Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Ευρωζόμπι

Μέσα από τάφους σε σχήμα νομίσματος
 Πανος Μουχτερος  Στο βάθος του δρόμου σιγοπαίζει μια αχνή μελαγχολική μελωδία. Δεν είσαι σίγουρος αν στ΄ αλήθεια την ακούς, λες και χάνεται την ώρα που ακούγεται και ακούγεται την ώρα που χάνεται. Οι ήχοι θαρρείς πως έχουν από καιρό μπερδευτεί και την ατέλειωτη σύγχυσή τους ενισχύουν κάποια ακαθόριστα ποδοβολητά πάνω σε φύλλα ξερά, όπως όταν τρέχουν παιδιά που παίζουν κυνηγητό μέσα σε μονοπάτια νεκροταφείου....
Από τα σπασμένα τζάμια των σπιτιών βγαίνουν ανάσες, προκαλώντας μια μόνιμη υγρασία στην ατμόσφαιρα. Μερικά αυτοκίνητα με σάπια λάστιχα είναι παρατημένα, καθώς ξέμειναν έτσι με τις τρύπιες τους ρόδες να καβαλάνε το πεζοδρόμιο. Τα φώτα στις ταμπέλες των μαγαζιών αναβοσβήνουν μέρα και νύχτα, χωρίς σταθερό ρυθμό, ασυγχρόνιστα, ενώ οι πόρτες πηγαινοέρχονται διαρκώς, λες και κάποιος αόρατος σκανταλιάρης τύπος μπαινοβγαίνει συνέχεια, μόνο και μόνο για να δώσει λιγάκι κίνηση στο χώρο και το χρόνο. Που και που ξεσπούν σύντομες, κοφτές μπόρες με σταγόνες μεγάλες που έρχονται και απλώνονται πάνω στο πρόσωπό σου και μένουν εκεί σαν τσιμέντο που βουτάει βαθιά μέσα στο δέρμα, δίνοντάς σου το χρώμα ενός μόνιμου γκρίζου. Πάνω στους τοίχους διαβάζεις ξεχασμένα συνθήματα που χάνουν κι από ένα γράμμα τους κάθε δειλινό. Εδώ πέρα αργοπεθαίνουνε ακόμα και οι λέξεις. Μια χούφτα από μαύρα κορακίσια πουλιά έρχονται με κεκτημένη ταχύτητα, αφήνοντας καμμένα φτερά ξοπίσω τους. Πάνε και κάθονται πάνω σε μια επιγραφή με ζωηρά μπορντό λογότυπα. Λαϊκή Τράπεζα. Και τα κοράκια τσιμπολογάνε τα τελευταία της ψίχουλα.
Απόκτησε το σπίτι των ονείρων σου με το χαμηλότερο επιτόκιο της αγοράς! Δάνεια με ένα μόνο τηλεφώνημα! Πολλαπλασίασε τις καταθέσεις σου! Τα χρήματά σου διαθέσιμα κάθε στιγμή! Όλα σε ένα! Σχεδόν ζαλίζεσαι από την ευδαιμονία των αυτοκόλλητων συνθημάτων πάνω στις θολές τζαμαρίες. Από τις θύρες των ΑΤΜ βγαίνει καπνός ακόμα, σαν να πήραν φωτιά τα χαρτονομίσματα που είχαν μέσα, ενώ οι ενδείξεις στη μικρή οθόνη εναλλάσσονται παράλληλα με τους συνεχόμενους ήχους ολοκλήρωσης της συναλλαγής. Θυμίζουν τα πολύχρωμα φασαριόζικα παιχνίδια στα λούνα παρκ, εκείνα που σε δελεάζουν για να πιάσεις εύκολα με εκείνο το σιδερένιο χέρι τα δώρα που σε κοιτούν μέσα απ’ το γυάλινο κουτί τους αλλά στο τέλος πάντα το χέρι αυτό αποδεικνύεται αδύναμο και μένεις με τις τσέπες σου αδειανές, χωρίς αρκουδάκι. Δίπλα στην είσοδο του μελανιασμένου χρηματοπιστωτικού κτιρίου διακρίνεις σχήματα που ταιριάζουν σε ανθρώπινες μορφές λες και έχουν χτιστεί ζωές εκεί μέσα που εξακολουθούν και ζούνε. Από τα τούβλα στάζει αίμα ζεστό και αν πλησιάσεις πιο κοντά ορκίζεσαι ότι μόλις άκουσες αλλόκοτες κραυγές, όπως συμβαίνει κάτω από τα συντρίμμια ύστερα από σεισμό μεγάλο, όταν ακόμα υπάρχουν εγκλωβισμένοι και φωνάζουν για βοήθεια και προσπαθείς να εντοπίσεις που ακριβώς βρίσκεται η καταπλακωμένη υπόστασή τους. Η κυκλική πόρτα ασφαλείας κάνει κύκλους άπειρους χωρίς σταματημό λες και κάποιο γιγάντιο δάκτυλο παίζει μαζί της και δεν σε αφήνει να μπεις μέσα, μολονότι πατάς όποιο κουμπί βρεις μπροστά σου. Πόρτα ανοιχτή. Περάστε.
Στο πάτωμα δεκάδες γύρω από αναποδογυρισμένες καρέκλες και λιωμένα πληκτρολόγια κέρματα κυλάνε που λίγα δευτερόλεπτα μετά σκοντάφτουν πάνω σε κομμάτια από θρυμματισμένο γυαλί και εσύ κάθε φορά μαντεύεις αν ήρθε κορώνα ή γράμματα. Αποκόμματα από βρεγμένες εφημερίδες κρέμονται από τους γκισέδες, όπως σε περίπτερο όταν διαβάζεις με τη μία όλα τα εξώφυλλα. Έκτακτο παράρτημα! ΚΛΕΙΝΟΥΝ ΤΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. ΜΑΖΙΚΕΣ ΑΝΑΛΗΨΕΙΣ. ΟΥΡΕΣ ΕΞΩ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ. ΗΜΕΡΗΣΙΟ ΟΡΙΟ ΣΤΑ 260 ΕΥΡΩ. ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ. ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ ΧΗΜΙΚΩΝ. Ποδοπατάς άθελά σου τα διάσκορπα σκισμένα βιβλιάρια και τις κομμένες ταυτότητες, πλάι σε αποκόμματα συντάξεων και επιταγές που έχουν στραπατσαριστεί κι έχουν γίνει μπάλες χάρτινες για το καλάθι των αχρήστων. Το μηχάνημα εξακολουθεί και βγάζει κουπόνια κι ας μην υπάρχει κανείς εδώ για να περιμένει τη σειρά του. Μέσος χρόνος αναμονής για την εξυπηρέτησή σας: μια ζωή ολόκληρη. Στον αέρα υπάρχει ακόμα η μυρωδιά του ιδρώτα, όπως όταν μπαίνεις μέσα σε κατάμεστο εργοστάσιο με εκατοντάδες εργάτες να σχηματίζουν φλέβες στα μπράτσα καθώς παλεύουν με τα κάρβουνα και τα αμόνια. Στις τρισδιάστατες τηλεοράσεις παρακολουθείς τα ίδια καλογυρισμένα κλιπάκια να παίζουν χωρίς σταματημό, προβάλλοντας παιδάκια και μπαμπάδες και μανάδες και οικογένειες χαμογελαστές να τρέχουν σε καταπράσινα λιβάδια και όλες οι χαρούμενες γκριμάτσες στα πρόσωπά τους είναι πάντα φιλμαρισμένες σε αργή κίνηση, ίσως για να διαρκεί περισσότερο η στιγμή της ευτυχίας που πάντα κρατάει λίγο. Τα ευνοϊκότερα στεγαστικά για να μην περιμένεις μια ζωή για τη ζωή σου. Το νούμερο 211 παρακαλώ!
Κανένας δεν μίλησε, αλλά ήταν -στ’ αλήθεια- σαν μια φωνή να με φώναξε. Έστρεψα το βλέμμα και πάνω απ’ το ταμείο αναβόσβηνε με ψηφία από κόκκινες ενωμένες τελείες ο αριθμός 211. Δεν κρατήθηκα και πήγα προς τα εκεί για να περιεργαστώ από κοντά τις αιτίες αυτής της μεταφυσικής σχεδόν συμπτώσεως. Στον πάγκο ήταν ακουμπισμένο ένα μισοφαγωμένο ψωμί πάνω στο οποίο ακόμα διέκρινες τα σημάδια από την απότομη δαγκωματιά της πείνας. Υπογραφές, μολύβια σπασμένα, παραστατικά και σημειώματα χειρόγραφα με λόγια της βιασύνης και του τρόμου. “Ήθελα μόνο να κάνω τη δουλειά μου. Ήθελα μόνο να έχω μια δουλειά. Ο κόσμος κλαίει, δεν το αντέχω. Όλα κι όλα 2,56 € είναι μέσα. Μου τα δίνετε, παρακαλώ, πρέπει να πάρω γάλα για τις επόμενες ημέρες. Δεν επιτρέπονται οι συναλλαγές σήμερα, κύριε. Μόνο καταθέσεις. Είναι όπως όταν έχεις κάποιον διψασμένο με στεγνό το στόμα να σε παρακαλάει για νερό και εσύ να του λες ότι δεν μπορείς να ανοίξεις τη βρύση γιατί στην τελική αυτή η βρύση δεν σου ανήκει. Και νιώθεις ότι σε κάνουν συνένοχο στο έγκλημα γιατί αισθάνεσαι ότι εξαιτίας σου τελικά πεθάνει ο άλλος από τη δίψα και θες να πάνε να πνιγούνε όλοι και όλα σε τούτο τον κόσμο τον τρελό. Η αγάπη μου ήταν καθαρό κεφάλαιο, δίχως τόκους και υπερημερίες, να το θυμάστε”. Πιο πέρα, ένα σώμα κείτεται ξαπλωμένο μπρούμυτα, μέσα σε μια χάρτινη λιμνούλα από συμβάσεις και εγκυκλίους. Κάνω να του ξεσφίξω τη γραβάτα και στο λαιμό του έχει καρφώσει βαθιά μια κάρτα αναλήψεων. Δεν ξέρω πώς να κάνω ανάληψη των εγκλημάτων. Ξέχασα το PIN.
Είπανε ότι ένα πρωινό της άνοιξης ήρθαν απρόσκλητοι από τα ξένα κάποια καλοντυμένοι τύποι με ακριβά πουκάμισα και αλέκιαστους γιακάδες. Στην αρχή εμφανίστηκαν με φάτσες καλοσυνάτες, με χαμόγελα ελεγχόμενα, προσφέροντας απλόχερα χειραψίες στους περαστικούς. Μιλήσανε για το αναπόφευκτο και το αναγκαίο και φέρανε μελέτες ειδικές κι εμπεριστατωμένες για το προς τα που πλέον πρέπει να βαδίσουν οι άνθρωποι σε τούτο τον δύσμοιρο τόπο. Μα στην πορεία γίνανε ολοένα και πιο αυστηροί. Σαν το δάσκαλο μιας περασμένης εποχής που έκρυβε καλά τη βέργα μέσα στο συρτάρι του και που σήκωνε ψηλά τούς αδιάβαστους μαθητές του από το κατακόκκινο αυτί τους. Κοιτάξανε με βλέμματα επιθετικά, από εκείνα που κάνουν τα βλέφαρα να μένουν ακίνητα, για να είναι η ματιά διαπεραστική και να μπορεί να καρφώνει απευθείας την ψυχή σου. Πετάξανε από πάνω τους τα κυριλέ σακάκια και αποκαλύψανε μια σημαία μπλε με πολλά χρυσαφένια αστέρια πάνω της. Τα σώματά τους διογκώθηκαν και τα δόντια τους άρχισαν να λιώνουν μέσα στα στόματά τους. Το δέρμα τους έγινε σταδιακά χαρτί με αριθμούς και σύμβολα και βγάζανε απόκοσμες βοές που τρομάξαν μέχρι και τα αδέσποτα της τελευταίας γειτονιάς. Τα νύχια τους γίναν θεόρατα ψαλίδια που γδάρανε τις πλάτες των βιοπαλαιστών με τη λέξη ΚΟΥΡΕΜΑ. Βούτηξαν με ορμή και ρούφηξαν με δύναμη όπως χιλιάδες βδέλλες μέχρι και την τελευταία σταγόνα που έσταζε από την πηγή της αξιοπρέπειας. Ουρλιάξανε στη βροντή της εθνικής υπερηφάνειας και σπείρανε πόνο κι απελπισία και σιωπή. Και στο τέλος, καθώς βράζανε, αίμα μαύρο βγήκε από μέσα τους που έγινε λέξη και κάλυψε ολάκερο τον κουρασμένο ουρανό.
ΟΧΙ.                                TA KAKΩΣ KEIMENA

Δεν υπάρχουν σχόλια: