Του Γιάννη Μακριδάκη Αρχίσαμε και φέτος να προσκυνούμε τη γη
Γονατιστοί με τις ώρες, σε στάση μετάνοιας για να μας δώσει τα ελέη της
Ελιά την ελιά μαζεύουμε με τα δυο χέρια, ρόγα τη ρόγα γεμίζουμε τα συκλιά μας κι ύστερα το τσουβάλι. Και βλέπουμε μπροστά μας ολοζώντανη τη ματαιότητα του ενός κι αμέσως την τρανή δύναμη του συνόλου
Τι κι αν δεν έβρεξε ακόμα φέτος στον τόπο μας. Τι κι αν το μισό νησί κατακάηκε το περασμένο καλοκαίρι στο όνομα της ανάπτυξης...
. Τα λιόδεντρα αντέχουνε, μας στηρίζουνε ακόμα και διψασμένα, ακόμα και καψαλισμένα, μας δίνουνε το θαύμα της φύσης να στηλωθούμε. Όπως θρέψανε γενιές και γενιές σκυμμένες από κάτω τους, έτσι κάνουν και με μας τώρα. Συνεχίζουν την προσφορά τους δίχως καμιά προσμονή, δίχως να νοιάζονται ποιος τα ορίζει δήθεν. Κοιτούν τον άνθρωπο που λέει πως τα κατέχει, πως είναι δικά του, πως τα ‘χει αγορασμένα μαζί με τη γη και κουνάνε στοϊκά τα κλαριά τους τα κατάφορτα. Πόσοι περάσαν απ’ εδώ και πόσοι θα περάσουν, έτσι μου ‘πε μια μέρα κουνώντας το χέρι της κυκλικά η κυρά Βασιλικώ η εκατοντάχρονη λίγο πριν κλείσει τα μάτια της, κι από τότε κάθε φορά που αφουγκράζομαι τα λιόδεντρα, αυτό νομίζω πως μου λένε. Εμένα, του αφέντη τους. Πόσους είδαμε να προσκυνούν από κάτω μας και πόσους θα δούμε ακόμα. Κι εσύ νομίζεις πως είσαι ένας και μοναδικός και λες πως είμαστε δικά σου και μας ορίζεις, άνθρωπε. Και χαμογελάνε τα λιόδεντρα με νόημα και κουνοβολάνε τα κλαριά και πέφτουνε κάμποσες ελίτσες στο κεφάλι μου. Θα νιώσουνε οι άνθρωποι μια μέρα, πού θα πάει, πως δεν είναι αφέντες τούτης της γης μα υποτακτικοί της, θα το νιώσουνε σίγουρα την ώρα της κρίσης, την ώρα της στέρησης, την ώρα που θα δουν πως όσο χρήμα κι αν έχουν δεν θα χει αξία δίχως τα δέντρα και τα άλλα πλάσματα γύρω τους.
Αρχίσαμε πάλι φέτος λοιπόν το προσκύνημα. Ολημερίς στην προσευχή σαν μουσουλμάνοι τις Παρασκευές. Να βγάλουμε το λάδι μας, να ζήσουμε και φέτος.
Τα λιοτρίβια στο χωριό ανοίξανε σήμερα.
Γονατιστοί με τις ώρες, σε στάση μετάνοιας για να μας δώσει τα ελέη της
Ελιά την ελιά μαζεύουμε με τα δυο χέρια, ρόγα τη ρόγα γεμίζουμε τα συκλιά μας κι ύστερα το τσουβάλι. Και βλέπουμε μπροστά μας ολοζώντανη τη ματαιότητα του ενός κι αμέσως την τρανή δύναμη του συνόλου
Τι κι αν δεν έβρεξε ακόμα φέτος στον τόπο μας. Τι κι αν το μισό νησί κατακάηκε το περασμένο καλοκαίρι στο όνομα της ανάπτυξης...
. Τα λιόδεντρα αντέχουνε, μας στηρίζουνε ακόμα και διψασμένα, ακόμα και καψαλισμένα, μας δίνουνε το θαύμα της φύσης να στηλωθούμε. Όπως θρέψανε γενιές και γενιές σκυμμένες από κάτω τους, έτσι κάνουν και με μας τώρα. Συνεχίζουν την προσφορά τους δίχως καμιά προσμονή, δίχως να νοιάζονται ποιος τα ορίζει δήθεν. Κοιτούν τον άνθρωπο που λέει πως τα κατέχει, πως είναι δικά του, πως τα ‘χει αγορασμένα μαζί με τη γη και κουνάνε στοϊκά τα κλαριά τους τα κατάφορτα. Πόσοι περάσαν απ’ εδώ και πόσοι θα περάσουν, έτσι μου ‘πε μια μέρα κουνώντας το χέρι της κυκλικά η κυρά Βασιλικώ η εκατοντάχρονη λίγο πριν κλείσει τα μάτια της, κι από τότε κάθε φορά που αφουγκράζομαι τα λιόδεντρα, αυτό νομίζω πως μου λένε. Εμένα, του αφέντη τους. Πόσους είδαμε να προσκυνούν από κάτω μας και πόσους θα δούμε ακόμα. Κι εσύ νομίζεις πως είσαι ένας και μοναδικός και λες πως είμαστε δικά σου και μας ορίζεις, άνθρωπε. Και χαμογελάνε τα λιόδεντρα με νόημα και κουνοβολάνε τα κλαριά και πέφτουνε κάμποσες ελίτσες στο κεφάλι μου. Θα νιώσουνε οι άνθρωποι μια μέρα, πού θα πάει, πως δεν είναι αφέντες τούτης της γης μα υποτακτικοί της, θα το νιώσουνε σίγουρα την ώρα της κρίσης, την ώρα της στέρησης, την ώρα που θα δουν πως όσο χρήμα κι αν έχουν δεν θα χει αξία δίχως τα δέντρα και τα άλλα πλάσματα γύρω τους.
Αρχίσαμε πάλι φέτος λοιπόν το προσκύνημα. Ολημερίς στην προσευχή σαν μουσουλμάνοι τις Παρασκευές. Να βγάλουμε το λάδι μας, να ζήσουμε και φέτος.
Τα λιοτρίβια στο χωριό ανοίξανε σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου