Διήγημα της Λιλιάνας Δρίτσα
Βάδιζε βιαστικά, και λίγο νευριασμένη, στο κέντρο της Αθήνας.
Από
την εφημερίδα της είχαν δώσει να κάνει ένα δύσκολο ρεπορτάζ για τους
μετανάστες. Κι έπρεπε γι’ αυτό να πάει στη Σοφοκλέους. Μέσα στην αγορά,
μέσα στην κίνηση, σε μέρη που δεν θα επέλεγε μόνη της να περπατήσει
ποτέ!
Η
αλήθεια είναι πως την ενδιέφερε πολύ η δημοσιογραφία, αλλά κάπως αλλιώς
την φανταζόταν όταν σπούδαζε....
Ήξερε πως είχε καλή πέννα και λογάριαζε
πως απλά θα είχε την υποχρέωση να γράφει κάποια κομμάτια και τη χαρά να
τα βλέπει την άλλη μέρα δημοσιευμένα… Ούτε που πήγαινε το μυαλό της ότι
θα ξεποδαριαζότανε για να μαζέψει τα στοιχεία του άρθρου της και τα μισά
από τα γραφτά της θα κοβόντουσαν από την αρχισυνταξία…
Περπατούσε
κρατώντας σφιχτά την τσάντα της και κοιτάζοντας ανήσυχα δεξιά αριστερά.
Όχι, δεν είχε συνηθίσει σ’ αυτές τις εικόνες στη γειτονιά που ζούσε,
σχεδόν ένοιωθε σα να βρισκόταν σε άλλη χώρα. Μελαψές φάτσες, άγνωστες
γλώσσες, πινακίδες με αλλόκοτα γράμματα… Αισθανόταν τέτοια ανασφάλεια
που της ερχόταν να τα βροντήξει κάτω και να γυρίσει στην εφημερίδα κι ας
γινόταν ότι ήθελε, ας την διώχνανε, θα έβρισκε αλλού δουλειά…
Πώς, εμένα μου λες… Ήταν η μόνη απ’ τη σχολή που έκανε αυτό που είχε
σπουδάσει, έστω κι αν την είχαν με έναν πενιχρό μισθό και ανασφάλιστη.
Εθεωρείτο η τυχερή της παρέας, κι αυτό γιατί έτυχε ο πατέρας της να έχει
κάποιες γνωριμίες. Όλοι οι άλλοι ή κάθονταν και έπαιρναν ακόμη
χαρτζηλίκι απ’ τους γονείς ή δούλευαν σε καφετέριες και σε
φαστφουντάδικα…
Αποφάσισε πως δεν την έπαιρνε να μην κάνει το ρεπορτάζ, όσο άσχημα κι αν αισθανόταν ανάμεσα σ’ αυτό το πλήθος.
Ξανακοίταξε
το χαρτάκι με τη διεύθυνση που της είχαν δώσει. Είχε φτάσει. Κοίταξε
από πάνω της. Ένα κτίριο μισογκρεμισμένο, χωρίς πόρτες και παράθυρα,
ούτε θα περνούσε ποτέ από το μυαλό των περαστικών πως κατοικούνταν.
Διέσχισε την φαγωμένη ξύλινη εξώπορτα και άρχισε ν’ ανεβαίνει μια
ετοιμόρροπη στριφτή σκάλα. Από κάπου ακούγονταν ομιλίες, σε μια ξένη
γλώσσα που της θύμισε αραβικά.
Κοίταξε κάτω. Δυό γυναίκες άπλωναν σ’ ένα πρόχειρα βαλμένο σκοινί
μερικά ρούχα. Δεν τις είχε δει. Πήγε να τις ρωτήσει κάτι αλλά
εξαφανίστηκαν τρομαγμένες σε μια πόρτα κάτω από τη σκάλα.
Συνέχισε ν’ ανεβαίνει. Όποιος την έβλεπε παραμέριζε ταραγμένος. Πόρτες
έκλειναν. Δεν έβρισκε κανέναν να μιλήσει, παρόλο που ήταν φανερό ότι στο
κτίριο βρίσκονταν αρκετοί άνθρωποι.
Εκείνη έψαχνε κάποιον Μαχμούντ. Εκείνος είχε πάρει τηλέφωνο στην εφημερίδα και τους είχε ζητήσει να έρθουν…
-Κοπελλιά, άκουσε κάπου πίσω της. Είσαι από την εφημερίδα;
Τα ελληνικά του ήταν καλά, μόνο η προφορά έδειχνε πως ήταν ξένος.
Γύρισε. Το πρόσωπο ήταν μελαψό, το χαμόγελο πλατύ, φιλικό.
-Είσαι ο Μαχμούντ;
-Ναι, πέρασε μέσα.
Το ¨μέσα¨ ήταν χειρότερο απ’ το ¨έξω¨.
Δυο-τρία
άθλια στρώματα ριγμένα στις γωνίες. Χωρίς σεντόνια, γυμνά, με τρύπες να
χάσκουν. Κάτι παρόμοια είχε δει στα σκουπίδια, παλιά…
Ένα
κουτσό τραπέζι μ’ ένα πετρογκάζ. Μια μοναδική καρέκλα που ο Μαχμούντ
έτεινε προς το μέρος της. Δίστασε να κάτσει αλλά ντράπηκε και ν’
αρνηθεί. Άλλωστε, έπρεπε κάπου ν’ ακουμπήσει, ν’ ανοίξει τα χαρτιά της,
να βάλει μπρος το κασετοφωνάκι της. Από το τηλέφωνο ο Μαχμούντ είχε
υποσχεθεί να της μιλήσει ελεύθερα, χωρίς περιστροφές και , κυρίως, χωρίς
φόβο.
«Όχι
φωτογραφίες», της είχε πει μόνο. Ήταν παράνομος. Και δεν ήθελε με
τίποτα να βρεθεί πάλι πίσω στην πατρίδα του. «Καλύτερα να πεθάνω εδώ…»
Δεν
χρειάστηκε παρακάλι για ν’ αρχίσει. Είχε τόσα να πει, φούσκωνε η καρδιά
του, δεν τα χώραγε… Ιστορίες που εκείνη είχε ξανακούσει- όχι, όμως, από
πρώτο χέρι.
Είναι
αλλιώτικο να τα διαβάζεις, να τα βλέπεις στην τηλεόραση, κι άλλο να τ’
ακούς από το στόμα ενός ανθρώπου που έρχεται απ’ την κόλαση-και
συνεχίζει να ζει μια κόλαση…
«…Μας
φόρτωσαν σ’ένα καμιόνι νύχτα. Τρέμαμε απ’ το φόβο μας. Η πολιτοφυλακή
δεν αστειεύεται, εκεί πέρα, βαράει στο ψαχνό – παρόλο που τους είχαμε
πληρώσει… Πουλήσαμε ο τι είχαμε και δεν είχαμε γι’ αυτό το ταξίδι…»
-Δηλαδή; Τόλμησε να ρωτήσει.
Ήθελε να πει, ¨τι μπορεί να είχατε που άξιζε να πουληθεί;¨
Της χαμογέλασε με πίκρα. Είχε καταλάβει το νόημα της ερώτησης.
«Δεν
ήμασταν πάντα έτσι, πήρε να της λέει, χωρίς να θυμώσει. «Ξέρεις, εκεί
ήμασταν και μεις κανονικοί άνθρωποι, σαν και σας… Είχαμε το σπίτι μας,
τις δουλειές μας… Τα παιδιά μας πήγαιναν σχολείο, μάθαιναν ξένες
γλώσσες, ακόμη και μουσική… Το Σαββατοκύριακο πηγαίναμε εκδρομή στην
παραλία… Έχει όμορφες παραλίες η χώρα μου…»
Σταμάτησε για λίγο και κοίταξε έξω, εκεί που φαινόταν ένα κομμάτι ουρανός, σαν ο νους του να ταξίδεψε εκεί.
Ύστερα γύρισε πάλι προς το μέρος της.
«…Τριάντα
άτομα σ’ ένα καμιόνι,» συνέχισε από κει που είχε σταματήσει, «για
μέρες, ούτε ξέραμε πόσες, φοβόμαστε να βγούμε, ακόμη και για τις ανάγκες
μας. Κάποια στιγμή, τη νύχτα, μας αμολούσανε για λίγο στο ύπαιθρο και
δεν μας άφηναν να απομακρυνθούμε. Ντρεπόμαστε, είχαμε και γυναίκες
ανάμεσά μας…»
-Είχες και συ την οικογένειά σου μαζί; τόλμησε να ρωτήσει
«Μόνο τον γιο μου. Είναι δεκαεφτά χρονώ. Αν έμενε εκεί θα τον συλλαμβάνανε…»
-Και μετά;
«Μόλις
φτάσαμε στα ελληνικά σύνορα μας βγάλανε από το καμιόνι και μας άφησαν
εκεί. Κόφτε το λαιμό σας, σου λέει. Τι κάνουνε τώρα; Μας βγήκε η ψυχή…
Στρατιώτες, περιπολίες, κρύο, πείνα, φόβος. Και μεις, με τα ρούχα που
φορούσαμε και χωρίς λεφτά, μας τα είχανε πάρει όλα οι δουλέμποροι…»
Σταμάτησε και κοίταξε το πάτωμα κουνώντας το κεφάλι του. Τον βασάνιζαν οι εικόνες που περιέγραφε, ήταν φανερό…
«… Με τα πολλά, φτάσαμε εδώ κάτω…»
Πάλι παύση, πάλι κούνημα του κεφαλιού.
Κοίταξε ένα γύρω το δωμάτιο σα να το έβλεπε για πρώτη φορά.
«..Δεν το περιμέναμε αυτό ...», ψέλλισε, σα να μιλούσε στον εαυτό του.
-Τι περιμένατε;
«…Άλλα
μας έγραφαν αυτοί που είχαν έρθει πριν από μας… Ξέρεις… ντρέπονταν… Μας
έλεγαν πως βρήκαν δουλειά, πως ζουν καλά… Και ξεγελιόμασταν και μεις.
Και γω, τώρα, δεν τα λέω όλα στη γυναίκα μου. Την παίρνω τηλέφωνο μια
φορά στο τόσο, μόνο για να ξέρει πως είμαστε καλά, δηλαδή, πως ζούμε
ακόμα, εγώ και το παιδί. Γιατί να την στενοχωρήσω; Όμως, δε σχεδιάζω πια
να την φέρω εδώ πέρα…».
Κόμπιασε λίγο. Ήταν φανερό πως ζοριζόταν.
«Στο είπα, ήμασταν μαθημένοι αλλιώς. Παλιά, στη χώρα μου, ήμασταν και μεις κανονικοί άνθρωποι, σαν και σας…»
Ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό της σ’ αυτά τα λόγια. Και απέραντη αμηχανία. Δεν ήξερε τι άλλο να ρωτήσει.
Ευτυχώς, εκείνη την ώρα μπήκε μέσα στην κάμαρα ένα παλληκαράκι.
«Ο γιος μου, που σου έλεγα…»
Της χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο πιο πλατύ κι απ’ του πατέρα του ,που έκανε το δωμάτιο να φανεί λιγότερο άθλιο.
«…Εκεί πίσω, στην πατρίδα, ήθελε να γίνει μουσικός…»
Το παλληκαράκι άφησε στη γωνιά μια μεγάλη σακούλα με ντενεκεδάκια από αναψυκτικά.
«…
Στην αρχή που ήρθαμε δουλέψαμε λίγο στις οικοδομές. Μετά δεν βρίσκαμε
καθόλου μεροκάματο. Πήγαμε στον Πειραιά, φόρτωμα, ξεφόρτωμα… Τώρα δεν
μας παίρνουν πουθενά. Μαζεύουμε πράγματα από τα σκουπίδια και τα
πουλάμε. Για λίγο ψωμί… Έχουμε και το φόβο, φαινόμαστε πως είμαστε
ξένοι και μας κυνηγάνε…
-Κι εδώ; Πώς ζείτε;
«…Πληρώνουμε κάτι όλοι μαζί. Ό τι μαζέψουμε. Δεν έχουμε ούτε νερό ούτε ρεύμα…»
Της φάνηκε σαν κάποιος να της διηγιόταν τον χτεσινοβραδινό εφιάλτη του. Πόσο μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος έτσι…
-Έχετε κάνει αίτηση για άσυλο;
«…Από την αρχή. Τίποτα. Δυο χρόνια, τώρα…»
Στο δωμάτιο μπήκαν άλλοι δυο νεαροί κι ένας ηλικιωμένος, πετσί και κόκκαλο.
Ήθελε να τους ρωτήσει κι αυτούς. Δεν ήξεραν ελληνικά. Κι ο Μαχμούντ μετέφραζε.
Μοιάζαν
οι ιστορίες τους. Έμοιαζε και το χαμόγελό τους. Καθώς τους έβλεπες να
μιλούν στη γλώσσα τους, καθόλου δεν πήγαινε το μυαλό σου τι φριχτά
πράγματα έλεγαν, πόση πίκρα, και δυστυχία, κι απανθρωπιά μαρτυρούσαν.
Και πόση καρτερία… Ακόμα κι ελπίδα…
Κράτησε τις σημειώσεις της, έκλεισε το κασετοφωνάκι της και ξεκίνησε να φύγει.
«Θέλεις ν’ ακούσεις ένα τραγούδι της πατρίδας μας;» τη ρώτησε ο Μαχμούντ καθώς της έδινε το χέρι.
Από κάπου ξεφύτρωσε ένα παλιό όργανο που έμοιαζε με μπουζούκι.
Ο
γιος του Μαχμούντ το πήρε στα χέρια του. Όλοι μαζί αρχίσανε να
μουρμουρίζουν, στην αρχή σιγανά, ύστερα με πιο πολύ μεράκι, ένα σκοπό
που της φάνηκε οικείος. Με βυζαντινά γυρίσματα. Με καημό και πάθος που
δεν της ήταν ξένα. Σα να καταλάβαινε τα λόγια, ένοιωσε. Για φτώχεια, θα
λέγανε, για ξενιτειά, για πόνο. Σα να άκουγε Καζαντζίδη…
Κατεβαίνοντας τη σκάλα δεν ένοιωθε φόβο και ανασφάλεια, πια.
Στ’ αυτιά της άκουγε για πολύ τη φωνή του Μαχμούντ: «…Στη χώρα μας, παλιά, ήμασταν και μεις κανονικοί άνθρωποι. Σαν και σας…».
Η Λιλιάνα Δρίτσα είναι συγγραφέας,μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Τό διήγημα είναι από τη συλλογή " Η Μούντζα του Αχιλλέα" αριστερό blog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου