Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

ΑΜΗΧΑΝΙΑ

Στην αρχή το υπερεκτιμήσαμε. Θάψαμε κάθε άλλη στιγμή του αντιδικτατορικού αγώνα, κάθε «ανώνυμη» θυσία, κάθε λυγμό και βογκητό από φάλαγγα στα υπόγεια της ΕΣΑ. Τα πάντα έγιναν «μία μέρα». Την 17η Νοεμβρίου 1973. Σας να είχε πέσει μια επταετής χούντα σε 24 ώρες.
Έτσι φορτισμένη η μέρα αυτή, απέκτησε διαπραγματευτική αξία. Το «ήμουν στο Πολυτεχνείο» έγινε διαβατήριο για το χώρο του ....
στελεχιακού δυναμικού της επαγγελματικής πολιτικής. Έδωσε μισθούς κι έφτιαξε καριέρες. Τυπώθηκε σε προεκλογικά φυλλάδια. Έγινε τίτλος βιβλίων. Έγινε εκπομπές. Έγινε τραγούδια.
Στη συνέχεια, μας έπιασε μια μανία αποδόμησης. «Σιγά το Πολυτεχνείο». «Η χούντα θα έπεφτε ούτως ή άλλως». «Οι συνταγματάρχες τελείωσαν τη δουλειά των αμερικανών και τους ήταν άχρηστοι». «Ωραία ήταν στο Πολυτεχνείο». «Όχι και εθνική γιορτή το Πολυτεχνείο». Πάρε μια μαθητική εκδήλωση να ξεμπερδεύουμε με το ηθικό μέρος του ζητήματος.
Αργότερα, το ανέλαβαν οι τηλεοπτικοί σταθμοί. Το Πολυτεχνείο ακόμη μοίραζε χρήμα. Κυρίως για τους ιδιοκτήτες μπαλκονιών που έβλεπαν στους δρόμους όπου γίνονταν τα επεισόδια. Επεισόδια εθιμικού δικαίου, χουλιγκανικού  τύπου πολλές φορές. Επεισόδια που γέννησαν τους «γνωστούς – αγνώστους». Κερκίδα το Πολυτεχνείο και έσοδα από διαφημίσεις ανάμεσα στις ζωντανές μεταδόσεις.
Τράβηξε πολλά αυτό το έρμο το Πολυτεχνείο. Το ξευτέλισαν, το ξεμάλλιασαν, το ιδιωποιήθηκαν, το μοίρασαν οι κομματικές νεολαίες κάπως σαν το Βερολίνο, το εκμεταλλεύτηκαν, το ξέσκισαν, το μείωσαν….
Και τώρα, να που ξαφνικά βρεθήκαμε να πρέπει να το υπερασπιστούμε μπροστά στους νεοναζί. Να, που πρέπει να το υπερασπιστούμε μπροστά στους χρυσαυγίτες. Στους νοσταλγούς της Χούντας. Και τώρα, πώς θα το κάνουμε εμείς οι ίδιοι που είχαμε από καιρό ξεμπερδέψει μαζί του, χαρίζοντάς το σε Δαμανάκηδες και «γνωστούς – άγνωστους»;
Τώρα, πώς θα το υπερασπιστούμε εμείς που βάλαμε το ερωτηματικό μετά το «Πολυτεχνείο Ζει», μετατρέποντας την όποια βεβαιότητα σε ζητούμενο; Ευτυχώς υπάρχουν οι άνθρωποι που πέρασαν από τα υπόγεια της χουντικής ασφάλειας κι ύστερα μονάχοι τους έγλειψαν τις πληγές τους. Ευτυχώς που υπήρχαν οι χιλιάδες άνθρωποι που αδιαφόρησαν για τη ζωή τους και πέρασαν στο Πολυτεχνείο κυνηγημένοι από πραγματικούς κυνηγούς κεφαλών. Στρατό και Αστυνομία που πληρώνονταν με το κομμάτι. Κι, όμως, πέρασαν και στάθηκαν απέναντί τους.
Κι όταν έπεσε εκείνη η Χούντα, αυτοί οι χιλιάδες άνθρωποι συνέχιζαν τη ζωή τους χωρίς να πουλήσουν τίποτα, χωρίς να εξαργυρώσουν ένα «ήμουν κι εγώ εκεί». Συνέχισαν, έχοντας κάνει το χρέος στον εαυτό τους και στην πίστη τους στην ελευθερία. Ευτυχώς που υπάρχουν αυτοί και σήμερα μπορώ ακόμη να λέω «ευχαριστώ».

 Φοβᾶμαι…
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.

Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.
Μανώλης Αναγνωστάκης,  Νοέμβρης 1983                                      ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ  

Δεν υπάρχουν σχόλια: