Ένας μπαμπούλας στοιχειώνει τη σκέψη μεγάλου μέρους της Αριστεράς τις τελευταίες μέρες: η αποσταθεροποίηση. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα η κυβέρνηση Σαμαρά θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την αποκάλυψη του δολοφονικού χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής για να προβάλλει τη θέση ότι κινδυνεύει η ομαλότητα και πιθανώς να πάει σε εκλογές με το εκβιαστικό δίλημμα «Σαμαράς ή αποσταθεροποίηση». Κατά συνέπεια, υποστηρίζει αυτό το σχήμα, η Αριστερά πρέπει να εμφανιστεί ως κατεξοχήν δύναμη ομαλότητας και να πάρει πρωτοβουλίες δημοκρατικής συνεννόησης και υπεράσπισης των θεσμών, ώστε να προλάβει τη «στρατηγική της έντασης» της κυβέρνησης.....
Προφανώς και η Αριστερά, σε αντίθεση με την κυβέρνηση Σαμαρά, δεν συνοδεύει την πρότασή της για θεσμική «δημοκρατική θωράκιση» έναντι της Χρυσής Αυγής, ούτε με προτάσεις αυταρχικού περιορισμού του λαϊκού κινήματος, ούτε με σχέδια ενίσχυσης των κατασταλτικών μηχανισμών, όπως κάνει η κυβέρνηση. Και ορθά κατηγορεί η Αριστερά την κυβέρνηση και το επιχειρηματικό – μηντιακό σύμπλεγμα ότι υπέθαλψε το φασισμό. Όμως το ερώτημα παραμένει: μπορεί σήμερα τόσο η απάντηση στη Χρυσή Αυγή όσο και συνολικά η υπεράσπιση των συμφερόντων της εργαζόμενης πλειοψηφίας να οριστούν με όρους θωράκισης και ομαλής λειτουργίας των θεσμών;
Το πρόβλημα είναι ότι η ίδια η «δημοκρατική νομιμότητα» στον τόπο μας έχει ήδη υποστεί αυταρχική και αντιδημοκρατική μετάλλαξη. Τα συνεχή κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα, η επιβολή ενός καθεστώτος «έκτακτης οικονομικής ανάγκης», η κατάλυση κάθε έννοιας εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας στο όνομα της παραμονής στην ευρωζώνη, η ακύρωση ενός αιώνα εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας, η απελευθέρωση της εργοδοτικής ασυδοσίας και η ενσωμάτωση της ατζέντας της ακροδεξιάς ως προς το μεταναστευτικό, σημαίνουν ότι σήμερα η εκπλήρωση του δημοκρατικού αιτήματος απαιτεί τομές και ανατροπές και όχι απλώς «ενεργοποίηση των θεσμών» και επομένως δεν υπάρχει κανένα πεδίο συνεννόησης για θέματα δημοκρατίας με τα κόμματα που συνέβαλαν σε αυτή την κατάσταση (της ΔΗΜΑΡ συμπεριλαμβανομένης).
Προφανώς και είναι κομμάτι της αναγκαίας ιστορικής παράδοσης της Αριστεράς η υπεράσπιση των θεσμών της αστικής δημοκρατίας απέναντι σε αυταρχικές εκτροπές, στο βαθμό που οι θεσμοί αυτοί – μερικοί από τους οποίους αποτέλεσαν και κατακτήσεις του εργατικού κινήματος – επιτρέπουν να ξεδιπλώνει την πολιτική δράση της για την κοινωνική απελευθέρωση. Αλλά, αυτό δεν σημαίνει ότι περιορίζει σε αυτούς τον ορίζοντα της δράσης της.
Άλλωστε, ιστορικά έχει αποδειχτεί άστοχη ή ακόμη και επικίνδυνη μια γενική προσήλωση στην υπεράσπιση της «ομαλότητας» και της «σταθερότητας». Η προδικτατορική προσήλωση της Αριστεράς στη διεκδίκηση της ομαλότητας, δεν την προστάτευσε ούτε από τα συντριπτικά χτυπήματα από τη Δικτατορία ούτε από τη κρίση στρατηγικής, όταν μεταπολιτευτικά ο στόχος της δημοκρατικής ομαλότητας επιτεύχθηκε. Η επιλογή του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 να απαντήσει στη «στρατηγική της έντασης» με το να την ενσωματώσει ουσιαστικά, συναινώντας στη καθεστωτική στοχοποίηση όχι μόνο της ακροδεξιάς αλλά και της άκρας Αριστεράς και του εργατικού και νεολαΐστικου ριζοσπαστισμού, σήμανε όχι μόνο τη σταθεροποίηση του Ιταλικού καπιταλισμού αλλά και την αρχή μιας υποχώρησης της Αριστεράς που οι συνέπειές της είναι ακόμη ενεργές.
Στην πραγματικότητα, η διαρκής επίκληση του μπαμπούλα της αποσταθεροποίησης και η διεκδίκηση της «ομαλότητας» συμπυκνώνουν σήμερα τη στρατηγική αμηχανία της Αριστεράς μπροστά στην ένταση του κοινωνικού ανταγωνισμού. Αντιμέτωπη με την πραγματικότητα ενός ακήρυκτου εμφυλίου πολέμου, τμήμα του οποίου είναι και η βία της Χρυσής Αυγής, βία αντεργατική, εργοδοτική, αντικομμουνιστική και βαθιά συστημική, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ φαντασιώνεται ότι θα επιβάλλει μια ομαλότητα που θα τη φέρει στην εξουσία ως δύναμη δημοκρατικής διεξόδου και υπεύθυνης διαχείρισης, αντί να δει πώς η Αριστερά και το λαϊκό κίνημα θα δώσουν τη σύγκρουση με όλες τις δυνάμεις τους στα πεδία που αυτή που θα κριθεί: στην κλιμάκωση των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων (συμπεριλαμβανομένης της καθημερινής αντιφασιστικής πάλης), στην άρθρωση μιας στρατηγικής που δεν θα μηρυκάζει την αναδιαπραγμάτευση της λιτότητας και την «Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» αλλά θαρρετά θα δείχνει ότι υπάρχει ένας άλλος δρόμος ρήξης με την ΕΕ, παραγωγικής ανασυγκρότησης και κοινωνικού μετασχηματισμού.
Γιατί η μάχη απέναντι στους φασίστες στις εργατικές και λαϊκές συνοικίες δεν θα κριθεί από τις «θεσμικές πρωτοβουλίες» αλλά από το εάν θα διαμορφωθούν όροι μιας άλλης εργατικής και λαϊκής ηγεμονίας. Όσο δεν ξεδιπλώνουμε τους δρόμους για να ανέβει ξανά η λαϊκή αυτοπεποίθηση (στον αγώνα, την αλληλεγγύη, την αυτοοργάνωση), η εξατομικευμένη απελπισία θα παραμένει γόνιμο έδαφος για το φασισμό, όσο δεν γίνεται η Αριστερά πρωτοπόρα στον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία, θα κερδίζει χώρο η ακροδεξιά πατριδοκαπηλία, όσο η Αριστερά δεν επιμένει στην ανάγκη για μια τομή με το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα και τις θεσμικές μορφές του, συμπεριλαμβανομένης της ρητής δέσμευσης για τιμωρία των υπευθύνων, κάθε φασίζουσα «αντισυστημική ρητορική» θα βρίσκει «ευήκοα ώτα».
Ας μην έχουμε αυταπάτες, το ρήγμα που άνοιξε στην ελληνική κοινωνία η συγκυρία της οικονομικής και πολιτικής κρίσης και η απελευθέρωση τόσο της εξεγερσιακής δυναμικής του κινήματος όσο – μην το ξεχνάμε! – και των αυταρχικών, αντιδημοκρατικών, κυνικών ορμέμφυτων της «επιχειρηματικότητας» (που δεν είναι ποτέ «υγιής»), δεν κλείνει εύκολα. Ή θα συμβάλουμε ώστε να ανοίξουν δρόμοι ανατροπής, ή θα υποστούμε τη αποκρουστική θωρακισμένη μεταδημοκρατική «ομαλότητα» που ούτως ή άλλως μεθοδεύεται τα τελευταία χρόνια, την πραγματική ακροδεξιά ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος, που θα συνεχίσει να τροφοδοτεί το φασισμό, στη μία ή την άλλη παραλλαγή του… ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου