Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Χοσέ Μαρτί - Η Δική Μας Αμερική / Jose Marti - Our America

Ο φαντασμένος χωριάτης πιστεύει ότι ο κόσμος ολόκληρος είναι το χωριό του. Αρκεί να είναι ο ίδιος δήμαρχος ή να μπορεί να ταπεινώνει το αντίζηλο που ξεμυάλισε την καλή του και να αυγαταίνει το κομπόδεμά του, για να νομίσει ότι όλα πάνε καλά στην οικουμένη, αγνοώντας τους γίγαντες με τις μπότες ίσαμε εφτά λεύγες που είναι έτοιμοι να τον ποδοπατήσουν ή τη διαμάχη στα ουράνια, ανάμεσα στους κομήτες που διασχίζουν νυσταλέοι τους αιθέρες, καταβροχθίζοντας κόσμους....




Ό,τι απομένει από το χωριό στην Αμερική, πρέπει να ξεσηκωθεί. Αυτοί δεν είναι καιροί για να κοιμάται κανείς με τη σκούφια του ύπνου στο κεφάλι, αλλά με όπλα για μαξιλάρι, όπως έκαναν οι πολεμιστές του Χουάν ντε Καστεγιάνος: τα όπλα της λογικής, που υπερνικούν όλα τα άλλα. Τα οδοφράγματα των ιδεών αξίζουν περισσότερο από τα πέτρινα οδοφράγματα.

Καμία πλώρη δε μπορεί να χαράξει ένα νέφος ιδεών. Μία ιδέα γεμάτη ενέργεια, όταν ξεδιπλωθεί ενώπιον του κόσμου τη κατάλληλη στιγμή, μπορεί να σταματήσει ολόκληρη αρμάδα σιδερόφραχτων πλοίω ν, σαν τη μυστική σημαία της θείας δίκης. Έθνη που δε γνωρίζονται μεταξύ τους, είναι τώρα ανάγκη να βιαστούν να γνωριστούν, όπως πρέπει σε ανθρώπους που ετοιμάζονται να δώσουν μάχη, ο ένας στο πλευρό του άλλου.
Όσοι κουνούν απειλητικά τη γροθιά ο ένας στον άλλον σαν ζηλιάρικα αδέρφια που διεκδικούν το ίδιο χωράφι, ή σαν τον χωρικό που είναι μικρό το σπίτι του και φθονεί τον άλλον που το σπίτι του είναι καλύτερο , πρέπει να ενώσουν τα δυό τους χέρια και να γίνουν ένα. Όσοι κρύβονται πίσω από μία παράδοση εγκληματική προκειμένουν να βάλουν χέρι στη γη του αδερφού τους με σπαθί βαμμένο σε αίμα που βγαίνει από των δυό τους τις φλέβες, πρέπει να επιστρέψουν τη γη στον αδερφό τους που έχει ήδη τιμωρηθεί αρκετά, αν δε θέλουν ο λαός να τους φωνάζει κλέφτες. Ο έντιμος άνθρωπος δεν εξοφλεί τα χρέη τιμής με χρήμα – τόσο πάει για κάθε σφαλιάρα που έχει δεχθεί.
Δε μπορεί πια να είμαστε ένας λαός που ζει όπως τα φύλλα στον άνεμο, οι φυλλωσιές μας γεμάτες ανθούς κι είτε να μαραινόμαστε, είτε να σιγοραγουδάμε στο έλεος των χαδιών του ήλιου είτε να παραδέρνουμε στις καταιγίδες. Τα δέντρα πρέπει να μπουν στη σειρά για να μη περάσει ο γίγαντας με τις μπότες, ίσαμε εφτά λεύγες! Είναι καιρός να δώσουμε το παρών και να πορευτούμε ενωμένα , να πυκνώσουμε τις γραμμές μας όπως οι φλέβες του αργύρου στα ριζά των Άνδεων.

Μόνο τα εφταμηνίτικα θα λιποψυχήσουν. Όσοι δε πιστεύουν στη χώρα τους είναι άνδρες πρόωρα γεννημένοι και αδύναμοι. Επειδή οι ίδιοι δεν έχουν κουράγιο, το αρνούνται και στους υπόλοιπους. Τα ατροφικά μικρά τους χέρια -νύχια βαμμένα, μπράτσα στολισμένα με βραχιόλια, χέρια του Παρισιού και της Μαδρίτης- δε μπορούν να φτάσουν ούτε στα πιο χαμηλά κλαριά του δέντρου, και δηλώνουν ότι ένα τέτοιο ψηλό δέντρο είναι αδύνατο να το σκαρφαλώσει άνθρωπος. Τέτοια βλαβερά έντομα που ροκανίζουν τα κόκκαλα της χώρας που τους θρέφει, πρέπει να φορτωθούν σε καράβια και να φύγουνε γι’ αλλού. Αν είναι Παριζιάνοι ή από τη Μαδρίτη, ας παν στο Πράδο, στο φως των φαναριών, ή στου Tortoni για σορμπέ. Γιοι που ντρέπονται που ο πατέρας τους είναι μαραγός! 
Γέννημα θρέμμα της Αμερικής και ντρέπονται γιατί η μάνα τους φορά ινδιάνικη ποδιά! Ντρέπονται για τη μάνα που τους ανέθρεψε και την απαρνούνται οι αλήτες, τη παρατάνε άρρωστη, στο κρεβάτι του πόνου! Ποιος, λοιπόν, είναι άνδρας; Αυτός που παραστέκει στη μητέρα του και τη φροντίζει στην αρρώστια της ή αυτός που τη βάζει να ξενοδουλεύει και ζει σε βάρος της σε χώρες έκφυλες, φορώντας φανταχτερές γραβάτες και καταριέται τη μήτρα που τον γέννησε, με τα σημάδια του προδότη χαραγένα στη πλάτη του φράκου του;

Αυτοί λοιπόν οι γιοι της δικής μας Αμερικής που θα τη σώσουν οι Ινδιάνοι της και που συνέχεια προχωρά μπροστά, αυτοί οι λιποτάτες οπλοφορούν και έχουν ενταχθεί σρα στρατεύματα της Βόρειας Αμερικής που πνίγει τους Ινδιάνους στο αίμα και πάει από το κακό στο χειρότερο! Οι ευαίσθητες αυτές υπάρξεις είναι άνδρες που αρνούνται να δουλέψουν σαν άνδρες! Μήπως ο Ουάσινγκτον, που τους έφτιαξε ττη χώρα αυτή, πήγε να ζήσει με τους Άγγλους, ενώ τους έβλεπε να μάχονται κατά της ίδιας του της χώρας; Αυτοί οι «φανατικοί» της Τιμής, σέρνουν τη τιμή τους σε ξένη γη, όπως έκαναν οι ομοϊδεάτες τους κατά τη Γαλλική Επανάσταση με τους χορούς τους, τους προσποιητούς τρόπους τους και τα μοναδικά, παρατραβηγμένα τους ρο.

Γιατί σε ποιά άλλα μέρη της γης μπορούν να είναι οι άνθρωποι πιο περήφανοι, απ’ ότι στις πολύπαθες αμερικανικές μας Δημοκρατίες, που ορθώθηκαν μέσα από τις βουβές μάζες των Ινδιάνων, πάνω στα ματωμένα χέρια εκατό αποστόλων, μέσα στον αχό της μάχης ανάμεσα στο βιβλίο και το θυμιατήρι. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία δεν έχουν σφυρηλατηθεί τόσο ενωμένα και προχωρημένα έθνη, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, από τόσο ετερόκλητα στοιχεία. 
Ο αλαζόνας πιστεύει ότι η οικουμένη έχει πλαστεί για να του χρησιμεύει ως βάθρο, επειδή τυχαίνει να έχει ωραία πένα ή ευφράδεια στην ομιλία, και κατηγορεί τη γη που τον γέννησε ότι είναι άχρηστη και πέρα από κάθε σωτηρία γιατί τα παρθένα της δάση της δεν καταφέρνουν να του παρέχουν τα μέσα να ταξιδεύει διαρκώς ανά τον κόσμο ως διάσημος πολιτικός ανήρ, να καβαλάει πόνι από τη Περσία και να χαίρεται τη σαμπάνια του σαν μεγιστάνας. Ανίκανη δεν είναι η νεογέννητη χώρα που αναζητεί μορφές που να την εξυπηρετούν και ένα χρήσιμο εργαλείο, αλλά αυτοί που προσπαθούν να διοικήσουν ιδιόμορφους λαούς, με ταμπεραμέντο μοναδικό και βίαιο, σύμφωνα με νόμους που έχουν κληροδοτηθεί από τέσσερις αιώνες ευλευθερίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και δεκαεννέα αιώνες μοναρχίας στη Γαλλία. Η διακύρηξη του Χάμιλτον δε μπορεί να κόψει τη φόρα του καβαλάρη της κοιλάδας. Μία φράση που ξεστομίζει ο Σιεγές δε μπορεί να ξανάψει το αίμα της ινδιάνικης φυλής που λιμνάζει.

Προκειμένου να κυβερνήσει καλά, πρέπει κανείς να βλέπει τα πράγματα όπως έχουν. Ο ικανός κυβερνήτης στην Αμερική δεν είναι αυτός που ξέρει να διοικεί Γερμανούς ή Γάλλους, αλλά εκείνος που γνω ρίζει από τι στοιχεία είναι φτιαγμένη η χώρα του και πως μπορεί να βαδίσει οδηγώντας τα στην ενότητα για να φτάσει, μέσα από μεθόδους και θεσμούς που πηγάζουν από την ίδια τη χώρα, στην επιθυμητή κατάσταση όπου ο κάθε ανθρωπος φτάνει στην αυτοπραγμάτωση και στην αυτογνωσία, και όλοι μπορούν να χαίρονται την αφθονία που η φύση χαρίσει σε όσους από τον λαό τη γονιμοποιούν με το μόχθο τους και την υπερασπίζονται με τη ζωή τους. Η διακυβέρνηση πρέπει να γεννιέται μέσα από την ίδια τη χώρα. Το πνεύμα της διακυβέρνησης πρέπει να είναι το ίδιο με το πνεύμα της χώρας. Η δομή της πρέπει να συμμορφώνεται με κανόνες που ταιριάζουν στη χώρα. Η καλή διακυβέρνηση δεν είναι τίποτα παραπάνω από την ισορροπία ανάμεσα στα φυσικά στοιχεία της χώρας.

Γι’ αυτό και στην Αμερική το βιβλίο που εισάγεται απ’ έξω, το έχει νικήσει ο φυσικός άνθρωπος. Οι φυσικοί άνθρωποι έχουν νικήσει τους τεχνητούς γραμματιζούμενους. Ο αυτόχθονας μιγάς έχει νικήσει τον εξωτικό κρεολό. Δεν υπάρχει κάποιος πόλεμος ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα, αλλά ανάμεσα στη κίβδηλη σοφία και τη φύση. Ο φυσικός άνθρωπος είναι καλός και σέβεται και επιβραβεύει την ανώτερη διανοητική ικανότητα όσο αυτή δε στρέφει τη ταπεινοφροσύνη που τον διακρίνει ενάντιά του ή δεν τον προσβάλλει απαξιώνοντάς τον, κάτι που ο φυσικός άνθρωπος ποτέ δε συγχωρεί, όντας διατεθειμένος να ξανακερδίσει με τη βία τον σεβασμό όπου του έχει πληγώσει τη περηφάνια ή του έχει απειλήσει τα συμφέροντά του. Οι τύραννοι της Αμερικής, έχουν αναρριχηθεί στην εξουσία ακριβώς προσαρμοζόμενοι σε αυτά τα περιφρονημένα στοιχεία, και έχουν πέσει από τους θώκους τους τη στιγμή που τα προδίδουν. Οι Δημοκρατίες έχουν πληρώσει το βαρύ τίμημα της τυρρανίας για την ανικανόητά τους να αναγνωρίσουν τα γνήσια αυτά στοιχεία τω ν χωρών τους και να αντλήσουν από τα στοιχεία αυτά τη πρέπουσα μορφή διακυβέρνησης, για να κυβερνήσουν ανάλογα. Σε ένα τέτοιο νέο έθνος, ο κυβερνήτης είναι εξ ορισμού δημιουργός.

Σε λαούς που απαρτίζονται από στοιχεία απολίτιστα μαζί και πολιτισμένα, θα κυριαρχήσουν τα απολίτιστα επειδή έχουν συνηθίσει να επιτίθενται και να διασκεδάζουν τις αμφιβολίες με τις γροθιές τους στις περιπτώσεις που οι πολιτισμένοι έχουν αποτύχει στην τέχνη της διακυβέρνησης. Η απολίτιστη μάζα είναι νωθρή και συνεσταλμένη στο πεδίο της διανόησης και απαιτεί να διοικείται σωστά’ εάν όμως η κυβέρνηση τη βλάπτει, τότε τη ξφορτώνεται και κυβερνά αυτή. 
Πως μπορούν τα πανεπιστήμια να διαμορφώσουν κυβερνήτες αν δεν υπάρχει ούτε ένα πανεπιστήμιο στην αμερικανική ήπειρο, που να διδάσκει το πλέον θεμελιώδες στοιχείο της τέχνης της διακυβέρνησης: την ανάλυση των ιδιόμορφων στοιχείων των λαών της Αμερικής; Οι νέοι παίρνουν τον δρόμο της ζωής μαντεύοντας και φορώντας γιάνκικα ή γαλλικά ματογυάλια, με την ελπίδα να διοικήσουν ένα λαό που δε γνωρίζουν καν. Στον πολιτικό στίβο, πρέπει να απαγορεύεται η είσοδος σε όσους αγνοούν τα στοιχειώδη της πολιτικής. Τα λογοτεχνικά βραβεία δε πρέπει να απονέμονται στην ωραιότερη ωδή, αλλά στη καλύτερη μελέτη των πολιτικών δεδομένων της χώρας όπου ζει κανείς. Εφημερίδες, πανεπιστήμια και σχολεία πρέπει να προωθούν τη μελέτη των πραγματικών συνθηκών της χώρας. Να τις γνωρίζει και μόνο κανείς είναι αρκετό, χωρίς υπεκφυγές και περιττές φλυαρίες’ γιατί όποιος παραβλέπει έστω και ένα κομμάτι της αλήθειας, είτε επίτηδες είτε από αμέλεια, είναι καταδικασμένος να αποτύχει εξαιτίας ακριβώς του κομματιού της αλήθειας που του λείπει. Η αλήθεια που αποκρύπτεται τρέφεται από την αμέλεια και γκρεμίζει όποιο οικοδόμημα χτιστεί χωρίς αυτήν. Είναι ευκολότερο να επιλυθεί ένα πρόβλημα όταν τα συστατικά του στοιχεία είναι γνωστά, παρά όταν είναι άγνωστα.

Έρχεται με τη σειρά του ο φυσικός άνθρωπος, ρωμαλέος και αγανακτισμένος και ανατρέπει όλα τα δίκαια που έχουν συσσωρευτεί μέσα στα βιβλία, διότι δεν τον κυβερνούν σύμφωνα με τις πρόδηλες ανάγκες της χώρας.

Γνωρίζω σημαίνει επιλύω. Να γνωρίζεις τη χώρα σου και να τη κυβερνάς με βάση τη γνώση είναι ο μόνος τρόπος να την απελευθερώσεις από τη τυρρανία. Το ευρωπαϊκο πανεπιστήμιο πρέπει να υποκλιθεί μπροστά στο πανεπιστήμιο της Αμερικής. Η ιστορία της αμερικανικής ηπείρου, από τους Ίνκας ως τις μέρες μας, πρέπει να διδάσκεται λεπτομερώς, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι δε θα διδάσκονται οι άρχοντες της Ελλάδας. Η δική μας Ελλάδα πρέπει να έχει προβάδισμα απέναντι στην Ελλάδα που δεν είναι δική μας. Την έχουμε πιότερο ανάγκη. Εθνικοί πολιτικοί άνδρες πρέπει να αντικαταστήσουν τους διαχειριστές της εξουσίας που είναι ξένοι στη νοοτροπία. Ας μπολιαστούν οι Δημοκράτες με τον κόσμο ολόκληρο, μα ο κορμός πρέπει να είναι δικός μας. Ας σωπάσει πια ο ηττημένος σοφολογιότατος, γιατί για κανέναν άλλο τόπο δε μπορεί να νιώθει κανείς περηφάνια όσο για τις πολύπαθες Δημοκρατίες μας.

Με το κομποσκοίνι οδηγό και με λευκό πρόσωπο και πολύχρωμο σώμα Ινδιάνου και κρεολού μπήκαμε, ατρόμητοι, στον κόσμο των εθνών. Με το λάβαρο της Παναγίας ήρθαμε να κατακτήσουμε την Ελευθερία. Ένας παπάς, μερικοί υπολοχαγοί και μία γυναίκα, σήκωσαν το Μεξικό πάνω στους ώμους των Ινδιάνων. Μία χούφτα ηρωικών φοιτητών, που είχαν διδαχθεί τη γαλλική ελευθερία από έναν Ισπανό ιερωμένο, οδήγησαν τη Κεντρική Αμερική στην εξέγερση κατά της Ισπανίας, υπό τις διαταγές ενός Ισπανού στρατηγού. Με τον μανδύα της μοναρχίας και τον Ήλιο στο στήθος, οι Βενεζουελάνοι στον Βορρά και οι Αργεντίνοι στο Νότο βάλθηκαν να ξεσηκώσουν τους λαούς. 
Όταν οι δύο ήρωες ήρθαν σε σύγκρουση και η ήπειρος ετοιμαζόταν να συγκλονιστεί, ο ένας τους -κι όχι ο ελάσσων- παρέδωσε στον άλλον τα ηνία. Και καθώς ο ηρωισμός σε καιρούς ειρήνης σπανίζει επειδή δεν έχει τόση αίγλη όσο σε καιρούς πολέμου, καθώς είναι ευκολότερο να πεθάνει κανείς ένδοξα παρά να σκεφτεί ορθολογικά, καθώς είναι ευκολότερο να κυβερνήσεις όταν το φρόνημα είναι υψηλό κι επικρατεί πνεύμα ενότητας, παρά μετά τη μάχη να καθοδηγήσεις ανθρώπους που σκέφτονται διαφορετικά, αλαζονικά, εξωτικά ή φιλόδοξα, καθώς οι δυνάμεις που γεννιούνται μέσα από τον επικό αγώνα -με την αιλουροειδή πονηριά του είδους μας και πιεζόμενες από το βάρος της σκληρής πραγματικότητας- υπονόμευαν ολοένα το νέο οικοδόμημα, όπου, με τα τραχιά και μοναδικά χώματα της μιγάδας Αμερικής μας, με τους ξυπόλυτους λαούς και τους φρακοφορεμένους από το Παρίσι, υψωνόταν μία σημαία δανεισμένη από λαούς που είχαν ανατραφεί μέσα στη διαρκή πρακτική της ελευθερίας και του ορθολογισμού, καθώς τα ιεραρχικά δομημένα συντάγματα των αποικιών αντιστέκοταν στη δημοκρατική οργάνωση των Δημοκρατιών, καθώς οι γραβατομένες πρωτεύουσες άφηναν τις χωριάτικες μπότες στο προθάλαμο της εισόδου κι οι πολυδιαβασμένοι σωτήρες ήταν ανίκανοι να νιώσουν ότι η επανάσταση νίκησε επειδή ξεπηδούσε από τη ψυχή του λαού και ότι με τη ψυχή αυτή έπρεπε να κυβερνήσουν, όχι χωρίς αυτήν ή εναντίον της- η Αμερική άρχισε να υποφέρει, να υποφέρει ακόμα και από το βάρος της προσπάθειας να συμφιλιώσει εχθρικά μεταξύ τους και παράταιρα στοιχεία που έχει κληρονομήσει από ένα δεσποτικό και διεστραμμένο αποικιστή με ιδέες και μεθόδους εισαγωγής που, καθώς είναι άσχετες με τη τοπική πραγματικότητα, ήρθαν να επιβραδύνουν την ανάπτυξη ορθολογικών κυβερνήσεων. 
Η ήπειρος που επί τρεις αιώνες σπαρταρούσε κάτω από τον ζυγό ενός καθεστώτος που αρνιόταν στους λαούς το δικαίωμα να κάνουν χρήση της λογικής τους, τώρα -παραμελώντας και κωφεύοντας απέναντι στους αδαείς που τόσο συνέβαλαν στο λυτρωμό της- αποκτά μία διακυβέρνηση που βασίζεται στον ορθό λόγο, τον ορθό λόγο που ανήκει σε όλους για το κοινό καλό, όχι στο πανεπιστημιακό ορθό λόγο των λίγων που επιβάλλεται στον χωριάτικο ορθό λόγο των πολλών. Το πρόβλημα της ανεξαρτησίας δεν ήταν ανα αλλάξουν οι μορφές, αλλά να αλλάξει το πνεύμα.
Έπρεπε να δημιουργηθεί ένα κοινό μέτωπο με τους καταπιεσμένους, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε ένα νέο σύστημα που να αντιτίθεται στα συμφέροντα και τις συνήθειες διακυβέρνησης των καταπιεστών. Η τίγρη που τη τρόμαξε το μπαρούτι, επιστρέφει τη νύχτα στο ίδιο μέρος για να παγιδέψει τη λεία της. Σκοτώνεται με τα νύχια της γυμνά και με τις φλόγες να ξεπηδούν από τα μάτια της. Δεν την ακούς που ζυγώνει γιατί πλησιάζει με βελούδινη πατημασιά. Το θήραμα ξυπνά όταν η τίγρη είναι ήδη επάνω του. Η αποικία ζει ακόμα στα σωθικά της Δημοκρατίας κι η δική μας Αμερική προσπαθεί να σώσει μόνη τον εαυτό της από τα ίδια της τα τεράστια λάθη -την αλαζονεία των πρωτευουσών της, τον τυφλό θρίαμβο της περιφρονημένης αγροτιάς της, την υπέρμετρη εισαγωγή ξένων ιδεών και μοντέλων, τη κακόβουλη και ανάρμοστη απαξίωση των αρχέγονων φυλών- με τη βοήθεια της υψηλότερης αρετής, εμπλουτισμένης με το απαραίτητο αίμα, που διακρίνει τη Δημοκρατία που αγωνίζεται ενάντια στην αποικία. Τίγρη καραδοκεί πίσω από κάθε δέντρο και στήνει ενέδρα σε κάθε στροφή του δρόμου. Θα πεθάνει με τα νύχια γυμνά και με φλόγες να ξεπηδούν από τα μάτια της.

Αλλά «οι χώρες αυτές θα λυτρωθούν», όπως εξάγγειλε ο Αργεντινός Ριβαδάβια, του οποίου η μόνη αμαρτία ήταν ότι υπήρξε ένας λεπτός άνθρωπος σε άξεστους καιρούς. Δε φυλά κανείς τη ματσέτα του σε βελούδινο θηκάρι, ούτε μπορεί να παρατήσει κανείς τη παραδοσιακή λόγχη με το κοντό κοντάρι σε μία χώρα που κερδήθηκε με αυτήν, μόνο και μόνο επειδή στέκεται έξω από τη πόρτα του κοινοβουλίου του Ιτουρμπίδε κι απαιτεί «να ανακυρηχθεί σε αυτοκράτοραο ξανθομάλλης». Οι χώρες αυτές θα λυτρωθούν γιατί, με την ιδιοφυή συναίσθηση του μέτρου που προέρχεται από την ήρεμη αρμονία της Φύσης και φαίνεται να επικρατεί στην ήπειρο του φωτός, γεννιέται ένας νέος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που έχει εντρυφήσει στη κριτική σκέψη που στην Ευρώπη έχει αντικαταστήσει των ανεύθυνων αυτοσχεδιασμών με την οποία ήταν διαποτισμένη η προηγούμενη γενιά: ο πραγματικός άνθρωπος για αυτούς τους συγκεκριμένους καιρούς.

Ήμασταν μία φασματική μορφή που διέθετε στήθος αθλητή, χέρια δανδή και μυαλό παιδιού. Ήμασταν ένας μασκαράς με αγγλικά παντελονάκια, παριζιάνικο γιλέκο, σακάκι βορειοαμερικάνικο και καπελάκι ισπανικό. Ο Ινδιάνος, σιωπηλός, έφερνε βόλτες γύρω μας και έπαιρνε τα βουνά για να βαπτίσει τα παιδιά του στη κορυφή. Ο Μαύρος τα βράδια άδειαζε τον πόνο της καρδιάς του στο τραγούδι, μόνος και άγνωστος πλάι στα ποτάμια και τα άγρια ζώα. Ο χωρικός, ο δημιουργός, έστρεφε τη τυφλή του αγανάκτιση ενάντια στην ακατάδεχτη πόλη, ενάντια στα ίδια του τα παιδιά. Όσο για μας, δεν ήμασταν παρά σιρίτια και τήβεννοι πανεπιστημιακοί σε χώρες που είχαν έρθει στον κόσμο φορώντας πέδιλα από καναβάτσο στα πόδια και δερμάτινη κορδέλα στο μέτωπο. Ιδιοφυία θα σήμαινε να αδέλφωνε κανείς, με τη γενναιοδωρία και το θάρρος των ιδρυτών των χωρών μας, τη δερμάτινη κορδέλα με τη τήβεννο, να λύτρωνε τον Ινδιάνο, να άφηνε αρκετό χώρο στον Μαύρο, να στήριζε την ελευθερία στο σώμα αυτών που εξεγέρθηκαν στο όνομά της και την κατέκτησαν.

Δεν μας έχουν μείνει παρά μόνο ο δικαστής, ο στρατηγός, ο γραμματιζούμενος και ο καρδινάλιος. Οι νέοι, αγγελικά αθώοι, παγιδευμένοι σαν σε πλοκάμια χταποδιού, ορμούν προς τα ουράνια για να πέσουν ξανά στη γη, με μία στείρα δόξα και με το κεφάλι στεφανωμένο με σύννεφα. Ο φυσικός άνθρωπος, σπρωγμένος από το ένστικτο, έκανε πέρα τα σκήπτρα των οφίκιων μέσα στον τυφλό του θρίαμβο. Ούτε στο βιβλίο του Ευρωπαϊου, ούτε στο βιβλίο του Γιάνκη θα βρούμε τη λύση του ισπανοαμερικανικού γρίφου. Δοκιμάσαμε το μίσος και κάθε χρόνο πηγαίναμε από το κακό στο χειρότερο. Αποκαμωμένοι από το άχρηστο μίσος, αποκαμωμένοι από την αντίσταση του βιβλίου ενάντια στη λόγχη, του ορθολογισμού ενάντια στο θυμιατήρι, της πόλης ενάντια στο χωριό, από την αδύνατη κυριαρχία που ασκούν οι διαιρεμένες κάστες των πόλεων πάνω στο φυσικό έθνος -πότε πολυτάραχο και πότε αδρανές- αρχίσαμε, σχεδόν ασυνείδητα, να δοκιμάζουμε την ...αγάπη. Οι λαοί ορθώνονται και χαιρετούν ο ένας τον άλλον. «Πως είμαστε;» ρωτούν. Και αποκρινόμενος ο ένας στον άλλο βρίσκουν απαντήσεις. Όταν παρουσιάζεται ένα πρόβλημα στο Κοχίμαρ, δε ψάχνουν για λύσεις στο Ντάνζιγκ.

Τα φράκα παραμένουν γαλλικά, αλλά η σκέψη έχει αρχίσει να είναι αμερικανική. Η νεολαία της Αμερικής ανασκουμπώνεται, βάζει τα χέρια της βαθιά στη ζύμη και τη ζυμώνει μέχρι να φουσκώσει με τον ιδρώτα της. Έχει καταλάβει ότι το κακό έχει παραγίνει με τη μίμηση και ότι το κλειδί της σωτηρίας είναι η δημιουργία. Το κρασί μπορεί να το φτιάχνουμε από πλάτανος (σ.σ., είδος στυφής μπανάνας), αλλά ακόμα κι αν είναι ξινό, είναι το δικό μας κρασί! Έχει γίνει πλέον κατανοητό, ότι η μορφή διακυβέρνησης μίας χώρας πρέπει να εναρμονίζεται με τα φυσικά της στοιχεία, ότι οι απόλυτες ιδέες, για να μην αποτύχουν μέσα από τις εσφαλμένες μορφές, πρέπει να παίρνουν μορφές συγκεριμένες και σχετικές’ ότι η ελευθερία, για να΄ναι βιώσιμη, πρέπει να είναι ειλικρινής και απόλυτη, ότι αν η Δημοκρατία δεν είναι ανοικτή σε όλους και δε προχωρά μπροστά με όλους μαζί, τότε η Δημοκρατία πεθαίνει. Η τίγρη που βρίσκεται μέσα, έχει μπει από τη χαραμάδα. Το ίδιο κι η τίγρη που καραδοκεί απ' έξω.

Ο στρατηγός περιορίζει το ιππικό στο βηματισμό του πεζικού, γιατί αν μείνει πίσω το πεζικό, το ιππικό θα περικυκλωθεί από τους εχθρούς. Η στρατηγική είναι πολιτική. Οι λαοί πρέπει να ζουν σε μία ατμόσφαιρα ελεύθερης κριτικής, γιατί η κριτική είναι υγεία, πάντα όμως όταν γίνεται με μία καρδιά και έναν νου. Να σκύβεις προς τους δυστυχισμένους και να τους σηκώνεις στα χέρια σου! Με τη φλόγα της καρδιάς μας να βγάλουμε την Αμερική από τον πάγο. Να ξεχυθεί σφριγηλό και να τρέξει ελεύθερα στις φλέβες το φυσικό αίμα της χώρας! Όρθιοι, με τα γελαστά μάτια των εργατών, χαιρετιούνται -λαό προς λαό- οι νέοι Αμερικανοί. Αναδεικνύονται οι φυσικοί κυβερνήτες μέσα από τη μελέτη της Φύσης. Διαβάζουν για να εφαρμόσουν και όχι για να αντιγράψουν. Οι οικονομολόγοι μελετούν τις δυσκολίες στη πηγή τους. Οι ρήτορες αρχίζουν να μιλούν νηφάλια. Οι δραματουργοί ανεβάζουν στη σκηνή χαρακτήρες ιθαγενείς. Οι ακαδημίες καταπιάνονται με πρακτικά ζητήματα. Η ποίηση κάνει πέρα τον υπέρμετρο λυρισμό του Θορίγια και κρεμά το πολύχρωμο γιλέκο της στο δέντρο της δόξας. Η πεζογραφία, επιλεκτική και σπινθηροβόλα, γεμίζει νέες ιδέες. Οι κυβερνήτες, στις δημοκρατίες των Ινδιάνων, μαθαίνουν τη γλώσσα τους.

Η Αμερική σταδιακά λυτρώνεται απ’ όλους τους κινδύνους της. Πάνω σε ορισμένες δημοκρατίες, συνεχίζει να κοιμάται το χταπόδι. Άλλες ξεχύνονται ορθές, οδηγημένες από τους νόμους της ισορροπίας, βάζουν το πόδι στη θάλασσα, να αναπληρώσουν τους χαμένους αιώνες με μία βιασύνη ξέφρενη και θεϊκή. Άλλες, ξεχνόντας ότι ο Χουάρες γυρνούσε με μία καρότσα που την έσερναν μουλάρια, δέρνουν το άρμα τους στον άνεμο με μία σαπουνόφουσκα για καροτσέρη. 
Η δηλητηριώδης χλιδή, εχθρός της ελευθερίας, διαφθείρει τον ελαφρόμυαλο άνθρωπο και ανοίγει τη πόρτα στον ξένο. Σε άλλες ορθώνεται, όποτε απειλείται η ανεξαρτησία, το επικό πνεύμα και η ανδρεία. Άλλες, μέσα από τους αδηφάγους πολέμους ενάντια στους γείτονές τους, εκτρέφουν ένα στρατό ικανό να τις καταβροχθίσει. Ίσως όμως η δική μας Αμερική διατρέχει τώρα έναν άλλο κίνδυνο, που δε προέρχεται από την ίδια, αλλά από τις διαφορές ως προς τη προέλευση, τις μεθόδους και τα συμφέροντα που υπάρχουν ανάμεσα στα δύο τμήματα της ηπείρου. 
Έρχεται η ώρα που τη πλησιάζει, ζητώντας τις πιο στενές σχέσεις, ένας επιχειρηματικός και δυναμικός λαός που δε τη γνωρίζει και την απεχθάνεται. Και καθώς οι ρωμαλέοι λαοί, αυτοδημιούργητοι με το νόμο και το πιστόλι, δεν αγαπούν παρά τους ρωμαλέους λαούς’ καθώς η εποχή της παραφροσύνης και της φιλοδοξίας -κάτι που η βόρεια Αμερική μπορεί να αποβάλει αν πρυτανεύσουν τα αγνότερα στοιχεία του αίματός της ή πάλι μπορεί να κυριευτεί από αυτήν αν επικρατήσουν οι εκδικητικές και πρόστυχες μάζες της, η παράδοση της επέκτασης που έχει κληρονομήσει ή τα συμφέροντα ενός ισχυρού άνδρα- δεν είναι τόσο κοντά μας, ακόμη και στα μάτια του πιο φοβισμένου παρατηρητή, ώστε να μην έχουμ χρόνο να δοκιμάσουμε τον εναλλακικό τρόπο της διακριτικής και επίμονης περηφάνιας, προκειμένου να την αντιμετωπίσουμε και να την αποτρέψουμε’ καθώς το καλό όνομα που έχει ως Δημοκρατία μπροστά στα παρατηρητικά μάτια των λαών του κόσμου βάζει στη βόρεια Αμερική ένα χαλινάρι που δε κόβεται εύκολα από τις παιδαριώδεις προκλήσεις, την επιδεικτική αλαζονεία, ή τις πατροκτόνες έριδες μεταξύ των λαών της δικής μας Αμερικής.

Πιεστική ανάγκη για τη δική μας Αμερική είναι να δείχνουμε αυτό που είμαστε: ενωμένοι στη ψυχή και συσπειρωμένοι σε ένα σκοπό υπερνικάμε γοργά το καταπιεστικό μας παρελθόν και δε μας αμαυρώνει παρά το καρπερό αίμα, από τα χέρια που αγωνίζονται να κάνουν πέρα τα χαλάσματα και τα σημάδια από τις πληγές που μας έχουν ανοίξει οι παλιοί μας αφέντες. Η περιφρόνηση που μας δείχνει ο ισχυρός αυτός γείτονας που δε μας γνωρίζει είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη δική μας Αμερική. Και μια που πλησιάζει η μέρα που θα μας χτυπήσει τη πόρτα, είναι επιτακτικά αναγκαίο ο γείτονας να μας γνωρίσει, το συντομότερο, για να μη μας περιφρονεί. Από άγνοια μπορεί ακόμα και να έλθει να βάλει τα χέρια του πάνω μας. Όταν μας γνωρίσει, όμως, θα αποτραβήξει τα χέρια του από σεβασμό. Πρέπει κανείς να έχει εμπιστοσύνη στα καλύτερα στοιχεία που έχει ένας άνθρωπος και να φυλάγεται από τα χειρότερα. Πρέπει κανείς να δίνει την ευκαιρία στα καλύτερα στοιχεία να αναδειχθούν για να επικρατήσουν στα χειρότερα. Αλλιώς επικρατεί πάντα το κακό. Οι λαοί πρέπει να τιμωρούν σκληρά όσους υποθάλπουν ανώφελα μίση καθώς και όσους δεν τους λένε έγκαιρα την αλήθεια.

Δε μπορεί να υπάρχει έχθρα φυλετική, γιατί δεν υπάρχουν φυλές. Οι διανοητές της δεκάρας με τη φτωχή τους σκέψη, ζεσταίνουν και ξανασερβίρουν τις «φυλές» που ανακάλυψαν σε κάποια βιβλιοθήκη΄ φυλές που ο αντικειμενικά σκεπτόμενος ταξιδιώτης και ο καλοπροαίρετος παρατηρητής ψάχνουν αλλά ποτέ δε βρίσκουν στη δικαιοσύνης της Φύσης, απ’ όπου πηγάζει η οικουμενική ταυτότητα του ανθρώπου, ξεπηδώντας από τον θρίαμβο της αγάπης και την ανήσυχη δίψα για ζωή. Οι ψυχές, ίσες και αιώνιες, εκπορεύονται από σώματα που διαφέρουν στο σχήμα και στο χρώμα. Όποιος καλλιεργεί και διαδίδει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις φυλές αμαρτάνει κατά της ανθρωπότητας. 
Όταν όμως, στο χωνευτήρι των διαφορετικών λαών, σχηματίζεται ένας νέος λαός, αποκρυσταλλώνονται ορισμένα ζωτικά, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ως προς τον τρόπο σκέψης και τις συνήθειες, τον επεκτατισμό και την επέκταση σε νέα εδάφη, την αλαζονεία και την απληστία, χαρακτηριστικά που, ενώ στην αρχή παραμένουν σε λανθάνουσα κατάσταση και αποτελούν εσωτερική υπόθεση της χώρας, θα μπορούσαν -σε περίοδο εσωτερικών ανακατατάξεων και μέσα από τη ταχύτητα με την οποία προχωρά η διαδικασία διαμόρφωσης των εχθρικών χαρατηριστικών- να μετατραπούν σε σοβαρότατη απειλή για τις αδύναμες και απομονωμένες γειτονικές χώρες που η ισχυρή χώρα θεωρεί κατώτερες και αναλώσιμες. Αυτή η θεωρία εύκολα περνά στη πράξη.
Δε θα έπρεπε κανείς, ωστόσο, σαν τον μνησίκακο επαρχιώτη, να υποθέσει ότι ο ανοικτόχρωμος λαός της ηπείρου είναι μοιραία κι έμφυτα κακός, μόνο και μόνο επειδή δε μιλά τη γλώσσα μας’ ή δε βλέπει τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο όπως εμείς ή έχει διαφορετικές από εμάς πολιτικές αγκυλώσεις ή δε βλέπει με καλό μάτι τους ευέξαπτους λαούς που το δέρμα τους έχει το χρώμα του σταριού ή δε διάκειται φιλικά, μέσα από την αβέβαιη ακόμα κυριαρχία τους, προς όσους είναι λιγότερο ευνοημένοι από την Ιστορία, αλλά παρ’ όλα αυτά, τραβούν τον δρόμο προς τη Δημοκρατία με ηρωίκές δρασκελιές, ούτε πρέπει να αποκρύπτονται τα προφανή δεδομένα του προβλήματος αυτού που μπορεί να επιλυθεί για χάρη της ειρήνης των μελλοντικών αιώνων, μέσα από την έγκαιρη μελέτη του και τη σιωπηρή και επείγορα ενότητα της ψυχής ολόκληρης της ηπείρου.

Γιατί ο ύμνος της ομοψυχίας έχει αρχίσει ήδη να αντηχεί’ η σημερινή γενιά κουβαλά στους ώμους της την εργαζόμενη Αμερική, προχωρώντας στον δρόμο που άνοιξαν οι μεγαλοπρεπείς πατέρες της. Από το Ρίο Μπράβο ως τα στενά του Μαγγελάνου, καβάλα στη ράχη του Κόνδορα, σκόρπισε ο Μέγας Σεμί (σ.σ. Θεός στη γλώσσα των Ιθαγενών Αρουάκο), στα λατινογενή έθνη της ηπείρου και στα πονεμένα νησιά του πελάγους, τον σπόρο της νέας Αμερικής.

El Partido Liberal Μεξικό, 30 Ιανουαρίου 1891

***

The conceited villager believes the entire world to be his village. Provided that be can be mayor, humiliate the rival who stole his sweetheart, or add to the savings in his strongbox, he considers the universal order good, unaware of those giants with seven-league boots who can crush him underfoot, or of the strife in the heavens between comets that go through the air asleep, gulping down worlds. What remains of the village in America must rouse itself. These are not the times for sleeping in a nightcap, but with weapons for a pillow, like the warriors of Juan de Castellanos: weapons of the mind, which conquer all others. Barricades of ideas are worth more than barricades of stones.

There is no prow that can cut through a cloudbank of ideas. A powerful idea, waved before the world at the proper time, can stop a squadron of iron-clad ships, like the mystical flag of the Last judgement. Nations that do not know one another should quickly become acquainted, as men who are to fight a common enemy. Those who shake their fists, like jealous brothers coveting the same tract of land, or like the modest cottager who envies the esquire his mansion, should clasp hands and become one. Those who use the authority of a criminal tradition to lop off the hands of their defeated brother with a sword stained with his own blood, ought to return the lands to the brother already punished sufficiently, if do not want the people to call them robbers. The honest man does not absolve himself of debts of honor with money, at so much a slap. We can no longer be a people of leaves, living in the air, our foliage heavy with blooms and crackling or humming at the whim of the sun's caress, or buffeted and tossed by the storms. The trees must form ranks to keep the giant with seven-league boots from passing! It is the time of mobilization, of marching together, and we must go forward in close ranks, like silver in the veins of the Andes.

Only those born prematurely are lacking in courage. Those without faith in their country are seven-month weaklings. Because they have not courage, they deny it to the others. Their puny arms-arms with bracelets and hands with painted nails, arms of Paris or Madrid-can hardly reach the bottom limb, and they claim the tall tree to be unclimbable. The ships should be loaded with those harmful insects that gnaw at the bone of the country that nourishes them. If they Parisians or from Madrid, let them go to the Prado, to boast around, or to Tortoni´s , in high hats. Those carpenter's sons who ashamed that their fathers are carpenters! Those born in America who are ashamed of the mother that reared them, because she wears an Indian apron, and, who disown their sick mothers, the scoundrels, abandoning her on her sickbed! Then who is a real man? He who stays with his mother and nurses her in her illness, or he who puts her to work out of sight, and lives at her expense on decadent lands, sporting fancy neckties, cursing the womb that carried him, displaying the sign of the traitor on the back of his paper frockcoat? These sons of our America, which will be saved by its Indians in blood and is growing better; these deserters who take up arms in the army of a North America that drowns its Indians in blood and is growing worse! These delicate creatures who are men but are unwilling to do men's work! The Washington who made this land for them, did he not go to live with the English, at a time when he saw them fighting against his own country. These unbelievable of honor who drag the honor over foreign soil like their counterparts in the French Revolution with their dancing, their affections, their drawling speech!

For in what lands can men take more pride that in our long-suffering American republics, raised up among the silent Indian masses by the bleeding arms of a hundred apostles, to the sound of battle between the book and processional candle? Never in history have such advanced and united nations been forged in so short a time from such disorganized elements. The presumptuous man feels that the earth was made to serve as his pedestal, because he happens to have a facile pen or colourful speech, and he accuses his native land of being worthless and beyond redemption because its virgin jungles fail to provide him with a constant means of travelling over the world, driving Persian ponies and lavishing champagne like a tycoon. The incapacity does not lie with the emerging country in quest of suitable forms and utilitarian greatness; it lies rather with those who attempt to rule nations of a unique and violent character by means of laws inherited from four centuries of freedom in the United States and nineteen centuries of monarchy in France. A decree by Hamilton does not halt the charge of the plainsman's horse. A phrase by Sieyes does nothing to quicken the stagnant blood of the Indian race. To govern well, one must see things as they are. And the able governor in America is not the one who knows how to govern the Germans or the French; he must know the elements that make up his own country, and how to bring them together, using methods and institutions originating within the country, to reach that desirable state where each man can attain self-realization and all may enjoy the abundance that Nature has bestowed in everyone in the nation to enrich with their toil and defend with their lives. Government must originate in the country. The spirit of government must be that of the country Its structure must conform to rules appropriate to the country. Good government is nothing more than the balance of the country's natural elements.

That is why in America the imported book has been conquered by the natural man. Natural men have conquered learned and artificial men. The native half-breed has conquered the exotic Creole. The struggle is not between civilization and barbarity, but between false erudition and Nature. The natural man is good, and he respects and rewards superior intelligence as long as his humility is not turned against him, or he is not offended by being disregarded-something the natural man never forgives, prepared as he is to forcibly regain the respect of whoever has wounded his pride or threatened his interests. It is by conforming with this disdained native elements that the tyrants of America have climbed to power, and have fallen as soon as they betrayed them. Republics have paid with oppression for their inability to recognize the true elements of their countries, to derive from them the right kind of government, and to govern accordingly. In a new nation a government means a creator.

In nations composed of both cultured and uncultured elements, the uncultured will govern because it is their habit to attack and resolve doubts with their fists in cases where the cultured have failed in the art of governing. The uncultured masses are lazy and timid in the realm of intelligence, and they want to be governed well. But if the government hurts them, they shake it off and govern themselves. How can the universities produce governors if not a single university in America teaches the rudiments of the art of government, the analysis of elements peculiar to the peoples of America? The young go out into the world wearing Yankee or French spectacles, hoping to govern a people they do not know. In the political race entrance should not go for the best ode, but for the best study of the political factors of one's country. Newspapers, universities and schools should encourage the study of the country's pertinent components. To know them is sufficient, without mincing words; for whoever brushes aside even a part of the truth, whether through intention or oversight, is doomed to fall. The truth is built without it. It is easy to resolve our problem knowing its components than resolve them without knowing them. Along comes the natural man, strong and indignant, and he topples all the justice accumulated from books because he has not been governed in accordance with the obvious needs of the country. Knowing is what counts. To know one's country and govern it with that knowledge is the only way to free it from tyranny. The European university must bow to the American university. The history of America, from the Incas to the present, must be taught in clear detail and to the letter, even if the archons of Greece are overlooked. Our Greece must take priority over the Greece which is not ours. We need it more. Nationalist statement must replace foreign statement. Let the world be grafted onto our republics, but the trunk must be our own. And let the vanquished pedant hold his tongue, for there are no lands in which a man may take greater pride than in our long-suffering American republics.

With the rosary as our guide, our heads white and our bodies mottled, both Indians and Creoles, we fearlessly entered the world of nations. We set out to conquer freedom under the banner of the virgin. A priest, a few lieutenants, and a woman raised the Republic of Mexico onto the shoulders of the Indians. A few heroic students, instructed in French liberty by a Spanish cleric, made Central America rise in revolt against Spain under a Spanish general. In monarchic garb emblazoned with the sun, the Venezuelans to the north and the Argentineans to the south began building nations. When the heroes clashed and the continent was about to rock, one of them, and not the lesser, handed the reins to the other. And since heroism in times of peace is rare because it is not a glorious as in times of war, it is easier to govern when feelings are exalted and united than after a battle, when divisive, arrogant, exotic, or ambitious thinking emerges. The forces routed in the epic struggle-with the feline cunning of the species, and using the weight of realities-were undermining the new structure which comprised both the rough-and-ready, unique regions of our half-breed America and the silk-stockinged and frockcoated people of Paris beneath the flag of freedom and reason borrowed from nations skilled in the arts of government. The hierarchical constitution of the colonies resisted the democratic organization of the republics. The cravatted capitals left their country boots in the vestibule. The bookworm redeemers failed to realize that the revolution succeeded because it came from the soul of the nation; they had to govern with that soul and not without or against it. America began to suffer, and still suffers, from the tiresome task of reconciling the hostile and discordant elements it inherited from the despotic and perverse colonizer, and the imported methods and ideas which have been retarding logical government because they are lacking in local realities. Thrown out of gear for three centuries by a power which denied men the right to use their reason, the continent disregarded or closed its ears to the unlettered throngs that helped bring it to redemption, and embarked on a government based on reason-a reason belonging to all for the common good, not the university brand of reason over the peasant brand. The problem if independence did not lie in a change of forms but in change of spirit.

It was imperative to make common cause with the oppressed , in order to secure a new system opposed to the ambitions and governing habits of the oppressors. The tiger, frightened by gunfire, returns at night to his prey. He dies with his ayes shooting flames and his claws unsheathed. He cannot be heard coming because he approaches with velvet tread. When the prey awakens, the tiger is already upon it. The colony lives on the republic, and our America is saving itself from its enormous mistakes-the pride of its capital cities, the blind triumph of a scorned peasantry, the excessive influx of foreign ideas and formulas, the wicked and unpolitical disdain for the aboriginal race-because of the higher virtue, enriched with necessary blood, or a republic struggling against a colony. The tiger lurks again every tree, lying in wait at every turn. He will die with his claws unsheathed and his eyes shooting flames.

But "these countries will be saved", as was announced by the Argentinean Rivadavia, whose only sin was being a gentleman in these rough-and-ready times. A man does not sheathe a machete in a silken scabbard, nor can he lay aside the short lance merely because he is angered and stands at the door of Iturbide´s Congress, "demanding that the fair-haired one be named emperor". These countries will be saved because a genius for moderation, found in the serene harmony of Nature, seems to prevail in the continent of light, where there emerges a new real man schooled for these real times in the critical philosophy of guesswork and phalanstery that saturated the previous generation.

We were a phenomenon wit ha chest of an athlete, the hands of a dandy, and the brain of a child. We were a masquerader in English breeches, Parisian vest, North America jacket, and Spanish cap. The Indian hovered near us in silence, and went off to hills to baptize his children. The Negro was seeing pouring out the songs of his heart at night, alone and unrecognised among the rivers and wild animals. The peasant, the creator, turned in blind indignation against the disdainful city, against his own child. As for us, we were nothing but epaulets and professors´ gown in countries that came into the world wearing hemp sandals and headbands. It would have been the mark of genius to couple the headband and the professors´ gown with the founding fathers´ generosity and courage, to rescue the Indian, to make a place for the competent Negro, to fit liberty to the body of those who rebelled and conquered for it. We were left wit the hearer, the general, the scholar, and the sinecured. The angelic young, as if caught in the tentacles of an octopus, lunged heavenward, only to fall back, crowned with clouds in sterile glory. The native, driven by instinct, swept away the golden staffs of office in blind triumph. Neither the Europeans nor the Yankee could provide the key to the Spanish American riddle. Hate was attempted, and every year the countries amounted to less. Exhausted by the senseless struggle between the book and the lance, between reason and the processional candle, between the city and the country, weary of the impossible rule by rival urban cliques over the natural nation tempestuous or inert by turns, we being almost unconsciously to try love. Nations stand up and greet one another. "What are we?" is the mutual question, and little by little they furnish answers. When a problem arises in Cojímar, they do not seek its solution in Danzig. The frockcoat are still French , but thought begins to be American. The youth of America are rolling up their sleeves, digging their hands in the dough, and making it rise with the sweat of their brows. They realize that there is too much imitation, and that creation holds the key to salvation. "Create" is the password of this generation. The wine is made from plantain, but even if it turns sour, it is our own wine! That a country's form of government must be in keeping with its natural elements is a foregone conclusion. Absolute ideas must take relative forms if they are not to fail because of an error in form. Freedom, to be viable, has to be sincere and complete. If a republic refuses to open its arms to all, and move ahead wit hall, it dies. The tiger within sneaks in through the crack; so does the tiger from without. The general holds back his cavalry to a pace that suits his infantry, for if its infantry is left behind, the cavalry will be surrounded by the enemy. Politics and strategy are one. Nations should live in an atmosphere of self-criticism because it is healthy, but always with one heart and one mind. Stoop to the unhappy, and lift them up in your arms! Thaw out frozen America with the fire of your hearts! Make the natural blood of the nations´ course vigorously through their veins! The new American are on their feet, saluting each other from nation to nation, the eyes of the laborers shining with joy. The natural statesman arises, schooled in the direct study of Nature. He reads to apply his knowledge, not to imitate. Economists study the problems at their point of origin. Speakers begin a policy of moderation. Playwrights bring native characters to the stage. Academies discuss practical subjects. Poetry shears off its Zorrilla-like locks and hangs its red vest on the glorious tree. Selective and sparkling prose is filled with ideas. In the Indian republics, the governors are learning Indian.

American is escaping all its dangers. Some of the republics are still beneath the sleeping octopus, but others, under the law of averages, are draining their land with sublime and furious haste, as if to make up for centuries lost. Still others, forgetting that Juarez went about in a carriage drawn by mules, hitch their carriages to the wind, their coachmen soap bubbles. Poisonous luxury, the enemy of freedom, corrupts the frivolous and opens the door to the foreigner. In others, where independence is threatened, an epic spirit heightens their manhood. Still others spawn an army capable of devouring them in voracious wars. But perhaps our America is running another risk that does not come from itself but from the difference in origins, methods, and interests between the two halves of the continent, and the time is near at hand when an enterprising and vigorous people who scorn and ignore our America will even so approach it and demand a close relationship. And since strong nations, self- made by law and shotgun, love strong nations and them along; since the time since the time of madness and ambition-from which North America may be freed by the predominance of the purest elements in its blood, or on which it may be launched by its vindictive and sordid masses, its tradition of expansion, or the ambition of some powerful leader-is not so near at hand, even to the most timorous eye, that there is no time for the test of discreet and unwavering pride that could confront and dissuade it; since its good name as a republic in the eyes of the world's perceptive nations puts upon North America a restrain that can not be taken away by childish provocations or pompous arrogance or parricidal discords among our American nations-the pressing need of our America is to show itself as it is, one in spirit and intent, swift conquerors of a suffocating past, stained only by the enriching blood drawn from the scarfs left upon us by our masters. The scorn of our formidable neighbor who does not know us is our America's greatest danger. And since the day of the visit is near, it is imperative that our neighbor know us, and soon, so that it will not scorn us. Through ignorance it might even come the lay hands on us. Once it does know us, it will remove its hands out of respect. One must have faith in the best in men and distrust the worst. One must allow the best to be shown so that it reveals and prevails over the worst. Nations should have a pillory for whoever stirs up useless hate, and another for whoever fails to tell them the truth in time.

There can be no racial animosity, because there are no races. The theorist and feeble thinkers string together and warm over the bookshelf races which the well-disposed observer and the fair-minded traveller vainly seek in the justice of Nature where man's universal identity springs forth from triumphant love and the turbulent huger for life. The soul, equal and eternal, emanates from bodies of different shapes and colors. Whoever foments and spreads antagonism and hate between the races, sins against humanity. But as nations take shape among other different nations, there is condensation of vital and individual characteristics of thought habit, expansion and conquest, vanity and greed which could-from the latent state of national concern, and in the period of internal disorder, or the rapidity with which the country's character has been accumulating-be turned into a serious threat for the weak and isolated neighbouring countries, declared by the strong country to be inferior and perishable. The thought is father to the deed. And one must not attribute, through a provincial antipathy, a fatal and inborn wickedness to the continents´ fair skinned nation simply because it does not speak our language, nor see the world as we see it, nor resemble us in its political defects, so different from ours, nor favourably regard the excitable, darkskinned people, or look charitably, from its still uncertain eminence, upon those less favored by history, who climb the road of republicanism by heroic stages. The self-evidence facts of the problem should not be obscured, because the problem can be resolved, for peace of centuries to come, by appropriate study, and by tacit and immediate union in the continental spirit. With a single voice the hymn is already being sung; the present generation is carrying industrious America along the road enriched by their sublime fathers; from Rio Grande to the strains of Magellan, the Great Semi, astride its condor, spread the seed of the new America over the romantic nations of the continent and the sorrowful islands of the sea!

El Partido Liberal Mexico, 30 January 1891                                      
Sierra Maestra  

Δεν υπάρχουν σχόλια: