Παναγιώτης Σωτήρης Στην πολιτική – όπως και τον πόλεμο – ποτέ κανείς δεν πρέπει να υποτιμά ότι το κρίσιμο είναι ποιος έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ακόμη πιο κρίσιμο είναι να μην υποτιμούμε την ικανότητα του αντιπάλου μας να μπορεί να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Γιατί τότε θα του παραχωρήσουμε τον πολιτικό χώρο...
Δυστυχώς, μεγάλο μέρος της Αριστεράς κινήθηκε τις τελευταίες εβδομάδες υποτιμώντας τη δυνατότητα της κυβέρνησης να εκμεταλλευθεί τη συγκυρία με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, όχι απλώς για να ...
χτυπήσει δικαστικά και πολιτικά τη Χρυσή Αυγή αλλά και για να αναδιατάξει το πολιτικό σκηνικό και να διεκδικήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Να ξεκαθαρίσω κάτι: η εικόνα να συλλαμβάνονται τα στελέχη της Χρυσής Αυγής και από έξω να είναι ελάχιστοι συγκεντρωμένοι ομοϊδεάτες αμήχανοι σα ζαλισμένα κοτόπουλα, προφανώς και αποτελεί, καθαυτή, μια δικαίωση αγώνων της Αριστεράς ενάντια στο φασιστικό μόρφωμα.
Να υπογραμμίσω, ακόμη, ότι οι σημερινές εξελίξεις δεν αναιρούν, σε κανένα βαθμό τις τεράστιες ευθύνες που έχει η κυβέρνηση, και τα μνημονιακά κόμματα, για το πώς ενισχύθηκε, πριμοδοτήθηκε, ανοιχτά υποθάλφθηκε η Χρυσή Αυγή.
Άλλωστε, την ίδια στιγμή που ενεργοποιείται η ποινική διαδικασία ενάντια στη Χρυσή Αυγή, η πολιτική ατζέντα της ακροδεξιάς – ρατσισμός, ξενοφοβία, αυταρχισμός, περιορισμός της λαϊκής κυριαρχίας – εξακολουθεί να ηγεμονεύει και στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό και το ξεκαθάρισμα με τη Χρυσή Αυγή πάει χέρι-χέρι με την αυταρχική σκλήρυνση και τη θεωρία των «δύο άκρων».
Μόνο που, όπως και να το κάνουμε, ορισμένοι μύθοι που κυριαρχούσαν στη σκέψη μας δεν ισχύουν. Ναι, η ΝΔ έκανε μια βαθιά ακροδεξιά στροφή – το ΠΑΣΟΚ την είχε ήδη κάνει από την περίοδο 2010-11 –, ναι, μια εκσυγχρονισμένη ακροδεξιά θα μπορούσε να αποτελέσει τμήμα κυβερνητικών λύσεων (υπάρχει και το παράδειγμα του ΛΑΟΣ, άλλωστε, πολύ πρόσφατα), αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι για λόγους που έχουν να κάνουν με τη στρατηγική του συνασπισμού εξουσίας για πάση θυσία παραμονή στα όρια του «ευρωπαϊκού σχεδίου», με την ιστορικότητα των κομμάτων και του πολιτικού συστήματος και με τις απαιτήσεις του ξένου παράγοντα, ένα ανοιχτά νεοναζιστικό μόρφωμα που δεν έδειχνε ακόμη έτοιμο να φορέσει γραβάτα και να μπει στο πολιτικό παιχνίδι, φάνταζε αποσταθεροποιητικό και επικίνδυνο (ακόμη και εάν στον πυρήνα του είναι βαθιά «συστημικό», όπως έδειξε η ανοιχτά φιλοεργοδοτική κοινοβουλευτική πρακτική του), ιδίως από τη στιγμή που η δημοσκοπική άνοδός του παρέπεμπε σε μια χαοτική πολιτική συνθήκη, και άρα θα το χτυπούσαν (και γι’ αυτό δεν ήταν, σε αυτή του τη μορφή, δυνάμει «συνέταιρος»).
Γι’ αυτό το λόγο και η κυβέρνηση αξιοποιεί την ποινική διαδικασία για να αποδιαρθρώσει τον πολιτικό και οργανωτικό μηχανισμό της Χρυσής Αυγής και να αναδιατάξει το πολιτικό σκηνικό, δηλαδή να παρουσιαστεί ως εγγυητής της ομαλότητας και εκφραστής της λαϊκής βούλησης για ποινικοποίηση μιας εγκληματικής συμμορίας, να μετατοπίσει την ατζέντα στο θέμα της «ομαλότητας» και όχι των καταστροφικών συνεπειών των μέτρων, να διεκδικήσει τον εκλογικό επαναπατρισμό των δεξιών ψηφοφόρων που πήγαν προς τη Χρυσή Αυγή. Κομμάτι αυτής της κίνησης και η προσπάθεια να εμπεδώσει μια εικόνα «θωρακισμένης δημοκρατίας», που είναι μια οργανική πλευρά όλης της περιόδου των μνημονίων.
Το κατά πόσο θα ευοδωθεί αυτό το σενάριο δεν είναι δεδομένο...
Πρώτα από όλα γιατί η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν οφείλεται στην ηγετική της ομάδα, αλλά σε μια βαθιά κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική κρίση που – σε συνδυασμό με μεγάλα ιστορικά ελλείμματα της Αριστεράς ως προς τη γείωση σε λαϊκά στρώματα – σπρώχνει ανθρώπους στο μείγμα κανιβαλικής βίας και αυταρχικού πατερναλισμού του νεοφασισμού και, επομένως, απειλεί να συνεχίζει να τροφοδοτεί ακροδεξιές πολιτικές αναγνωρίσεις και στρατεύσεις.
Έπειτα, γιατί δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι το τραύμα στις σχέσεις εκπροσώπησης της ΝΔ, εξαιτίας των εξοντωτικών μνημονιακών πολιτικών, θα ξεπεραστεί τόσο εύκολα.
Γι’ αυτό το λόγο και στην Αριστερά δεν ταιριάζει αυτή τη στιγμή ούτε να εγκαλεί απλώς την κυβέρνηση ότι δεν ενεργοποιεί όσο πρέπει τους «θεσμούς», ούτε, όμως, και να παραμένει σε αμηχανία.
Αντίθετα, η Αριστερά πρέπει σήμερα και στον πραγματικό πυρήνα της αντιφασιστικής πάλης να επανέλθει και να διεκδικήσει να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων εκεί όπου κρίνεται ο συσχετισμός δύναμης: στην υλική αποτύπωση του ποιες κοινωνικές δυνάμεις και στη βάση ποιου προγράμματος θα σφραγίσουν το μέλλον του τόπου.
Και αυτό ορίζει συγκεκριμένες προτεραιότητες:
Πρώτον, η αντιφασιστική πάλη πρέπει να κλιμακωθεί. Όχι μόνο ως απαίτηση για πλήρη αποκάλυψη της δράσης της, για πλήρη διάλυση των ταγμάτων εφόδου, για πλήρη κάθαρση του κρατικού μηχανισμού από το στελεχιακό μηχανισμό της Χρυσής Αυγής. Αλλά – και κυρίως – ως ξερίζωμα πραγματικά των φασιστικών πολιτικών και ιδεολογικών αναγνωρίσεων στα λαϊκά στρώματα: ξανακέρδισμα των εργατικών συνοικιών και ιδίως των ανέργων, συστηματική δουλειά στη νεολαία του κλεμμένου μέλλοντος και της απελπισίας, οικοδόμηση της αλληλεγγύης ενάντια στον εξατομικευμένο επιβιωτισμό.
Δεύτερον, να βγει η Αριστερά μπροστά εκπροσωπώντας μια άλλη πορεία για τον τόπο, έτσι που να συγκροτεί ξανά τις υποτελείς τάξεις σε κυρίαρχο λαό, συλλογικό υποκείμενο της αντίστασης και του μετασχηματισμού.
Αυτό δεν μπορεί να το κάνει ούτε η Αριστερά που (αυτο)περιορίζεται στο ρόλο της συστημικής εναλλαγής ως εν δυνάμει νέα κεντροαριστερά που θα επαναδιαπραγματευτεί τη λιτότητα, ούτε η Αριστερά που (αυτο)εγκλωβίζεται στο ρόλο της απλής αριστερής κριτικής.
Αυτό μπορεί να το κάνει η Αριστερά που θα επιμείνει σε ένα πρόγραμμα ρήξης με τον ευρωπαϊκό δρόμο, παραγωγικής ανασυγκρότησης και συλλογικής προσπάθειας, που θα διεκδικήσει εθνική ανεξαρτησία, που θα αρθρώσει το αίτημα όχι της «θωράκισης των θεσμών» αλλά μιας συντακτικής διαδικασίας που θα επανακατοχυρώνει τη δημοκρατική λαϊκή κυριαρχία σε ρήξη με την ανάπηρη μεταπολιτευτική δημοκρατία.
Αντί να κοιτάζουμε αμήχανα τους κυβερνητικούς χειρισμούς στην τηλεόραση, ελπίζοντας η επιχείρηση αλλαγής του κλίματος να μην ευοδωθεί, ας βάλουμε πλάτη στις μετωπικές πρωτοβουλίες για την Αριστερά που δεν θα αλλάζει απλώς το κλίμα αλλά τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης. ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΒΗΜΑ
Δυστυχώς, μεγάλο μέρος της Αριστεράς κινήθηκε τις τελευταίες εβδομάδες υποτιμώντας τη δυνατότητα της κυβέρνησης να εκμεταλλευθεί τη συγκυρία με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, όχι απλώς για να ...
χτυπήσει δικαστικά και πολιτικά τη Χρυσή Αυγή αλλά και για να αναδιατάξει το πολιτικό σκηνικό και να διεκδικήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Να ξεκαθαρίσω κάτι: η εικόνα να συλλαμβάνονται τα στελέχη της Χρυσής Αυγής και από έξω να είναι ελάχιστοι συγκεντρωμένοι ομοϊδεάτες αμήχανοι σα ζαλισμένα κοτόπουλα, προφανώς και αποτελεί, καθαυτή, μια δικαίωση αγώνων της Αριστεράς ενάντια στο φασιστικό μόρφωμα.
Να υπογραμμίσω, ακόμη, ότι οι σημερινές εξελίξεις δεν αναιρούν, σε κανένα βαθμό τις τεράστιες ευθύνες που έχει η κυβέρνηση, και τα μνημονιακά κόμματα, για το πώς ενισχύθηκε, πριμοδοτήθηκε, ανοιχτά υποθάλφθηκε η Χρυσή Αυγή.
Άλλωστε, την ίδια στιγμή που ενεργοποιείται η ποινική διαδικασία ενάντια στη Χρυσή Αυγή, η πολιτική ατζέντα της ακροδεξιάς – ρατσισμός, ξενοφοβία, αυταρχισμός, περιορισμός της λαϊκής κυριαρχίας – εξακολουθεί να ηγεμονεύει και στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό και το ξεκαθάρισμα με τη Χρυσή Αυγή πάει χέρι-χέρι με την αυταρχική σκλήρυνση και τη θεωρία των «δύο άκρων».
Μόνο που, όπως και να το κάνουμε, ορισμένοι μύθοι που κυριαρχούσαν στη σκέψη μας δεν ισχύουν. Ναι, η ΝΔ έκανε μια βαθιά ακροδεξιά στροφή – το ΠΑΣΟΚ την είχε ήδη κάνει από την περίοδο 2010-11 –, ναι, μια εκσυγχρονισμένη ακροδεξιά θα μπορούσε να αποτελέσει τμήμα κυβερνητικών λύσεων (υπάρχει και το παράδειγμα του ΛΑΟΣ, άλλωστε, πολύ πρόσφατα), αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι για λόγους που έχουν να κάνουν με τη στρατηγική του συνασπισμού εξουσίας για πάση θυσία παραμονή στα όρια του «ευρωπαϊκού σχεδίου», με την ιστορικότητα των κομμάτων και του πολιτικού συστήματος και με τις απαιτήσεις του ξένου παράγοντα, ένα ανοιχτά νεοναζιστικό μόρφωμα που δεν έδειχνε ακόμη έτοιμο να φορέσει γραβάτα και να μπει στο πολιτικό παιχνίδι, φάνταζε αποσταθεροποιητικό και επικίνδυνο (ακόμη και εάν στον πυρήνα του είναι βαθιά «συστημικό», όπως έδειξε η ανοιχτά φιλοεργοδοτική κοινοβουλευτική πρακτική του), ιδίως από τη στιγμή που η δημοσκοπική άνοδός του παρέπεμπε σε μια χαοτική πολιτική συνθήκη, και άρα θα το χτυπούσαν (και γι’ αυτό δεν ήταν, σε αυτή του τη μορφή, δυνάμει «συνέταιρος»).
Γι’ αυτό το λόγο και η κυβέρνηση αξιοποιεί την ποινική διαδικασία για να αποδιαρθρώσει τον πολιτικό και οργανωτικό μηχανισμό της Χρυσής Αυγής και να αναδιατάξει το πολιτικό σκηνικό, δηλαδή να παρουσιαστεί ως εγγυητής της ομαλότητας και εκφραστής της λαϊκής βούλησης για ποινικοποίηση μιας εγκληματικής συμμορίας, να μετατοπίσει την ατζέντα στο θέμα της «ομαλότητας» και όχι των καταστροφικών συνεπειών των μέτρων, να διεκδικήσει τον εκλογικό επαναπατρισμό των δεξιών ψηφοφόρων που πήγαν προς τη Χρυσή Αυγή. Κομμάτι αυτής της κίνησης και η προσπάθεια να εμπεδώσει μια εικόνα «θωρακισμένης δημοκρατίας», που είναι μια οργανική πλευρά όλης της περιόδου των μνημονίων.
Το κατά πόσο θα ευοδωθεί αυτό το σενάριο δεν είναι δεδομένο...
Πρώτα από όλα γιατί η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν οφείλεται στην ηγετική της ομάδα, αλλά σε μια βαθιά κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική κρίση που – σε συνδυασμό με μεγάλα ιστορικά ελλείμματα της Αριστεράς ως προς τη γείωση σε λαϊκά στρώματα – σπρώχνει ανθρώπους στο μείγμα κανιβαλικής βίας και αυταρχικού πατερναλισμού του νεοφασισμού και, επομένως, απειλεί να συνεχίζει να τροφοδοτεί ακροδεξιές πολιτικές αναγνωρίσεις και στρατεύσεις.
Έπειτα, γιατί δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι το τραύμα στις σχέσεις εκπροσώπησης της ΝΔ, εξαιτίας των εξοντωτικών μνημονιακών πολιτικών, θα ξεπεραστεί τόσο εύκολα.
Γι’ αυτό το λόγο και στην Αριστερά δεν ταιριάζει αυτή τη στιγμή ούτε να εγκαλεί απλώς την κυβέρνηση ότι δεν ενεργοποιεί όσο πρέπει τους «θεσμούς», ούτε, όμως, και να παραμένει σε αμηχανία.
Αντίθετα, η Αριστερά πρέπει σήμερα και στον πραγματικό πυρήνα της αντιφασιστικής πάλης να επανέλθει και να διεκδικήσει να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων εκεί όπου κρίνεται ο συσχετισμός δύναμης: στην υλική αποτύπωση του ποιες κοινωνικές δυνάμεις και στη βάση ποιου προγράμματος θα σφραγίσουν το μέλλον του τόπου.
Και αυτό ορίζει συγκεκριμένες προτεραιότητες:
Πρώτον, η αντιφασιστική πάλη πρέπει να κλιμακωθεί. Όχι μόνο ως απαίτηση για πλήρη αποκάλυψη της δράσης της, για πλήρη διάλυση των ταγμάτων εφόδου, για πλήρη κάθαρση του κρατικού μηχανισμού από το στελεχιακό μηχανισμό της Χρυσής Αυγής. Αλλά – και κυρίως – ως ξερίζωμα πραγματικά των φασιστικών πολιτικών και ιδεολογικών αναγνωρίσεων στα λαϊκά στρώματα: ξανακέρδισμα των εργατικών συνοικιών και ιδίως των ανέργων, συστηματική δουλειά στη νεολαία του κλεμμένου μέλλοντος και της απελπισίας, οικοδόμηση της αλληλεγγύης ενάντια στον εξατομικευμένο επιβιωτισμό.
Δεύτερον, να βγει η Αριστερά μπροστά εκπροσωπώντας μια άλλη πορεία για τον τόπο, έτσι που να συγκροτεί ξανά τις υποτελείς τάξεις σε κυρίαρχο λαό, συλλογικό υποκείμενο της αντίστασης και του μετασχηματισμού.
Αυτό δεν μπορεί να το κάνει ούτε η Αριστερά που (αυτο)περιορίζεται στο ρόλο της συστημικής εναλλαγής ως εν δυνάμει νέα κεντροαριστερά που θα επαναδιαπραγματευτεί τη λιτότητα, ούτε η Αριστερά που (αυτο)εγκλωβίζεται στο ρόλο της απλής αριστερής κριτικής.
Αυτό μπορεί να το κάνει η Αριστερά που θα επιμείνει σε ένα πρόγραμμα ρήξης με τον ευρωπαϊκό δρόμο, παραγωγικής ανασυγκρότησης και συλλογικής προσπάθειας, που θα διεκδικήσει εθνική ανεξαρτησία, που θα αρθρώσει το αίτημα όχι της «θωράκισης των θεσμών» αλλά μιας συντακτικής διαδικασίας που θα επανακατοχυρώνει τη δημοκρατική λαϊκή κυριαρχία σε ρήξη με την ανάπηρη μεταπολιτευτική δημοκρατία.
Αντί να κοιτάζουμε αμήχανα τους κυβερνητικούς χειρισμούς στην τηλεόραση, ελπίζοντας η επιχείρηση αλλαγής του κλίματος να μην ευοδωθεί, ας βάλουμε πλάτη στις μετωπικές πρωτοβουλίες για την Αριστερά που δεν θα αλλάζει απλώς το κλίμα αλλά τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης. ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου