του Άρη Δαβαράκη
Αρης Δαβαρακης Όταν ο Μακριδάκης γράφει για «χάος δημιουργικό» είναι σαν να ακούω μέσα μου έναν μακρινό αντίλαλο που ηχεί αρμονικά. Από μικρό παιδί είχα την τάση να αμφισβητώ γιατί οι άνθρωποι ζούνε με βάση τόσο παράλογες επιλογές και προτεραιότητες, η παιδεία όμως του αστικού, δυτικού, καπιταλιστικού τρόπου ζωής ερχότανε βιαστικά να με συνετίσει –είτε με τις συνηθισμένες «τιμωρίες» όσο ήμουνα παιδί, είτε με τα όπλα της «ενήλικης τιμωρίας», όσο μεγάλωνα....Οι γονείς μου δεν σηκώσανε ποτέ τους χέρι επάνω μου, είχανε όμως, όπως όλοι οι γονείς, τον τρόπο να με επιβραβεύουν όταν ήμουνα καλό παιδί και να με στριμώχνουν στη γωνία με ενοχές όταν οι συμπεριφορές μου δεν ήταν συμβατές με την δική τους ανατροφή και το κοινωνικό τους περιβάλλον. Ένα από τα βασικότερα όπλα τους για να με συνετίσουν ήταν να μην μου δώσουν το χαρτζιλίκι μου για μία βδομάδα ή για περισσότερες. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα ότι και η «κοινωνία» την ίδια τιμωρία χρησιμοποιούσε όταν με έβλεπε να μην συμμορφώνομαι προς τις υποδείξεις της: Με απέλυε από την δουλειά μου ή μου στερούσε την δυνατότητα να έχω πρόσβαση στην «ασφάλεια και την σιγουριά» των μισθολογίων και διαφόρων προνομίων που προέκυπταν απ’ αυτό- αυξήσεις, μπόνους, 14 μισθοί, κοινωνική ασφάλιση και άλλα πολλά. Μόλις έγραφα ένα κείμενο που «έπρεπε να κοπεί» ή δεν σήκωνε κάν συζήτηση και έπρεπε να πεταχτεί στα σκουπίδια και να αντικατασταθεί, η διαδικασία ήταν απλή: «Αυτό δεν μπορείς να το γράψεις και δεν θα το γράψεις. Γράψε κάτι άλλο που να είναι αποδεκτό. Αν δεν θέλεις να γράψεις κάτι που να είναι αποδεκτό, μάζεψε το μπλοκάκι σου (δελτίο παροχής υπηρεσιών τρυπημένο από την εφορία) και πήγαινε στο καλό».
Δεν θέλει και πολλά να το καταλάβεις πως αυτός, πολύ απλά, είναι ο καπιταλισμός –η απόλυτη εξουσία του χρήματος. Την εποχή όμως που εγώ μεγάλωνα και από παιδί περνούσα στην ήβη και μετά στην εφηβεία και την ενηλικίωση, αν μιλούσες για καπιταλισμό όλοι οι σώφρονες άνθρωποι (ή «καταναλωτές» όπως μας λέει ο Μακριδάκης) σου δείχνανε με το δάχτυλο μία τεράστια χώρα με Γκούλαγκ και Σιβηρίες, την πραγματικά επαχθέστατη Σοβιετική Ένωση και σου έλεγαν: Αποφάσισε τι θές. Τους φίλους σου, τους έρωτές σου, την ελευθερία σου (μέσα στα πλαίσια κάποιων κανόνων φυσικά), το χαρτζιλίκι, τον μισθό σου, την κινητή και ακίνητη περιουσία σου, την χρυσή σου American Express, την Visa και την MasterCard, τις διακοπές σου στα νησιά με τις αγάπες σου, όλα αυτά που παρέχει η ελεύθερη οικονομία –ή θές να πάς εκεί που μένουνε οχτώ άτομα σε 40 τετραγωνικά μέσα σε κάτι τεράστιες «εργατικές πολυκατοικίες» με τον χαφιέ στο ίδιο δωμάτιο και την κοινή τουαλέτα στον όροφο, δεν έχουνε να φάνε και οι γυναίκες φοράνε ρούχα φτιαγμένα από το ίδιο ύφασμα με τα ίδια σχέδια πάνω – γιατί το ύφασμα το παρέχει το Κράτος και το Κράτος φτιάχνει μόνο δύο σχέδια κάθε τρία χρόνια;». Με βάση αυτή τη ακραία «διάσταση» η επιλογή ήταν (για τα παιδιά και τους ενήλικους που πίνανε Κόκα Κόλα, βλέπανε σινεμά και χορεύανε στα πάρτυ) πάρα πολύ απλή. Δεν σήκωνε συζήτηση. Προτιμώ τον καπιταλισμό από τον κομμουνισμό. Τόσο απλά στην αρχή.
Μετά όμως, κυρίως αφού έπεσε και το τείχος του Βερολίνου το 1989, το σκηνικό άλλαξε. Ο κόσμος άλλαξε. Μεταμορφώθηκε. Τώρα πια όλη μας η ζωή υποχρεωτικά (και όχι πια από επιλογή ανάμεσα σε «δύο κακά») έπρεπε να έχει σχέση με το χρήμα, την απόκτησή του και την κατανάλωσή του. Μονόδρομος είπαμε όλοι. Πρέπει να «επιβιώσουμε» - και όχι απαραίτητα να ζήσουμε πραγματικά με την ψυχή μας και τα αιτήματά της. Να μην χάσουμε τη δουλειά μας. Να σκύβουμε αμέσως το κεφάλι μπροστά στις μεγάλες τράπεζες, τα hedge-funds, τα ΔΝΤ, τους ισολογισμούς, τα πλεονάσματα – σε διάφορους μαγειρεμένους λογαριασμούς και οικονομικά χημικά απόβλητα που μας αγοράζανε και μας πουλάγανε μέσα σε μισή ώρα.
Εδώ κάπου, όπως προσπαθεί να μας εξηγήσει ο Γιάννης Μακριδάκης, αγρίεψε τόσο πολύ το πράγμα που, ευτυχώς, οδήγησε πολλούς από μας στο άλλο μονοπάτι, το πιο ιδιωτικό και μια δυναμική αντίθετη σ’ αυτόν τον φασισμό τού τι πρέπει να φοράμε, σε ποιές περιοχές να μένουμε και τι αυτοκίνητο να οδηγούμε, άρχισε να ενεργοποιείται. Καλύτερα όμως να χρησιμοποιήσω τα λόγια του: «Η χρηματοοικονομική κρίση και η λιτότητα που προέκυψε απ’ αυτήν, ο περιορισμός του κυκλοφορούντος χρήματος και της κατανάλωσης, ο άκρατος καπιταλιστικός κυνισμός, εκτός από φαινόμενα κανιβαλισμού στις κοινωνίες έφεραν και φαινόμενα «επανανθρωπισμού» των καταναλωτικών ατόμων, οδήγησαν δηλαδή μεγάλο ποσοστό μελών της ανθρωπότητας να επαναξιολογήσει τη ζωή, τις ιδέες, τις αξίες, τις ευτέλειες και να στραφεί σε μιαν άλλη καθημερινότητα, πιο συνειδητή σε κάθε της έκφανση.»
Αναφέρομαι στον Γιάννη Μακριδάκη γιατί αυτός πρώτος και πιο αποφασιστικά απ’ όλους «άλλαξε τη ζωή του» και επέλεξε συνειδητά να επανασυνδεθεί με τα ουσιώδη αυτής της βόλτας μας στον πλανήτη που έτσι κι’ αλλοιώς δεν κρατάει και πολύ. Αντί για πολύ καλά αμειβόμενος από «πνευματικά δικαιώματα» ευπώλητος λογοτέχνης που καταναλώνει, προτίμησε να «επανανθρωπιστεί». Έτσι, με το προσωπικό του παράδειγμα, δείχνει έναν άλλον δρόμο –και η λογοτεχνία του δεν είναι πια μυθοπλασία αλλά η καλλιέργεια μέσω των λέξεων μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας. Γι’ αυτό κάποιοι τον θεωρούν «υπερβολικό» ή «φανατικό» ή «παράξενο» - γιατί δίνει μεγάλη σημασία στους σπόρους που φυτεύει για να φάει μετά καρπό, όπως δίνει και μεγάλη σημασία στις λέξεις που χρησιμοποιεί, που είναι και αυτές σπόροι ενός άλλου κόσμου –που ήδη τον αφουγκραζόμαστε. ToPortal
Όταν ο Μακριδάκης γράφει για «χάος δημιουργικό» είναι σαν να ακούω μέσα μου έναν μακρινό αντίλαλο που ηχεί αρμονικά. Από μικρό παιδί είχα την τάση να αμφισβητώ γιατί οι άνθρωποι ζούνε με βάση τόσο παράλογες επιλογές
και προτεραιότητες, η παιδεία όμως του αστικού, δυτικού, καπιταλιστικού
τρόπου ζωής ερχότανε βιαστικά να με συνετίσει –είτε με τις συνηθισμένες
«τιμωρίες» όσο ήμουνα παιδί, είτε με τα όπλα της «ενήλικης τιμωρίας»,
όσο μεγάλωνα. Οι γονείς μου δεν σηκώσανε ποτέ τους χέρι επάνω μου,
είχανε όμως, όπως όλοι οι γονείς, τον τρόπο να με επιβραβεύουν όταν
ήμουνα καλό παιδί και να με στριμώχνουν στη γωνία με ενοχές όταν οι
συμπεριφορές μου δεν ήταν συμβατές με την δική τους ανατροφή και το
κοινωνικό τους περιβάλλον. Ένα από τα βασικότερα όπλα τους για να με
συνετίσουν ήταν να μην μου δώσουν το χαρτζιλίκι μου για μία βδομάδα ή
για περισσότερες. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα ότι και η «κοινωνία» την ίδια τιμωρία χρησιμοποιούσε όταν με έβλεπε να μην συμμορφώνομαι προς τις υποδείξεις της: Με απέλυε
από την δουλειά μου ή μου στερούσε την δυνατότητα να έχω πρόσβαση στην
«ασφάλεια και την σιγουριά» των μισθολογίων και διαφόρων προνομίων που προέκυπταν απ’ αυτό- αυξήσεις, μπόνους, 14 μισθοί, κοινωνική ασφάλιση και άλλα πολλά. Μόλις έγραφα ένα κείμενο που «έπρεπε να κοπεί»
ή δεν σήκωνε κάν συζήτηση και έπρεπε να πεταχτεί στα σκουπίδια και να
αντικατασταθεί, η διαδικασία ήταν απλή: «Αυτό δεν μπορείς να το γράψεις
και δεν θα το γράψεις. Γράψε κάτι άλλο που να είναι αποδεκτό. Αν δεν
θέλεις να γράψεις κάτι που να είναι αποδεκτό, μάζεψε το μπλοκάκι σου
(δελτίο παροχής υπηρεσιών τρυπημένο από την εφορία) και πήγαινε στο
καλό».
Δεν θέλει και πολλά να το καταλάβεις πως αυτός, πολύ απλά, είναι ο καπιταλισμός –η απόλυτη εξουσία του χρήματος. Την εποχή όμως που εγώ μεγάλωνα και από παιδί περνούσα στην ήβη και μετά στην εφηβεία και την ενηλικίωση, αν μιλούσες για καπιταλισμό όλοι οι σώφρονες άνθρωποι (ή «καταναλωτές» όπως μας λέει ο Μακριδάκης) σου δείχνανε με το δάχτυλο μία τεράστια χώρα με Γκούλαγκ και Σιβηρίες, την πραγματικά επαχθέστατη Σοβιετική Ένωση και σου έλεγαν: Αποφάσισε τι θές. Τους φίλους σου, τους έρωτές σου, την ελευθερία σου (μέσα στα πλαίσια κάποιων κανόνων φυσικά), το χαρτζιλίκι, τον μισθό σου, την κινητή και ακίνητη περιουσία σου, την χρυσή σου American Express, την Visa και την MasterCard, τις διακοπές σου στα νησιά με τις αγάπες σου, όλα αυτά που παρέχει η ελεύθερη οικονομία –ή θές να πάς εκεί που μένουνε οχτώ άτομα σε 40 τετραγωνικά μέσα σε κάτι τεράστιες «εργατικές πολυκατοικίες» με τον χαφιέ στο ίδιο δωμάτιο και την κοινή τουαλέτα στον όροφο, δεν έχουνε να φάνε και οι γυναίκες φοράνε ρούχα φτιαγμένα από το ίδιο ύφασμα με τα ίδια σχέδια πάνω – γιατί το ύφασμα το παρέχει το Κράτος και το Κράτος φτιάχνει μόνο δύο σχέδια κάθε τρία χρόνια;». Με βάση αυτή τη ακραία «διάσταση» η επιλογή ήταν (για τα παιδιά και τους ενήλικους που πίνανε Κόκα Κόλα, βλέπανε σινεμά και χορεύανε στα πάρτυ) πάρα πολύ απλή. Δεν σήκωνε συζήτηση. Προτιμώ τον καπιταλισμό από τον κομμουνισμό. Τόσο απλά στην αρχή.
Μετά όμως, κυρίως αφού έπεσε και το τείχος του Βερολίνου το 1989, το σκηνικό άλλαξε. Ο κόσμος άλλαξε. Μεταμορφώθηκε. Τώρα πια όλη μας η ζωή υποχρεωτικά (και όχι πια από επιλογή ανάμεσα σε «δύο κακά») έπρεπε να έχει σχέση με το χρήμα, την απόκτησή του και την κατανάλωσή του. Μονόδρομος είπαμε όλοι. Πρέπει να «επιβιώσουμε» - και όχι απαραίτητα να ζήσουμε πραγματικά με την ψυχή μας και τα αιτήματά της. Να μην χάσουμε τη δουλειά μας. Να σκύβουμε αμέσως το κεφάλι μπροστά στις μεγάλες τράπεζες, τα hedge-funds, τα ΔΝΤ, τους ισολογισμούς, τα πλεονάσματα – σε διάφορους μαγειρεμένους λογαριασμούς και οικονομικά χημικά απόβλητα που μας αγοράζανε και μας πουλάγανε μέσα σε μισή ώρα.
Εδώ κάπου, όπως προσπαθεί να μας εξηγήσει ο Γιάννης Μακριδάκης, αγρίεψε τόσο πολύ το πράγμα που, ευτυχώς, οδήγησε πολλούς από μας στο άλλο μονοπάτι, το πιο ιδιωτικό και μια δυναμική αντίθετη σ’ αυτόν τον φασισμό τού τι πρέπει να φοράμε, σε ποιές περιοχές να μένουμε και τι αυτοκίνητο να οδηγούμε, άρχισε να ενεργοποιείται. Καλύτερα όμως να χρησιμοποιήσω τα λόγια του: «Η χρηματοοικονομική κρίση και η λιτότητα που προέκυψε απ’ αυτήν, ο περιορισμός του κυκλοφορούντος χρήματος και της κατανάλωσης, ο άκρατος καπιταλιστικός κυνισμός, εκτός από φαινόμενα κανιβαλισμού στις κοινωνίες έφεραν και φαινόμενα «επανανθρωπισμού» των καταναλωτικών ατόμων, οδήγησαν δηλαδή μεγάλο ποσοστό μελών της ανθρωπότητας να επαναξιολογήσει τη ζωή, τις ιδέες, τις αξίες, τις ευτέλειες και να στραφεί σε μιαν άλλη καθημερινότητα, πιο συνειδητή σε κάθε της έκφανση.»
Αναφέρομαι στον Γιάννη Μακριδάκη γιατί αυτός πρώτος και πιο αποφασιστικά απ’ όλους «άλλαξε τη ζωή του» και επέλεξε συνειδητά να επανασυνδεθεί με τα ουσιώδη αυτής της βόλτας μας στον πλανήτη που έτσι κι’ αλλοιώς δεν κρατάει και πολύ. Αντί για πολύ καλά αμειβόμενος από «πνευματικά δικαιώματα» ευπώλητος λογοτέχνης που καταναλώνει, προτίμησε να «επανανθρωπιστεί». Έτσι, με το προσωπικό του παράδειγμα, δείχνει έναν άλλον δρόμο –και η λογοτεχνία του δεν είναι πια μυθοπλασία αλλά η καλλιέργεια μέσω των λέξεων μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας. Γι’ αυτό κάποιοι τον θεωρούν «υπερβολικό» ή «φανατικό» ή «παράξενο» - γιατί δίνει μεγάλη σημασία στους σπόρους που φυτεύει για να φάει μετά καρπό, όπως δίνει και μεγάλη σημασία στις λέξεις που χρησιμοποιεί, που είναι και αυτές σπόροι ενός άλλου κόσμου –που ήδη τον αφουγκραζόμαστε.
- See more at: http://www.toportal.gr/?i=toportal.el.koinwnia&id=4777#sthash.rYuW7ACT.dpuf
Δεν θέλει και πολλά να το καταλάβεις πως αυτός, πολύ απλά, είναι ο καπιταλισμός –η απόλυτη εξουσία του χρήματος. Την εποχή όμως που εγώ μεγάλωνα και από παιδί περνούσα στην ήβη και μετά στην εφηβεία και την ενηλικίωση, αν μιλούσες για καπιταλισμό όλοι οι σώφρονες άνθρωποι (ή «καταναλωτές» όπως μας λέει ο Μακριδάκης) σου δείχνανε με το δάχτυλο μία τεράστια χώρα με Γκούλαγκ και Σιβηρίες, την πραγματικά επαχθέστατη Σοβιετική Ένωση και σου έλεγαν: Αποφάσισε τι θές. Τους φίλους σου, τους έρωτές σου, την ελευθερία σου (μέσα στα πλαίσια κάποιων κανόνων φυσικά), το χαρτζιλίκι, τον μισθό σου, την κινητή και ακίνητη περιουσία σου, την χρυσή σου American Express, την Visa και την MasterCard, τις διακοπές σου στα νησιά με τις αγάπες σου, όλα αυτά που παρέχει η ελεύθερη οικονομία –ή θές να πάς εκεί που μένουνε οχτώ άτομα σε 40 τετραγωνικά μέσα σε κάτι τεράστιες «εργατικές πολυκατοικίες» με τον χαφιέ στο ίδιο δωμάτιο και την κοινή τουαλέτα στον όροφο, δεν έχουνε να φάνε και οι γυναίκες φοράνε ρούχα φτιαγμένα από το ίδιο ύφασμα με τα ίδια σχέδια πάνω – γιατί το ύφασμα το παρέχει το Κράτος και το Κράτος φτιάχνει μόνο δύο σχέδια κάθε τρία χρόνια;». Με βάση αυτή τη ακραία «διάσταση» η επιλογή ήταν (για τα παιδιά και τους ενήλικους που πίνανε Κόκα Κόλα, βλέπανε σινεμά και χορεύανε στα πάρτυ) πάρα πολύ απλή. Δεν σήκωνε συζήτηση. Προτιμώ τον καπιταλισμό από τον κομμουνισμό. Τόσο απλά στην αρχή.
Μετά όμως, κυρίως αφού έπεσε και το τείχος του Βερολίνου το 1989, το σκηνικό άλλαξε. Ο κόσμος άλλαξε. Μεταμορφώθηκε. Τώρα πια όλη μας η ζωή υποχρεωτικά (και όχι πια από επιλογή ανάμεσα σε «δύο κακά») έπρεπε να έχει σχέση με το χρήμα, την απόκτησή του και την κατανάλωσή του. Μονόδρομος είπαμε όλοι. Πρέπει να «επιβιώσουμε» - και όχι απαραίτητα να ζήσουμε πραγματικά με την ψυχή μας και τα αιτήματά της. Να μην χάσουμε τη δουλειά μας. Να σκύβουμε αμέσως το κεφάλι μπροστά στις μεγάλες τράπεζες, τα hedge-funds, τα ΔΝΤ, τους ισολογισμούς, τα πλεονάσματα – σε διάφορους μαγειρεμένους λογαριασμούς και οικονομικά χημικά απόβλητα που μας αγοράζανε και μας πουλάγανε μέσα σε μισή ώρα.
Εδώ κάπου, όπως προσπαθεί να μας εξηγήσει ο Γιάννης Μακριδάκης, αγρίεψε τόσο πολύ το πράγμα που, ευτυχώς, οδήγησε πολλούς από μας στο άλλο μονοπάτι, το πιο ιδιωτικό και μια δυναμική αντίθετη σ’ αυτόν τον φασισμό τού τι πρέπει να φοράμε, σε ποιές περιοχές να μένουμε και τι αυτοκίνητο να οδηγούμε, άρχισε να ενεργοποιείται. Καλύτερα όμως να χρησιμοποιήσω τα λόγια του: «Η χρηματοοικονομική κρίση και η λιτότητα που προέκυψε απ’ αυτήν, ο περιορισμός του κυκλοφορούντος χρήματος και της κατανάλωσης, ο άκρατος καπιταλιστικός κυνισμός, εκτός από φαινόμενα κανιβαλισμού στις κοινωνίες έφεραν και φαινόμενα «επανανθρωπισμού» των καταναλωτικών ατόμων, οδήγησαν δηλαδή μεγάλο ποσοστό μελών της ανθρωπότητας να επαναξιολογήσει τη ζωή, τις ιδέες, τις αξίες, τις ευτέλειες και να στραφεί σε μιαν άλλη καθημερινότητα, πιο συνειδητή σε κάθε της έκφανση.»
Αναφέρομαι στον Γιάννη Μακριδάκη γιατί αυτός πρώτος και πιο αποφασιστικά απ’ όλους «άλλαξε τη ζωή του» και επέλεξε συνειδητά να επανασυνδεθεί με τα ουσιώδη αυτής της βόλτας μας στον πλανήτη που έτσι κι’ αλλοιώς δεν κρατάει και πολύ. Αντί για πολύ καλά αμειβόμενος από «πνευματικά δικαιώματα» ευπώλητος λογοτέχνης που καταναλώνει, προτίμησε να «επανανθρωπιστεί». Έτσι, με το προσωπικό του παράδειγμα, δείχνει έναν άλλον δρόμο –και η λογοτεχνία του δεν είναι πια μυθοπλασία αλλά η καλλιέργεια μέσω των λέξεων μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας. Γι’ αυτό κάποιοι τον θεωρούν «υπερβολικό» ή «φανατικό» ή «παράξενο» - γιατί δίνει μεγάλη σημασία στους σπόρους που φυτεύει για να φάει μετά καρπό, όπως δίνει και μεγάλη σημασία στις λέξεις που χρησιμοποιεί, που είναι και αυτές σπόροι ενός άλλου κόσμου –που ήδη τον αφουγκραζόμαστε.
- See more at: http://www.toportal.gr/?i=toportal.el.koinwnia&id=4777#sthash.rYuW7ACT.dpuf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου