Στολίδια οι ψυχές |
Δεν θα σας πω για τις πιο γουστόζικες και πιο μοδάτες μπάλες που αγοράστηκαν μετά από ώρες αναζήτησης και μελετημένης έρευνας στους ατέλειωτους ορόφους από τα παιχνιδομάγαζα αυτού του τόπου και που μετά τάχα φυτρώνουν και κρέμονται από τα ψεύτικα κλαριά ενός ψεύτικου δέντρου αριστοτεχνικά, με ακρίβεια χιλιοστού, για να τονίζεται η λεπτομέρεια της λεπτομέρειας, ειδικά για τις ευαίσθητες εκείνες στιγμές που θα πλακώσουν στο σπίτι συγγενείς και σόγια και ασχοληθούν πρώτα με τα ψεύτικα τα στολίδια και μετά με τους αληθινούς ανθρώπους. Δεν θα περιγράψω τις τόσες πολλές κάλτσες που κρέμονται σαν δεύτερες κουρτίνες μέσα στα σαλόνια των ξεκάλτσωτων ενοίκων, ούτε για τα φωτάκια που δεν χόρτασες να βάλεις μόνο στο δέντρο αλλά αδημονούσες να φτάσουν μέχρι τη βεράντα, ως και στα κεραμίδια ανέβηκες για να συνδέσεις φώτα που θα κάνουν ολόκληρο το σπίτι να αναβοσβήνει, ποντάροντας στο ότι έτσι μπορεί και να το δει ο Άι Βασίλης, που ξέρεις, μπορεί να το βλέπει και να το ζηλεύει μέχρι ο Θεός ο ίδιος. Τα ίδια. Και τα ίδια. Κάθε χρονιά.
Εκτός από εκείνη τη χρονιά, που ούτε Άι Βασίλης ήρθε, ούτε Θεός. Ήμουν τόσο δα πιτσιρικάς αλλά θυμάμαι πολύ έντονα όσα συνέβησαν, ίσως γιατί όταν είσαι σε τέτοια τρυφερή ηλικία όλα αποτυπώνονται ανεξίτηλα μέσα σου και σ’ ακολουθούν για την υπόλοιπη ζωή σου. Ακόμα και αν στην πορεία οι συνθήκες αλλάξουν εντελώς, ακόμα και αν η χώρα σου γίνει κάποια στιγμή μια εντελώς άλλη χώρα, ακόμα και αν εσύ ο ίδιος γίνεις ένας άλλος από αυτό που κάποτε ήσουν, οι μνήμες από την παιδική σου ηλικία δεν ξεγράφονται ποτέ, είναι λες και κάποιος τις χάραξε με το ισχυρότερο μελάνι που υπάρχει στον κόσμο όλο. Όσο μεγαλώνεις, αναπτύσσεις την ικανότητα να φιλτράρεις τα γεγονότα, η μνήμη γίνεται επιλεκτική, είναι όπως όταν πας να διαλέξεις ποιες μπάλες θα βάλεις στο χριστουγεννιάτικο το δέντρο, μερικές τις αφήνεις να κάθονται καταχωνιασμένες για χρόνια πολλά στα κιβώτια κι ας ξέρεις ότι δεν έχουν εξαφανιστεί από εκεί μέσα, κι ας προσποιείσαι πως ποτέ δεν υπήρξαν. Ναι, μάλλον πρόκειται για εκείνον τον ρημαδιασμένο μηχανισμό που οι επιστήμονες ανέλυσαν και τεκμηρίωσαν, ότι δηλαδή ο άνθρωπος, από κάποια στιγμή και μετά, όχι μόνο διαλέγει τι θέλει να θυμάται αλλά διαγράφει από το μνημονικό του κάθε αρνητική εμπειρία, ως αυτοάμυνα, ως μια υποσυνείδητη τεχνική αυτοεπιβίωσης. Τότε όμως, όταν ήρθαν εκείνα τα Χριστούγεννα τής μεγάλης κρίσης, εγώ δεν είχα αναπτύξει καμιά κρίση, καμιά απολύτως άμυνα, στεκόμουν έκθετος απέναντι στα συμβάντα, σφουγγάρι ήταν η ψυχή μου που ρούφηξε μονομιάς όσα είδαν τα έκπληκτα τα παιδικά μου μάτια και που δυσκολεύτηκαν τα χείλη μου να πούνε. “Να τα πούμε;”
Ακόμα ηχούν στα αυτιά μου σαν αντίλαλος τα λόγια εκείνα που άκουγες στη γειτονιά από τα άγρια χαράματα να βγαίνουν από στόματα παιδιών που ήταν λίγο μεγαλύτερα από εμένα και έτσι τ’ άφηναν οι γονείς τους να βγαίνουν να πουν τα κάλαντα. Ο τρόπος βέβαια που έλεγαν αυτές τις λέξεις δεν ήταν για παιδιά μικρά, οι συλλαβές είχαν μέσα τους τη μελωδία της θλίψης, ακριβώς όπως ηχούν τα λογάκια από ένα παιδί που ζητιανεύει, που παρακαλάει με την παλάμη ανοιχτή για ένα κουλούρι ή ένα νόμισμα το ίδιο στρογγυλό. Θυμάμαι ότι προτού κάνουν την ερώτηση με τον λυπημένο τόνο για το αν θα τα πούνε, χτυπούσαν την πόρτα εντελώς ανεπαίσθητα, ήταν λες και δεν στεκόταν άνθρωπος έξω από το σπίτι αλλά γάτες που γδέρνανε το ξύλο. Με έντονη περιέργεια, άνοιξα, για να δω αν όντως γρατζουνούσαν ή αν απλά δεν μπορούσαν να φτάσουν το κουδούνι, κι ας μη δούλευε αυτό από καιρό. Όπως έκανα να δω προς τα έξω, ένας αέρας πείνας και απλυσιάς ήρθε και κάθισε πάνω στα ρουθούνια και το λαιμό μου, μένοντας να παρατηρώ με απορία εκείνα τα άτυχα παιδιά, που στ’ αλήθεια θυμίζανε γατάκια αδύναμα, με τα μάγουλά τους βαθιά μέσα ρουφηγμένα. Είναι σαν να βλέπω ακόμα την εικόνα από το σάπιο στόμα τους, τόσο που δεν ξεχώριζες αν σάπιζαν πρώτα τα δόντια ή τα χείλη. Τα νύχια στα χέρια τους ήταν τόσο μακριά που βάζω στοίχημα ότι ήταν δύσκολο να χτυπάνε τις πόρτες και προτιμούσαν να τις γδέρνουν για να τους ακούσει ο από μέσα. Το πιο περίεργο από όλα όμως ήταν ότι για αντί για τρίγωνα είχαν στα χέρια κόκαλα από ξεχασμένα αποφάγια και που για ήχο βγάζανε τον κρότο που κάνει το αδειανό στομάχι. “Λιγάκι φαγητό, αν είναι ορισμός σας”.
Ήταν μια εποχή που ακόμα και οι πιο καθιερωμένες συνήθειες, ακόμα και τα αρχαιότερα τραγούδια, όπως τα κάλαντα, άλλαζαν για να προσαρμοστούν στις περιστάσεις και να ακούγονται επίκαιρα. Όλα αυτά συνέβαιναν μάλλον γιατί και οι άνθρωποι είχαν αλλάξει, το κάθε τι έμοιαζε απροσδιόριστο, μπέρδευες τις γάτες με τα παιδιά, τα παιδιά με τις γάτες, ζούσαμε σε καιρούς που οι περισσότεροι κλείνονταν μέσα διαρκώς, λες και φοβόντουσαν να περπατήσουν ελεύθεροι στις πλατείες και τους δρόμους. Ακόμα θυμάμαι τη μάνα μου να μου φωνάζει και να μου λέει να κλειδώνομαι καλά όλη την ημέρα και να μην ανοίγω σε αγνώστους, γιατί τότε ήταν που κυκλοφορούσαν εκείνοι οι περίεργοι, οι κουστουμαρισμένοι τύποι που, κρατώντας σφραγίδες και χαρτιά στα χέρια, ερχόντουσαν ακόμα και μέσα στις βαθιές τις νύχτες και μπαίνανε μέσα στα σπίτια εκείνων που κάνανε το λάθος και νομίζανε τους κλητήρες για παιδιά που λεν τα κάλαντα, λέγοντάς τους ότι έχουν εντολή από το επίσημο το Κράτος να τους πάρουν το σπίτι και όσα έχει μέσα αυτό, καναπέδες, χριστουγεννιάτικες κάλτσες, ακόμα και αυτό το δέντρο με τις ωραίες μπάλες που είχαν αγοραστεί προ κρίσης. Γι’ αυτό το λόγο συνήθιζα να ανεβαίνω στη σοφίτα και να παρακολουθώ τυχόν ύποπτες κινήσεις έξω στο δρόμο, μήπως και δω κανέναν από δαύτους τους γύπες να έρχεται και προς τη δική μας τη φωλιά. Κι αυτό όμως ήταν δύσκολο γιατί δεν μπορούσες να διακρίνεις εύκολα τότε, ήταν γιατί είχε γεμίσει η ατμόσφαιρα με εκείνη την ομίχλη από τα πολλά καμένα ξύλα. Να δεις πως τη λέγανε, α, ναι, η ομίχλη της φτώχειας. Που έκανε μέχρι και τα τοπία να δείχνουν φτωχά.
Καίγαμε και εμείς ξύλα στην αυτοσχέδια σόμπα μας. Είχανε άλλωστε περάσει κάμποσα χρόνια από την τελευταία φορά που είχε καεί το τελευταίο λίτρο πετρελαίου και τα καλοριφέρ ήταν κυριολεκτικά ξένα σώματα μέσα στο κρύο μας σπίτι. Με τόση φτώχεια και κλεισούρα, το δέντρο μας είχε μείνει να στέκεται γυμνό εκείνα τα Χριστούγεννα. Είχαμε ξεμείνει εντελώς και από στολίδια και μπάλες, μιας και οι περισσότερες είχαν είχαν μουχλιάσει σε χίλια κομμάτια από την πολλή υγρασία. Βάζοντας την παιδική μου φαντασία να δουλέψει, βρήκα μερικές εφημερίδες από εκείνες που βάζαμε στα τζάμια για να φαίνεται δήθεν το σπίτι εγκαταλελειμένο. Πήρα μερικά πρωτοσέλιδα ποτισμένα με βαθύ μελάνι και αφού τα δίπλωσα με τις χούφτες μου, τα έκανα αυτοσχέδιες, χάρτινες μπάλες. Τις κρέμασα με υπομονή από τα σκονισμένα κλαριά του δέντρου και έμεινα να τις παρατηρώ για ώρες, θαυμάζοντας την υπέροχη ιδέα που είχα σκαρφιστεί. Θυμάμαι ότι σταδιακά άνοιγαν προς τα έξω σαν καρδιά από τριαντάφυλλο που σκάει, καθώς μεγαλώνει. Πάνω στο χαρτί, όπως αυτό τεντωνόταν, διέκρινα διάφορες ανθρώπινες φιγούρες από τις ειδήσεις εκείνης της εποχής, άνθρωποι που αλλού φαινόντουσαν κρεμασμένοι, αλλού καμένοι, αλλού με τα χέρια τους να γδέρνουνε τα πρόσωπά τους. Έβαλα γύρω-γύρω τα φωτάκια και, μολονότι δεν είχαμε ρεύμα συνδεδεμένο, έκανα να τα συνδέσω στην πρίζα, μήπως και είχε ξεμείνει καμιά στάλα ενέργειας. Κι ένα περίεργο πράγμα, τα λαμπάκια αναβόσβησαν για δευτερόλεπτα μερικά. Και φώτισαν τις μπάλες που είχαν πάνω εικόνες με αίματα πολλά. Τόσο που ήτανε λες και στάζανε αίμα πραγματικά. “Μαμά, μαμά”!
Πήρε το δέντρο μας φωτιά. Τα Κακώς Κείμενα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου