Μαριάννα Τζιαντζή
Η
παρατεταμένη απουσία της εργασίας ή και ο ευτελισμός της ανοίγουν
πληγές που μοιραία θα κακοφορμίσουν, καθώς αποκαρδιώνονται οι
εργαζόμενοι και απελπίζονται οι περιεργαζόμενοι....
Απευθυνόμενος στους Θεσσαλονικείς, ο Απόστολος Παύλος
παρατηρεί: «...Μερικοί από εσάς είναι αργόσχολοι, δηλαδή δεν
εργάζονται, αλλά περιεργάζονται τους άλλους». Και στους μη εργαζομένους
κάνει έκκληση «να ηρεμήσουν και να εργάζονται κανονικά», ενώ στους
εργαζομένους συνιστά να μη συναναστρέφονται τον αργόσχολο, ώστε εκείνος
να ντραπεί, και φυσικά να μην τον θεωρούν εχθρό τους, αλλά να τον
νουθετούν σαν αδελφό (Β΄ Θεσσ. 3, 6-15).
Τι συμβαίνει όμως όταν οι μη εργαζόμενοι είναι περισσότεροι από τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, όταν οι άνεργοι αγγίζουν τα δύο εκατομμύρια; Οι εξ ανάγκης αργόσχολοι περιεργάζονται τους άλλους, περιεργάζονται τον κόσμο ή τον μικρόκοσμο της πολιτικής, της ελαφράς καλλιτεχνίας, της επικαιρότητας και συνήθως τον περιεργάζονται εξ αποστάσεως, μέσω της οθόνης του υπολογιστή, της τηλεόρασης ή του κινητού και αναπτύσσοντας σχέσεις περιορισμένης ευθύνης με τους άλλους.
Μάθετε γράμματα να γίνετε άνθρωποι, να προκόψετε, να ζήσετε καλύτερα από εμάς. Αυτή η νουθεσία, που έχει ειπωθεί από εκατομμύρια δασκάλους και γονείς, τώρα τινάζεται στον αέρα. Το «δεν θέλω» γίνεται «δεν μπορώ (να εργαστώ)» και το περίφημο «ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω» μοιάζει να μας περιγελά.
Μαζί με τους νυν και τους μελλοντικούς ανέργους πληθαίνουν οι «μαθητές του τελευταίου θρανίου», όπως πληθαίνουν και τα «βαθμολογικά ναυάγια» (οι σχεδόν άσπρες κόλλες στις πανελλήνιες εξετάσεις), διαπιστώνουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί. Η αίσθηση της ματαιότητας της γνώσης και της προσπάθειας ριζώνει στο πιο τρυφερό και αθώο κομμάτι της κοινωνίας. Το αρχικό αίτιο αυτής της παραίτησης μπορεί έχει σχέση με την οικονομία, με τη γενική πτώση του βιοτικού επιπέδου, όμως οι συνέπειες γίνονται με τη σειρά τους εσωτερικευμένα αίτια που γεννούν άλλες, μακροπρόθεσμα διαβρωτικές συνέπειες. Και όμως, σήμερα αξίζει περισσότερο από ποτέ να μαθαίνουν οι νέοι γράμματα, όχι απλώς για να βρουν δουλειά, αλλά γιατί τους έλαχε να ζήσουν σε μια συναρπαστικά δύσκολη εποχή.
Στις πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης, οι πολιτικές νεολαίες πρόσφεραν μια αίσθηση (ή ψευδαίσθηση) συλλογικότητας και προοπτικής, όσο χάρτινα και αν φαίνονται σήμερα εκείνα τα ιδανικά, όσο ξύλινη και αν ηχεί η γλώσσα που τα εξέφραζε. Η εμφάνιση εικοσάχρονων τρομοκρατών είναι αποτέλεσμα «και» της ήττας της πολιτικής όπως την ξέραμε και την ξέρουμε, της αδυναμίας του πολιτικού λόγου να πείσει, να εμπνεύσει, να κινητοποιήσει ό,τι ευγενικό και ανιδιοτελές υπάρχει στη νεότητα της εποχής μας, όπως και κάθε εποχής.
Η μεγάλη πρόκληση είναι η διεκδίκηση της χαμένης τιμής της τέχνης, της μάθησης και της εργασίας (και δεν εννοώ μόνο της αριθμητικής τιμής της). Η παρατεταμένη απουσία της εργασίας ή και ο ευτελισμός της ανοίγουν πληγές που μοιραία θα κακοφορμίσουν, καθώς αποκαρδιώνονται οι εργαζόμενοι και απελπίζονται οι περιεργαζόμενοι.
Χαμένη δεν είναι μόνο η γενιά της κρίσης, της ανεργίας του 60%. Χαμένα είναι τα τραγούδια που δεν γράφονται, τα «όμορφα μάτια που δεν ξέρουν πού να κοιτάξουν», χαμένο πάει το περιεργάζεσθαι χωρίς χαρά και δημιουργικότητα.
(ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, "Αποτυπώματα", 24/2/13)
Τι συμβαίνει όμως όταν οι μη εργαζόμενοι είναι περισσότεροι από τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, όταν οι άνεργοι αγγίζουν τα δύο εκατομμύρια; Οι εξ ανάγκης αργόσχολοι περιεργάζονται τους άλλους, περιεργάζονται τον κόσμο ή τον μικρόκοσμο της πολιτικής, της ελαφράς καλλιτεχνίας, της επικαιρότητας και συνήθως τον περιεργάζονται εξ αποστάσεως, μέσω της οθόνης του υπολογιστή, της τηλεόρασης ή του κινητού και αναπτύσσοντας σχέσεις περιορισμένης ευθύνης με τους άλλους.
Μάθετε γράμματα να γίνετε άνθρωποι, να προκόψετε, να ζήσετε καλύτερα από εμάς. Αυτή η νουθεσία, που έχει ειπωθεί από εκατομμύρια δασκάλους και γονείς, τώρα τινάζεται στον αέρα. Το «δεν θέλω» γίνεται «δεν μπορώ (να εργαστώ)» και το περίφημο «ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω» μοιάζει να μας περιγελά.
Μαζί με τους νυν και τους μελλοντικούς ανέργους πληθαίνουν οι «μαθητές του τελευταίου θρανίου», όπως πληθαίνουν και τα «βαθμολογικά ναυάγια» (οι σχεδόν άσπρες κόλλες στις πανελλήνιες εξετάσεις), διαπιστώνουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί. Η αίσθηση της ματαιότητας της γνώσης και της προσπάθειας ριζώνει στο πιο τρυφερό και αθώο κομμάτι της κοινωνίας. Το αρχικό αίτιο αυτής της παραίτησης μπορεί έχει σχέση με την οικονομία, με τη γενική πτώση του βιοτικού επιπέδου, όμως οι συνέπειες γίνονται με τη σειρά τους εσωτερικευμένα αίτια που γεννούν άλλες, μακροπρόθεσμα διαβρωτικές συνέπειες. Και όμως, σήμερα αξίζει περισσότερο από ποτέ να μαθαίνουν οι νέοι γράμματα, όχι απλώς για να βρουν δουλειά, αλλά γιατί τους έλαχε να ζήσουν σε μια συναρπαστικά δύσκολη εποχή.
Στις πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης, οι πολιτικές νεολαίες πρόσφεραν μια αίσθηση (ή ψευδαίσθηση) συλλογικότητας και προοπτικής, όσο χάρτινα και αν φαίνονται σήμερα εκείνα τα ιδανικά, όσο ξύλινη και αν ηχεί η γλώσσα που τα εξέφραζε. Η εμφάνιση εικοσάχρονων τρομοκρατών είναι αποτέλεσμα «και» της ήττας της πολιτικής όπως την ξέραμε και την ξέρουμε, της αδυναμίας του πολιτικού λόγου να πείσει, να εμπνεύσει, να κινητοποιήσει ό,τι ευγενικό και ανιδιοτελές υπάρχει στη νεότητα της εποχής μας, όπως και κάθε εποχής.
Η μεγάλη πρόκληση είναι η διεκδίκηση της χαμένης τιμής της τέχνης, της μάθησης και της εργασίας (και δεν εννοώ μόνο της αριθμητικής τιμής της). Η παρατεταμένη απουσία της εργασίας ή και ο ευτελισμός της ανοίγουν πληγές που μοιραία θα κακοφορμίσουν, καθώς αποκαρδιώνονται οι εργαζόμενοι και απελπίζονται οι περιεργαζόμενοι.
Χαμένη δεν είναι μόνο η γενιά της κρίσης, της ανεργίας του 60%. Χαμένα είναι τα τραγούδια που δεν γράφονται, τα «όμορφα μάτια που δεν ξέρουν πού να κοιτάξουν», χαμένο πάει το περιεργάζεσθαι χωρίς χαρά και δημιουργικότητα.
(ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, "Αποτυπώματα", 24/2/13)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου