια στην Ντουγάνα. Και πώς πάει άνθρωπος στην Ντουγάνα αφέντη; Με τα ποδάρια του είπε ο δασκαλάκος. Και χρειάζεται να βάλει παπούτσια ή μπορεί να πάει ξυπόλυτος; Πας και ξεβράκωτος του είπε ο δασκαλάκος αν έχεις κώλο και δεν φοβάσαι κανέναν. « Πριτς π΄ θα πάω ξεβλάκωτος γιάκαλε να με πελάσουν για ζουλό. Τη νύχτα θα πάω το μώλο- μώλο και θα δω τις παντιέλες τση οικουμένης . κατάλαβες γιάκαλε; Κι αν δεν κατάλαβες τα γλάμματα εγώ τα ΄μαθα με τσου παγούλους και τσου κούκους που τσου χώνεις στο στόμα ένα τσιγάλο και το φ΄μέρνουν, παφ-πουφ, παφ-πουφ, ως να παλαδώσουν το πνέμα στο Θεούλη. Αχ γιάκαλε τι καταλαβαίνεις εσύ απ΄ τσου λαούς που π΄νάνε και δεν έμαθαν ούτε το α και η φτώχεια είναι η μάνα τση ζωής τσου. Εσύ καλά παίλνεις το μισθό σ΄ βλέξει χιονίσει γιάκαλε έ γιάκαλε . Απόψε κι όλας θα πάου το μώλο-μώλο να γιώ τσι παντιέλες του γλόμπου τση γης».
Άφησε και νύχτωσε για τα καλά. Αύγουστος μήνας. Το φεγγάρι στην Λάμια ανέβηκε ψηλά και παλάμιζε μ΄ ασήμι το πέλαγο του Αβλέμονα και πίσω η Περατιά είχε αναμμένα τα καντυλάκια των σπιτιών της κι απάνω ψηλά οι κατάμαυροι θεοσκότεινοι όγκοι της Λάμιας και των Ακαρνανικών, ολόρτοι φύλακες του φωτός και του σκότους, προστάτευαν λες τα όνειρα των ερωτευμένων που χάζευαν το θεσπέσιο παιγνίδι του σελιανικού φωτός λέγοντας διάφορα που η ζωή θα τα ΄βγαζε μια μέρα όλα ψεύδη.
Ω τι χαρά το φεγγάρι του Αυγούστου σαν λούζει τη πόλη και οι άνθρωποι περπατούν πετώντας ανάμεσα στα κενά του φωτός και του σκότους.
Ο Γιώργης ο Μπ΄κούνιας έπιασε το μουράγιο του Μώλου θαυμάζοντας τα παιχνίδια του φωτός με το ρυτίδωμα της θαλάσσης ανάμεσα στα αραγμένα κότερα και έκανε δεξιά κατά τον δρόμο της πόλης κι έφτασε εκεί που έβλεπε τους σιδερένιους όγκους των δέντρων του Μποσκέτου.
Προχώρησε να δει από σιμά που λέγανε πως εκεί είχανε λέει κάποιους που είχαν ζήσει κάποτε και τους ξαναβάλανε πέτρινους οι Αρχές του τόπου (Νομαρχέοι, Δημαρχαίοι, Βουλευτάδες, Δεσποτάδες) για να τους θωρούν οι ανθρώποι και να καταλαβαίνουν ότι έδωσαν τα φώτα στους ανθρώπους και κάποτε είχαν σάρκα και οστά και δεν ήταν τίποτε πνεύματα ή αερικά.
Έβαλε τα χέρια πίσω απ΄ τη μέση του και με βήμα επίσημο και με τα μπατζάκια του πλατιά-πλατιά να ανεμίζουν έφτασε στην χαμηλή μάντρα του Μποσκέτου. Πάτησε το πεζοδρόμιο που στέκονται οι ηγέτες του τόπου τις εθνικές γιορτές , έβγαλε τα παπούτσια του λίγο από σεβασμό λίγο που ήταν αμάθητος και ανέβηκε στην πλατεία. Μπροστά του ο πέτρινος όγκος μιανού ψηλού-ψηλού αρχόντου. Μπροστά του έπαιζαν και φώναζαν πεντέξη ζαλιάρικα παιδιά. Οι μανάδες τους κάθονταν στα παγκάκια και κουβέντιαζαν για την ομορφιά τους, για τις γειτόνισσες και για διάφορα γυναικεία πράματα που αυτός δεν είχε ποτέ ακούσει μια και η μάνα του έλεγε η μαύρη πως ο γυιός της δεν θέλει γυναίκα μια και έχει μια τσουτσούνα τόση δα που δε φτάνει για το νινί καμιανής γυναίκας .
Κι έτσι έφτασε μπροστά απ΄ το άγαλμα προσκύνησε σαν καλός χριστιανός, έκανε το σταυρό του ακέριο και ρώτησε τα παιδιά που παίζανε «ποιος είναι αυτός ο κύλιος;» Γιατί για πολύ «κύλιος» του φάνηκε του καημένου.
Τα παιδιά ξέρανε απ΄ το σκολειό ποιος ήταν κι εκείνος ο χοντρομπαλάτος με την γαλάζια μπλούζα και το ποδήλατο γλύφοντας ένα παγωτό χωνάκι του απάντησε κομπάζοντας :
-Θείο Αυτός είναι ο Εθνικός μας ποιητής ο Βαλαωρίτης που σε κάθε εθνική γιορτή του βάνουνε στα ποδάρια στεφάνι τα παιδιά του σκολειού. Αμέεε. Βάνει το γαμπριάτικο κοστούμι του και την μεταξωτή γραβάτα του, τον ξουρίζει στο κουρείο του Μωραΐτη κόντρα ο Λομπάρδος και με φέρνει ο πατέρας μου και τα βλέπω με τα μάτια μου για να γίνω καλός Έλληνας και καλός χριστιανός, λέει, και μια μέρα , λέει, θα γίνω πολιτικός ή στρατηγός να σώσω την Ελλάδα, λέει.
Ο Γιώργης ο Μπ΄κούνιας πρώτη φορά στην ζωή του άκουγε για ποιητή κι εθνικό μάλιστα. Τα έχασε. Δεν πολυκατάλαβε τι είπε ο μικρός. Θυμήθηκε τον δασκαλάκο και είπε :
-Ω. Ω! κι ο ποιητής ξέλει να αλματώνει δίχτυ του πάτου; ξέλει να αμπώνει φουλκάτα ολτός στα λιχά; Πόσο πουλάει τσι κότσες στον Βελέτζα; Βγάνει μελοκάματο; Κι τι δουλειά είναι ο ποιητής βλε παιδιά;
Έξυσε την κεφάλα του τη σπανή που στο πίσω μέρος έμοιαζε με σταφανούδω και την κούνησε ψιθυρίζοντας πως γεννήθηκε με κοντό μυαλό και γιαυτό φταίει η μάνα του που τον έκανε μούλο του τυρέμπορου της αγοράς γιατί αυτός ο πούστης κράτησε το μυαλό για να αποφύγει την γκαστριά της μάνας του. Κι άνοιξε το στόμα του απορώντας αν το μυαλό «έβγαινε απ΄ το τσουτσούνι του αντλός». Κι αυτός που δεν είχε τσουτσούνι, όπως έλεγε και η μάνα του, δεν θα χαλούσε τον κόσμο γεννώντας χαμένους……..»
Άφησε πίσω του την άσπρη θωριά και βαδίζοντας αργά και πένθιμα έπιασε το στρατί που έβλεπε κατά την Τραμουντάνα. Και φαπ μπροστά του στο μισοσκόταδο που έπαιζε με το φως της δημοτικής λάμπας ένα ζευγάρι ερωτευμένων κοίταζε ένα κεφάλι μπρούτζινο που άστραφτε στο φως του φεγγαριού και ήταν μπηγμένο σε μια κολώνα μαρμάρινη. «Ω! οι ανθλώποι που κυβελνάνε τον κόσμο δεν κλεμάνε μόνο κεφάλια αλλά και τα μπήγουν στα μάρλαλα» είπε κι έφερε στο νου του τα κρεμασμένα κεφάλια της Πλατείας του Εμφυλίου που αυτός δεν έμαθε ποτέ γιατί και πως έγινε ότι έγινε και γνώριζε μόνο ότι είχε δει: Κεφάλια μες΄ τα αίματα να κρέμονται στο Πεντοφάναρο απ΄ τα μαλλιά κι όλη η Πόλη χεσμένη στον τρόμο και στο πνιγμένο κλάμα. Η μανούλα του, θυμάται, έκλαιγε μέρες τα παλικάρια τα γειτονόπουλα που πήγανε τσάμπα και βερεσέ για μια ιδέα κι το έρμο και σκότεινο συμφέρον των φονιάδων τους.
Ο άντρας κοιτούσε αμέριμνα το μπηγμένο κεφάλι με ανοιχτά τα πόδια στη γη και η γυναίκα κολλημένη πάνω του ψιθύριζε λέξεις ακατανόητες κι ύστερα ακούμπησε στο στήθος του , τον κοίταγε στα μάτια σαν να χυνόντανε από τα μάτια της όλη η γλύκα του κόσμου και του έντυνε ολάκερο το σώμα του με ζάχαρη και μέλι. Εκείνος κοιτούσε χαμένος στο πέλαγο της ύπαρξής του την κεφαλή και δεν μιλούσε.
Αλαφροπατώντας στάθηκε κοντά τους και είπε
-Ανθλώποι μου ποιος είν΄ αυτός;
Ξύπνησαν απ το όνειρο της στιγμής και πρώτη η γυναίκα μίλησε
– Αλαφροϊσκιωτος!!
– Και τι ΄ναι αυτό καλή μου κοπέλα ; και τι θα πει αλαφλοϊσκιωτος;
– Από πού έρχεσαι άνθρωπέ μου, του είπε με ολοφάνερη απορία.
– Εδώθε είμαι απ΄ το πίσω Μώλο. Ψαλάς!! Πώς κονόμαγε το μελοκάματο ο αλαφλοϊσκιωτος κυλά μου; Μην κι΄ ήταν από κείνους που τα παίλνουν απ΄ την θελίδα;
– Ήταν ποιητής!!!!
– Ω κι άλλος ποιητής, κι άλλος ποιητής, κι άλλος ποιητής!. Εδώ μέσα στις φυλλωσιές μένουνε οι ποιητές! Εδώ είναι σαν το Μώλο που μένουμε μόνο ψαλάδες, είπε χοροπηδώντας.
Το ερωτευμένο ζευγάρι βλέποντας ότι έχει να κάνει με βλαμμένο του έριξε μια περιφρονητική ματιά και γύρισε απ΄ την άλλη μεριά και ο αρσενικός έδωσε ένα φιλί τριμπουσόν στο κορίτσι, της χούφτωσε απαλά τα πισινά κι ύστερα τους πήρε το σκοτάδι και χάθηκαν ανάμεσα στις συστάδες των θάμνων.
Ω! πως του πλάκωσε την ψυχή η απελπισία της μοναξιάς και του άγνωστου κόσμου που δεν είδε και δεν θα ξανάβλεπε ποτέ. Κι ο φόβος. Και οι ποιητάδες. Αυτοί προπαντός. Οι ήσκιοι τους. Και τα ποιήματα λέει. Τι ήταν αυτά τα ποιήματα; έσκυψε να βάλει τα παπούτσια του κι ύστερα έβαλε τις φωνές
– Πού πάτε ολέ παιδιά ; πώς με αφήνετε κόσμε μονάχο με τους ποιητές; Πώς θα φύγω από δω; Πώς θα πάω να δω τις παντιέλες του κόσμου, πώς θα πάω στην φτωχειά μανούλα μου που με πελιμένει να της δώσω το γάλα της να κοιμηθεί.
Δεν του απάντησε κανείς. Κάθησε στο γρασίδι κάτω απ΄ την κολώνα του ποιητή κι έκλαψε κι έκλαψε κι έκλαψε μέχρι να αλαφρώσει η ψυχούλα του, να απλωθεί μπροστά στα μάτια του η ζωούλα του . Η καλαμένια καλύβα, το πριαράκι του, ο Μώλος, το φως απ΄ το φανάρι του Μελεούνη που αναβόσβηνε…..Αχ γιατί να είναι τόσο άχαρη η ζωή του. Θεέ μου γιατί τά ΄φκιαξες έτσι για αυτούς τους ανθρώπους και τους μακάρισες κι όλας από πάνω. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι , είπες ελαφρά τη καρδία. Ω καλέ μου Θεούλη γιατί η άγνοια είναι ευτυχία. Γιατί η Πτωχεία οδεύει στην μακαριότητα; Γιατί η γνώση είναι πόνος; Γιατί; Ένα απέραντο γιατί δικό του , στο κόσμο το δικό του -απ΄ το Μώλο ίσαμε το Κάστρο, ίσαμε τις αρμυρήθρες της Περατιάς, ίσαμε τον Άη Γιώργη, ίσαμε το Φανάρι του Μελεούνη, ίσαμε το Σκαλί του Κοκαλιάρη, ίσαμε τις Πάνω Αλυκές, ίσαμε την Αρμύρα, ίσαμε το Ζυγιστήριο, ίσαμε με το Μώλο για να κλείσει ο βόλος – ήταν χαραγμένο στα χείλη του που ήταν φρυγμένα απ΄ τον πόνο, τον φόβο και την άγνοια.
Άξαφνα ίσα που ένοιωσε ένα πανάλαφρο χέρι να τον κουνάει
– Έει θείο Ξύπνα. Δεν είναι τόπος αυτός να ονειρευτείς.
Ανοίγει τα μάτια του και βλέπει μπροστά του ένα κοριτσάκι ντυμένο στα κατάλευκα.
-Ποια είσαι εσύ; Πού βρίσκομαι; Μου είπαν πως κάτω στην Ντουγάνα είναι οι σημαίες του κόσμου.
-Θείο εδώ είναι το Πάρκο των ποιητών. Οι σημαίες δεν είναι εδώ τις έχουν εκεί πάνω στα ψηλά κοντάρια. Εκεί να πας. Είπε δείχνοντας με το χέρι την κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει.
Έτριψε τα μάτια του με τους αντίχειρες των γρονθιασμένων χεριών του. κοίταξε εκεί που έδειχνε το κοριτσάκι και είδε παντιέρες, παντιέρες, παντιέρες να ανεμίζουν στα ουράνια πάνω εκεί ψηλά στα κοντάρια τους.
– Ξέρεις να μου πεις τι είναι ο ποιητής παιδί μου ρώτησε ο Γιώργης ο Μ΄κούνιας.
– Ξέρω.
– Τι είναι;
– Αυτός που έγραψε αυτό το στιχάκι που λένε στις γιορτάδες . Να τι λέει θείο : «σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή….»
– Α αυτό είναι; Κατάλαβα . Είναι εκειό που παίζει η Μουζική και στέκονται οι μεγάλοι ανθλώποι πλοσοχή. Κατάλαβα δεν ήταν ψαλάς . Ήξελε γλάμματα και δεν θα τον έπαιλνε ο Χλιστούλης για μαθητή του. Κατάλαβα.
Ευτυχισμένος που είχε καταλάβει τι ήταν ο ποιητής βγήκε από το Πάρκο , πέρασε τον δρόμο κι ανέβηκε στην Πλατεία της Ντουγάνας.
Και κοιτάζει. Ωωω! μπροστά του η απεραντοσύνη της ασημένιας όψης του Ιβαριού που χαμογελούσε στο φως του φεγγαριού. Πέρα η μαυράδα της Γύρας θεοσκότεινη και μυστηριώδης που προκαλούσε τρόμο. Κι ο ζαβός δρόμος του Κάστρου που οδηγούσε στην Ελευθερία απ΄ τα δεσμά αυτού του τόπου. Κάθισε στην άκρη της όχθης της λιμνοθάλασσας χαζεύοντας το φρρρρρρρρρρρρρρρρρ, φρρρρρρρρρρρρρρρρρ των νερών της βγαλσάς στα καλαμωτά του Ιβαριού και το μυαλό του να ταξιδεύει ως τα πέρατα του κόσμου του. Γεμάτος χαρά που θα μπορούσε αύριο στα καφενεία του Μώλου να πει τι είδε και τι άκουσε κάτω εκεί στην Ντουγάνα , στον Πόντε , στον δρόμο απ΄ τον οποίο ξεκινούσε η Ελευθερία. Αύριο. Θα τους έλεγε πως μιλάνε τα καλαμωτά του Ιβαριού στην βγαλσά . Φρρρρρρρρρρ. Φρρρρρρρρρ στους ανθρώπους. Φρρρρρρρρρρ. Φρρρρρρρρρ θα έκανε σουφρώνοντας τα χείλια του στον καφενέ.
Διάβηκε κι έκατσε στο στηθαίο του Πόντε να του φυσάει ο άνεμος τα λίγα του μαλλιά και κοίταζε τις σημαίες να αρμενίζουν εκεί ψηλά κι ο νους του έτρεχε σε τόπους που δεν είχε δει κι ούτε ποτέ θα ΄βλέπε στην ζήση του. Τόπους πράσινους, κόκκινους, κίτρινους, γαλάζους με θάλασσες πολύ μεγάλες που έφταναν ως εκεί που έφτανε το μάτι σου , με ανθρώπους που μιλούσαν και δεν καταλάβαινες τι έλεγαν, με γυναίκες άσπρες σαν το γάλα και φακίδες, φακίδες, φακίδες στα μούτρα τους, άντρες μαύρους αραπάδες σαν αυτούς που βγαίνουν από τις βλύχες και λαβοκατινάνε τον κόσμο……
Και κοιτάζει ψηλά στα επουράνια. Παντιέρες. Παντιέρες. Παντιέρες . Ανέμιζαν στον νυχτόμπασμα στο αέρα ψηλά στα κοντάρια τους. Έκανε ένα Ωωωωωωωωωωωωω. Κι έμεινε στον τόπο μ΄ ανοιχτό στόμα να βλέπει τα χρώματα να παίζουν στον νυχτερινό ουρανό.
– Οι παντιέλες. Οι παντιέλες. Οι παντιέλες. Να φωνάζει και να χοροπηδάει δείχνοντας εκεί ψηλά στα κοντάρια των σημαιών και να σταματάει να ξανακοιτάζει και να λέει
– Τα κλάτη. Τα κλάτη. Τα κλάτη του Κόσμου.
Χωρίς να ξέρει που βρίσκονται . Χωρίς να έχει ανάγκη να μάθει άλλο. Χωρίς να έχει ανάγκη από όρια ο νους του.
ΥΓ Είναι το τρίτο μέρος. Δημοσιεύεται για να γνωρίζουν αυτοί που πρέπει να γνωρίζουν την τεράστια απόσταση ανάμεσα στις γιορτές τους και την γνώση και την αντίληψη του κοσμάκη γι αυτές. My Lefkadα
του Ηλία Τσάκαλου |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου