Χάρης Λαμπρόπουλος, Μπάμπης Συριόπουλος
Είναι φανερό από την καθημερινότητα που
βιώνουμε ότι οι επιπτώσεις της καπιταλιστικής κρίσης και της κυρίαρχης
πολιτικής επιδεινώνουν την «κατάσταση της εργατικής τάξης» στην Ελλάδα με
ραγδαίους ρυθμούς. Η περίφημη διαφορά ανάμεσα στο κοινωνικό και στο βιολογικό
όριο εξαλείφεται μέρα με τη μέρα. Αλλά και το βιολογικό όριο δεν είναι ταμπού
για το κεφάλαιο σήμερα στη χώρα μας. Με απλά λόγια τίθεται με οξύ τρόπο
ζητήματα επιβίωσης για ένα συνεχώς αυξανόμενο κομμάτι του πληθυσμού.....
Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας της
Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 2012 με
τίτλο «Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών
Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2010 – Κίνδυνος Φτώχειας» το ποσοστό του
πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται
στο 27,7% του πληθυσμού της χώρας. Ενώ ο κίνδυνος της φτώχειας στην Ευρώπη των
27 κρατών μελών εκτιμάται σε 16,4%.
Αν συνυπολογίσουμε το χρόνο έρευνας και
την οικονομική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και βιώνουμε, την τεράστια και
συνεχώς διογκούμενη ανεργία, καταλαβαίνουμε τη διεύρυνση του πληθυσμού που
βρίσκεται ήδη σε κατάσταση φτώχειας ή στα όριά της.
Σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύεται το θέμα
της κοινωνικής αλληλεγγύης και μέτρων ή πρωτοβουλιών αντιμετώπισης της κατάστασης
που έχει διαμορφωθεί.
Οι πλευρές από τις οποίες προσεγγίζεται το
ζήτημα και δίνονται απαντήσεις είναι ποικίλες.
«Η φτώχεια είναι
ευκαιρία», για τις επιχειρήσεις φυσικά!
Μία πρώτη απάντηση δίνεται από το ίδιο το
σύστημα. Η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός θεωρούνται περίπου
αντικειμενικές επιπτώσεις της καπιταλιστικής κρίσης, αποσυνδεδεμένες από τα
αίτια που τις προκαλούν. Η ανησυχία και οι αντίστοιχες πρωτοβουλίες που παίρνει
αποσκοπούν στη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, στην «απενοχοποίησή» του, την
υλική εξάρτηση και ιδεολογική ενσωμάτωση των εργαζομένων. Μάλιστα
παραλλάσσοντας το μότο «η κρίση είναι ευκαιρία» το μετατρέπει σε «η φτώχεια
είναι ευκαιρία», για τον καπιταλισμό φυσικά.
Αναδεικνύεται για άλλη μια φορά ο θαυμαστός τρόπος που ο καπιταλισμός καταφέρνει να απαντάει
προς όφελός του σε προβλήματα που ο ίδιος δημιουργεί.
Σαν απάντηση στην όξυνση του κοινωνικού
προβλήματος δημιουργεί δομές αλληλεγγύης που προωθούνται μέσω του κράτους, της
ΕΕ, διεθνών οργανισμών, καπιταλιστικών επιχειρήσεων, δήμων, περιφερειών,
εκκλησίας, ΜΚΟ με ποικίλα σχήματα και παραλλαγές.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε το τελευταίο
διάστημα με γοργούς ρυθμούς σε κάθε δήμο να αναπτύσσονται διάφορες δομές
τέτοιου τύπου (κοινωνικά παντοπωλεία, κοινωνικά ιατρεία, κοινωνικά φαρμακεία,
κοινωνικά φροντιστήρια κλπ.). Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο δήμους με αριστερή
πλειοψηφία οπότε θα μπορούσαμε να
υποθέσουμε ότι επιτέλους δικαιώνεται το όραμα του ΣΥΡΙΖΑ που ονειρεύεται τους
καλλικρατικούς δήμους σαν «ασπίδες κοινωνικής προστασίας του πολίτη», αλλά έχει
μια γενικότερη διάσταση.
Αν ανατρέξουμε στο επιχειρησιακό πρόγραμμα με τίτλο «ανάπτυξη
ανθρωπινού δυναμικού» θα δούμε ότι ο τέταρτος θεματικός άξονας με τίτλο «πλήρης ενσωμάτωση του συνόλου του ανθρωπινού
δυναμικού σε μια κοινωνία ίσων ευκαιριών» ο όποιος συγχρηματοδοτείται από
το ευρωπαϊκό κοινωνικό ταμείο (ΕΚΤ) θέτει σαν έναν από τους στόχους τη «Δημιουργία
δικτύου κοινωνικής ασφάλειας κατά
του κοινωνικού αποκλεισμού», το οποίο κατά τα λεγόμενά του θα
διασφαλίζει την πρόσβαση για όλους σε βασικές υπηρεσίες, όπως ιατρική
περίθαλψη, στέγαση και εκπαίδευση.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο
κείμενο «Για την αντιμετώπιση του φαινομένου της Φτώχειας και του Κοινωνικού
Αποκλεισμού απαιτείται η οργανική διασύνδεση των πολιτικών κοινωνικής
προστασίας με τις πολιτικές ανάπτυξης και απασχόλησης μέσω της ευρύτερης
δραστηριοποίησης όλων των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων. Προς την κατεύθυνση
αυτή, σχεδιάζεται η δημιουργία ενός
Εθνικού Δικτύου άμεσης κοινωνικής παρέμβασης για την εφαρμογή ενός συνόλου
ενεργειών σε πανελλαδικό επίπεδο. Η έννοια του δικτύου αναφέρεται και
συγχρόνως προϋποθέτει την απαραίτητη δικτύωση, λειτουργία, συνεργασία και
αλληλοϋποστήριξη Κοινωνικών Εταιρικών
Σχημάτων τα οποία θα λειτουργήσουν ως Κοινωνικές Δομές άμεσης αντιμετώπισης του
φαινομένου της φτώχειας»
Το Σχέδιο Δράσης του κάθε Εταιρικού Κοινωνικού Σχήματος μπορεί να
περιλαμβάνει από μία έως και τις οκτώ
παρακάτω Κοινωνικές Δομές : Κοινωνικό Παντοπωλείο, Ανοιχτό
κέντρο ημερήσιας υποδοχής αστέγων, Υπνωτήριο, Δομή παροχής Συσσιτίων, Κοινωνικό
φαρμακείο, Δημοτικός Λαχανόκηπος, Τράπεζα χρόνου, Γραφεία Διαμεσολάβησης. Στο
εταιρικό σχήμα μπορούν να συμμετέχουν δήμοι και φορείς μη κερδοσκοπικού
χαρακτήρα (πχ. ΜΚΟ) που μπορούν να αναλάβουν τη λειτουργία μίας ή περισσοτέρων
κοινωνικών δομών.
Το
πρόγραμμα που έχει προϋπολογισμό 39.650.000€
!!! θέτει σαν ειδικότερο στόχο τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης για
άνεργους νέους έως 30 ετών, μέσω της πρόσληψής
τους για τη δημιουργία νέων ή/και
τη συνέχιση της λειτουργίας των υφιστάμενων Κοινωνικών Δομών.
Φυσικά μπορούμε να καταλάβουμε
αξιοποιώντας και την πρόσφατη πρόσληψη μέσω ΜΚΟ για ανάγκες των δήμων για τι
εργασιακές σχέσεις και μισθούς μιλάμε.
Ένα επίσης σημαντικό στοιχείο
είναι ότι την ίδια ώρα που η «τοπική αυτοδιοίκηση» έχει έρθει σε κατάσταση
χρεωκοπίας από τις συνεχόμενες κρατικές περικοπές και δεν μπορούν να
λειτουργήσουν απαραίτητες κοινωνικές υπηρεσίες (πχ. παιδικοί σταθμοί)
διατίθενται χρήματα για δομές αλληλεγγύης. Πιο βαθιά διαμορφώνεται η τάση
κατάργησης του όποιου κοινωνικού κράτους που τυπικά καλύπτει το σύνολο των
εργαζομένων με δομές κοινωνικής αλληλεγγύης σε ολιγάριθμες και με συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά κοινωνικές ομάδες.
Το πρόγραμμα ορίζει τους άμεσα ωφελούμενους (άστεγοι, άτομα
ευρισκόμενα σε κατάσταση φτώχειας/απειλούμενα από φτώχεια, δηλαδή «άτομα που, βάσει κριτηρίων και σχετικών
αποδεικτικών στοιχείων, βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας ή απειλούνται από
φτώχεια (π.χ. ανασφάλιστα άτομα με πολύ χαμηλό ετήσιο εισόδημα, άτομα που
διαθέτουν βιβλιάριο απορίας, κλπ».) και τους έμμεσα
ωφελούμενους που θα προσληφθούν.
Φυσικά όλες αυτές οι δομές μπορούν να
λαμβάνουν και χορηγίες λειτουργίας από διάφορες καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
Έτσι το κεφάλαιο, μέσω των ΜΚΟ κερδοσκοπεί
πάνω στη φτώχεια αποσπώντας δημόσιο χρήμα γι' αυτή τη "μεσολάβησή"
του. Εμπλέκεται όμως και μ' άλλους τρόπους, αξιοποιώντας την κατάσταση που το
ίδιο δημιουργεί.
Βλέπουμε ας πούμε το ΣΚΑΙ σε συνεργασία με
την αρχιεπισκοπή και επιχειρήσεις supermarket να διοργανώνουν καμπάνια συλλογής
τροφίμων για φτωχούς, καλώντας όλους μας (την εργαζόμενη και πληττόμενη από
αυτή την πολιτική, πλειοψηφία) να συνεισφέρουν. Τα κοινωνικά παντοπωλεία σε
δήμους λειτουργούν με χορηγία Supermarket (πχ. Πρόγραμμα κοινωνικής ευθύνης
Carrefour που χορηγεί τα κοινωνικά παντοπωλεία των δήμων Αθήνας, Θεσσαλονίκης,
Πειραιά), η Kinder μοιράζει σοκολάτες σε
σχολεία του «αριστερού» δήμου της Νέας Ιωνίας σε συνεργασία με το κοινωνικό
παντοπωλείο του δήμου. Η ΜΚΟ «Γιατροί του κόσμου», παρέχει υπηρεσίες
πρωτοβάθμιας φροντίδας στο Πέραμα υποστηριζόμενη από τον όμιλο «Υγεία» και ένα
σωρό άλλα παραδείγματα.
Το πρώτο που μας εντυπωσιάζει σε αυτή την
πολιτική είναι ότι πρωταγωνιστούν στην αλληλεγγύη αυτοί που προκαλούν την
εξάπλωση της φτώχειας. Καπιταλιστές, κεντρικό και τοπικό κράτος, ΕΕ, ΜΜΕ,
εκκλησία. Η εκκλησία που τρέχει να εξασφαλίσει ότι δεν θα κινδυνεύσει η αμύθητη
περιουσία της, την ίδια ώρα που πετσοκόβεται ο μισθός όλων των εργαζόμενων, ο
ΣΚΑΙ και οι επιχειρήσεις supermarket των εργασιακών συνθηκών γαλέρας,
νοιάζονται για τη φτώχεια.
Γιατί όμως αυτό το ενδιαφέρον ή αλλιώς τι γυρεύει η αλεπού
στο παζάρι;
Καταρχήν εμφανίζουν μια επίφαση
ενδιαφέροντος για το κοινωνικό σύνολο. Επίφαση απαραίτητη για να απορροφήσουν
κοινωνικούς τριγμούς. Ο δήμαρχος Βύρωνα δηλώνει χαρακτηριστικά για το «τοπικό
σύμφωνο αλληλεγγύης» «..Πρέπει να διασφαλίσουμε την κοινωνική
συνοχή στα αστικά κέντρα μας σε μια εποχή που μπορεί να υπάρχει ο κίνδυνος
μεγαλύτερης κοινωνικής πόλωσης και αναταραχής σε αυτές τις δύσκολες οικονομικές
περιόδους.».
Παράλληλα επιδιώκουν να χτίσουν το
κατάλληλο ιδεολογικό και κοινωνικό προφίλ τους και να ενισχύσουν την
εμπιστοσύνη των εργαζομένων απέναντι στις επιχειρήσεις σε περίοδο κρίσης και
έντονης κοινωνικής πόλωσης, αλλά και να διαμορφώσουν όρους υλικής εξάρτησης των
εργαζομένων και στο επίπεδο αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Την ίδια ώρα
που απαιτούν την κατάργηση του όποιου κοινωνικού κράτους προσφέρουν χορηγίες
για τη διεύρυνση του αριθμού των παιδιών που θα πάνε σε παιδικούς σταθμούς (βλ.
πρόσφατη δωρεά ιδρύματος Νιάρχου)
Οδηγό σε αυτή την προσπάθεια έχουν την
έννοια της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης(ΕΚΕ). Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναφέρει την
Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη σαν μια έννοια σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες
ενσωματώνουν σε εθελοντική βάση κοινωνικές και περιβαλλοντικές δράσεις στις
επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και στις επαφές τους με άλλα ενδιαφερόμενα
μέρη. Οι δράσεις αυτές είναι εθελοντικές και πέρα από τις (ελάχιστες) νομικές,
κανονιστικές ή θεσμικές υποχρεώσεις για συμμόρφωση που τις βαρύνουν, η ανταπόδοση
συνίσταται στο ότι οι ενέργειες των επιχειρήσεων που αποσκοπούν στην
αντιμετώπιση κοινωνικών ζητημάτων δημιουργούν καλή φήμη, αναγνωρισιμότητα και, τελικά, κέρδη.
Δεν είναι τυχαίο πως στην εκφρασμένη
αγωνία για την παραπέρα ενίσχυση της ΕΚΕ εν μέσω οικονομικής κρίσης και
μειωμένης αντοχής των επιχειρήσεων να αντεπεξέλθουν σ' αυτή οι ίδιοι οι
επιχειρηματίες απαντάνε πως η «κοινωνική υπευθυνότητα» αποτελεί μακροπρόθεσμη
επένδυση και όχι περιττή πολυτέλεια με στόχο το συγκυριακό κέρδος.
Ενώ σε μια πολύ έντονη κοινωνική περίοδο
επενδύουν στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στις
επιχειρήσεις.
Στο σχέδιο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο ρόλος των δήμων (του
τοπικού κράτους), ο οποίοι για άλλη μια
φορά πρωτοπορούν σαν πολιορκητικός κριός στην εφαρμογή αντιλαϊκών-αντεργατικών
πολιτικών.
Φυσικά αν κάποιος εξετάσει σε ποιους
απευθύνονται αυτές οι πολιτικές και τι ανάγκες καλύπτουν αποκαλύπτεται η
υποκρισία τους. Τα κριτήρια που μπαίνουν για να επιχορηγηθεί κάποιος αλλά και
οι δυνατότητες που καλύπτουν είναι σταγόνα στον ωκεανό. Χαρακτηριστικά στο
κοινωνικό παντοπωλείο του δήμου Αθηναίων τροφοδοτούνται 250 οικογένειες.
Ταυτόχρονα στην κοινωνία διαμορφώνονται
πρωτοβουλίες με ποικίλες μορφές από διάφορες συλλογικότητες που προσπαθούν να
απαντήσουν με άμεσο και υλικό τρόπο στην τάση συνεχούς χειροτέρευσης της ζωής
της εργαζόμενης πλειοψηφίας.
Στα πλαίσια αυτών των πρωτοβουλιών
αναπτύσσεται μια συζήτηση και αντίστοιχες πρακτικές για τη σχέση αλληλεγγύης
και αγώνα, μάχης για την επιβίωση και πάλης για μια άλλη ζωή σε μια άλλη
κοινωνία, διαμορφώνοντας ουσιαστικά δύο προσεγγίσεις. Αυτή που αποσυνδέει τη
μάχη για επιβίωση από τον αγώνα για την ανατροπή της αντιλαϊκής επίθεσης και
την κοινωνική αλλαγή και αυτή που θεωρεί την εργατική αλληλεγγύη πλευρά του
αγώνα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή και άρα άμεσα συνδεδεμένη με τη
συνολική πάλη των εργαζομένων.
Η αλληλεγγύη χωρίς
ανατροπή δεν είναι αλληλεγγύη.
Στην πρώτη προσέγγιση αντί για την επιβολή
άμεσων λύσεων ανακούφισης και επιβίωσης των λαϊκών στρωμάτων στην κατεύθυνση
της επιστροφής του κλεμμένου πλούτου προτάσσονται μορφές αλληλεγγύης
«αποστειρωμένες» από την διεκδίκηση και την οικειοποίηση του κλεμμένου πλούτου.
Αναπτύσσονται μια σειρά δράσεις δικτύων
κοινωνικής αλληλεγγύης (κάποιες και με εξειδικευμένη μορφή όπως ανταλλαγής
εργασίας και προϊόντων, τράπεζες χρόνου και αλληλεγγύης, αλληλέγγυο εμπόριο,
κλπ), αυτοδιαχειριζόμενων χώρων, κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων κλπ.
Οι δράσεις αυτές έχουν μια ποικιλία πολιτικού προσανατολισμού και κινηματικής
λογικής, πολλές φορές συμπλέουν και συνδέονται με αντίστοιχες πολιτικές της τοπικής και κεντρικής εξουσίας
που χρησιμοποιούν δήθεν μορφές
εθελοντικής δράσης και κοινωνικής προσφοράς, σαν αυτές που αναφέραμε παραπάνω
ενώ αρκετές φορές είναι δυσδιάκριτα τα
όρια μεταξύ κινηματικών δράσεων κοινωνικής αλληλεγγύης και εθελοντισμού των Μ.Κ.Ο. ή προσφοράς χορηγών .
Αντιπροσωπευτική μιας αντίληψης που θεωρεί
τις πράξεις αλληλεγγύης διαχωρισμένες από την αντίσταση πόσο μάλλον από την
ανατροπή, είναι η δήλωση του Α.Τσίπρα αμέσως μετά τις εκλογές της 17ης
Ιουνίου «Η αλληλεγγύη και η αντίσταση
είναι αμφότερες σημαντικές, αλλά τώρα η αλληλεγγύη είναι πιο σημαντική».
Με αυτή όμως τη λογική οδηγούμαστε
αναπόφευκτα σε μια αναδιανομή της φτώχιας και όχι του πλούτου. Σε τελική
ανάλυση ακόμη και αν δεν είναι στις προθέσεις όσων την προωθούν, αυτή η
πρακτική λειτουργεί συμπληρωματικά στο γκρέμισμα του όποιου κοινωνικού κράτους.
Ας μη ξεχνάμε το σύνθημα των Βρετανών συντηρητικών: «μικρό κράτος, μεγάλη
κοινωνία».
Η αιτιολόγηση μιας τέτοιας αντίληψης στην
οποία πολλές φορές εγκλωβίζονται δυνάμεις της Αριστεράς ακόμα και της
αντικαπιταλιστικής έγκειται στο ότι τέτοιες παρεμβάσεις μπορούν να γίνουν
ευρέως αποδεκτές ενώ η αντίληψη που εμπεριέχει την αλληλεγγύη σαν
πλευρά της αντικαπιταλιστικής ανατροπής
είναι «κακόφημη» και διχαστική. Η
πρώτη μπορεί να αποκτήσει εύκολα μια θεσμική βάση και στοιχεία νομιμότητας
ιδιαίτερα αν ευδοκιμήσει και το μοντέλο περί Κοινωνικής Οικονομίας και
Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων ενώ η δεύτερη είναι έκνομη ή στα όρια
του νόμου (έτσι όπως είναι σήμερα οι νόμοι στην αστική δημοκρατία «εκτάκτου
ανάγκης»).
Αυτό που υπονοείται είναι ότι η ανατροπή
της επίθεσης του κεφαλαίου είναι κάτι μακροπρόθεσμο, η αντικαπιταλιστική
επανάσταση ανήκει στη μακρινή σφαίρα της ιδεολογίας και αυτό που απαιτείται
σήμερα είναι μια πολιτική μικρών «άμεσων» απαντήσεων.
Όμως όπως έχει δείξει και η πείρα των
τελευταίων χρόνων οι «άμεσες» απαντήσεις, που ήταν και επικίνδυνες για το σύστημα ήταν αυτές που μπολιάστηκαν με το
στοιχείο του αγώνα.
Οι απεργίες διαρκείας κι οι επισχέσεις
εργασίας σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις, τα κινήματα «δεν πληρώνω» για τα
διόδια, για τον κεφαλικό φόρο και για το χαράτσι στη ΔΕΗ, το κίνημα για τη μη
καταβολή των 5 ευρώ για ιατρική εξέταση, οι επανασυνδέσεις ρεύματος, η Κερατέα,
το κατέβασμα κεραιών κινητής τηλεφωνίας,
το μπλοκάρισμα της εφαρμογής του νόμου για τα ΑΕΙ κ.α.
Το βασικό όμως διαχωριστικό σημείο των δύο
αντιλήψεων είναι το αν η αλληλεγγύη αποτελεί μια πλευρά της λαϊκής ανατρεπτικής
αυτοοργάνωσης ή όχι. Αυτό που δίνει το στίγμα ενός συσσιτίου από μια ΜΚΟ, την
εκκλησία ή μια Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση είναι ότι δεν απαιτείται από τους
ευεργετούμενους ούτε να αγωνιστούν ούτε να συγκρουστούν αλλά απλά και μόνο να
δεχτούν την ευεργεσία με την ανάλογη βέβαια ευγνωμοσύνη για τους χορηγούς.
Αυτό το γνώρισμα δεν αλλάζει είτε
«ευεργέτης» είναι η ΟΝΝΕΔ είτε η εκκλησία κι ο ΣΚΑΙ είτε μια αριστερή ή
αυτόνομη συλλογικότητα είτε. Γράφει η Όλγα Στέφου στην ΑΥΓΗ στις 18-08 ότι «Οι
δράσεις μεταξύ Ακροδεξιάς και Αριστεράς μπορεί εκ πρώτης όψεως να ταυτιστούν,
αλλά αυτό θα σήμαινε μιαν εγκληματική σύγκριση. Γιατί στόχος της Ακροδεξιάς δεν
ήταν ποτέ η κοινωνική προσφορά χωρίς αντάλλαγμα». Σίγουρα η οποιαδήποτε δράση
τέτοιου τύπου της Αριστεράς δεν μπορεί να μοιάζει με την ρατσιστική, μισάνθρωπη
και τελικά δολοφονική ελεημοσύνη της Χρυσής Αυγής.
Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η
«κοινωνική προσφορά χωρίς αντάλλαγμα» -παλιά την έλεγαν φιλανθρωπία –ταιριάζει
μια χαρά σε τέτοιους σωτήρες. Οι απελπισμένοι και ταπεινωμένοι που μπαίνουν
στην ουρά της Χρυσής Αυγής για λίγες πατάτες ή λάδι δηλώνουν με αυτόν τον τρόπο
την αδυναμία τους να διεκδικήσουν συλλογικά, για τον εαυτό τους αλλά και για
όλους, μια ζωή με αξιοπρέπεια. Έτσι «αθώες» νοικοκυρές και γριούλες αποδέχονται
τα ψίχουλα όπως αποδέχονται και τον διαχωρισμό ανάμεσα σε Έλληνες και ξένους,
ανάμεσα σε αυτούς που πρέπει να τρώνε και σε αυτούς που τους αξίζει να πεινάνε.
Στο βάθος της η αλληλεγγύη χωρίς ανατροπή
είναι μια αναπαλαιωμένη εκδοχή, μια προσαρμογή, στη σημερινή ελληνική
πραγματικότητα, της άποψης σύμφωνα με την οποία η επανάσταση είναι η τελική
λύση που θα δοθεί στο μέλλον ενώ αυτό που απομένει για το σήμερα είναι η
διαχείριση της καπιταλιστικής πραγματικότητας. Για να το πούμε αλλιώς, ο
κομμουνισμός κι η επανάσταση ανήκουν στη στρατηγική (στα «προγράμματα»), ενώ η
τακτική περιορίζεται στην καθημερινή ρεφορμιστική πρακτική.
Δεν εκφράζει τίποτα άλλο εκτός από την
αποδοχή των σημερινών συσχετισμών, την αμηχανία, τις ταλαντεύσεις, την
αναζήτηση εύκολων λύσεων, το φόβο μπροστά στη σύγκρουση με την αστική τάξη από
την πλευρά της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Σε τελική ανάλυση, αναπαράγει το «1989»
της ήττας κάθε προοπτικής απελευθέρωσης της κοινωνίας από τον καπιταλισμό, του
τέλους της ιστορίας και των ιδεολογιών. Αποδεχόμενος κανείς αυτή την ήττα,
μπορεί να διανοηθεί ενέργειες μόνο με την ανοχή, και στο περιθώριο της δράσης
του κεφαλαίου. Ο Μαρξ στη «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου
Βοναπάρτη» αναφερόμενος στο παρισινό
προλεταριάτο μετά την ήττα της εξέγερσης του Ιούνη του 1848 γράφει: «Κατά ένα μέρος ρίχνεται σε δογματικούς
πειραματισμούς, σε τράπεζες ανταλλαγών και σε εργατικούς συνεταιρισμούς, δηλ.
σε ένα κίνημα που παραιτείται από την ιδέα να ανατρέψει τον παλιό κόσμο με το
σύνολο των δικών του μεγάλων μέσων και προσπαθεί να πραγματοποιήσει την
απολύτρωσή του πίσω από την πλάτη της κοινωνίας, με ιδιωτικό τρόπο, μέσα στους
περιορισμένους τρόπους ύπαρξής του και που γι’ αυτό αναγκαστικά αποτυχαίνει.»
Αυτό εκφράζει ίσως με τον πιο τυπικό τρόπο
η δημιουργία «ελεύθερων κοινωνικών χώρων» από δυνάμεις της αυτονομίας.
Προστατευμένες μέσα σε «μικρές αυτόνομες κοινότητες» θα ευδοκιμήσουν η ισότητα,
η αλληλεγγύη, η άμεση δημοκρατία κι η συμβίωση του ανθρώπου με τη φύση όπως
μέσα σε ένα θερμοκήπιο. Δίπλα στο ευρώ, που στο όνομά του κατεδαφίζεται κάθε
κοινωνικό δικαίωμα θα υπάρχει εναλλακτικό νόμισμα ή μονάδα χρόνου, δίπλα στην σημερινή
ζούγκλα της αγοράς εργασίας θα υπάρχει η συνεργασία κι ο συνεταιρισμός, δίπλα
στα περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες που έχει ανάγκη ένας άνθρωπος σήμερα και
που παράγονται με το γνωστό καπιταλιστικό τρόπο θα παράγονται και ζαρζαβατικά
σε κάποιο «αστικό αγρό» ή φαΐ σε κάποια συλλογική κουζίνα.
Η «τρίτη ηθική»:
εργατική ανατρεπτική αλληλεγγύη
Είναι προφανές ότι η ανάγκη επιβίωσης της
εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων δεν μπορεί να αφήνει καμία
δύναμη της αριστεράς, ιδιαίτερα της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής αριστεράς,
και του κινήματος αδιάφορη. Εξάλλου πάντα η επαναστατική πολιτική συνέδεε την
πάλη για κατάργηση της εκμετάλλευσης με την καθημερινή πάλη των εργαζόμενων για
μια αξιοβίωτη ζωή. Σήμερα αυτό μεταφράζεται στην πάλη ενάντια στην απόλυτη
εξαθλίωση. Η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου, των
κυβερνήσεών του και των υπερεθνικών μηχανισμών του (ΕΕ, ΔΝΤ) έχει σαν πλευρά
της την έμπρακτη αποτροπή των επιπτώσεων αυτής της επίθεσης και το καθημερινό
μπλοκάρισμα των μέτρων όσο είναι δυνατόν αλλά και την εργατική συλλογική
αλληλεγγύη στην καθημερινή χειροτέρευση του επιπέδου διαβίωσης.
Το εργατικό κίνημα έχει μια πλούσια
εμπειρία σε ζητήματα εργατικής αλληλεγγύης, πριν βέβαια τα αναθέσει όλα
στο
κράτος πρόνοιας, όχι χωρίς αντάλλαγμα. Όλες οι εμπειρίες αγωνιστικής
αλληλεγγύης πρέπει να ξαναβγούν στην επιφάνεια. Η δομή της πρώτης μορφής
συνδικαλισμού με συντεχνιακά χαρακτηριστικά ήταν κυρίως σωματεία
αλληλοβοήθειας,
δηλαδή σωματεία με ταμεία τα οποία ουσιαστικά έπαιζαν τον ρόλο της
κοινωνικής
πρόνοιας. Εάν χτύπαγε κάποιος σε εργατικό ατύχημα, εάν έμενε άνεργος,
εάν είχε
κάποιο πρόβλημα η οικογένεια του εργαζόμενου κλπ. Σε ένα επόμενο στάδιο
που
άρχισαν να διαμορφώνονται δομές με στοιχεία κοινωνικού κράτους η
εργατική αλληλεγγύη αποκτά ένα άλλο περιεχόμενο. Αφορούσε κυρίως
αγωνιστές και τις οικογένειές τους που βρίσκονταν στην εξορία ή στη
φυλακή.
Στον μεσοπόλεμο είχε φτιαχτεί στην Ελλάδα η Εργατική Βοήθεια για αυτό το
σκοπό.
Η Εργατική Βοήθεια συγκέντρωνε χρήματα μέσω εράνων, προσφορών από
σωματεία ή
άλλων εκδηλώσεων σε ένα ταμείο. Με αυτά κάλυπτε δικαστικά έξοδα,
προσέφερε
νομική υποστήριξη μέσω ομάδας δικηγόρων, στήριζε οικονομικά τους
φυλακισμένους
ή/και τις οικογένειές τους.
Στην κατοχή συγκροτείται η Εθνική
Αλληλεγγύη που αποτελεί την πρώτη πανελλαδικής μορφής αντιστασιακή οργάνωση.
Μετά την ίδρυση του ΕΑΜ η Ε.Α. συμμετείχε σ' αυτό, ως ιδρυτικό μέλος.
Αν σταθούμε στον αγώνα ενάντια στην πείνα
κατά τη διάρκεια της φασιστικής κατοχής του 41-44 αυτός έγινε με πολλούς και
διάφορους τρόπους. Η «μάχη της σοδειάς» ενάντια στην επίταξη των σιτηρών δόθηκε
από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ μαζί με τους αγρότες. Στην κατεχόμενη Αθήνα συχνές
ήταν οι απεργίες (σε κλάδους ή
συγκεκριμένες επιχειρήσεις) που
συμπεριλάμβαναν διεκδικήσεις για τα πάντα: «Το ψωμί (…) το νερό, η καθαριότητα της γειτονιάς, ο γιατρός, τα
φάρμακα, η κατοικία κ.τ.λ. πρέπει να απασχολούν κάθε κομμουνιστή και πρέπει να
βρίσκει τρόπους και μεθόδους που θα οργανώνει την πάλη του λαού για την
διεκδίκησή τους.» («Οργανωτής»,
εσωκομματικό δελτίο της ΚΕ του ΚΚΕ, Μάρτης 1944). Μια άλλη πρακτική που
εφάρμοζε το ΕΑΜ περιγράφεται στο βιβλίο «
Το τιμωρό χέρι του λαού, η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη
πρωτεύουσα» του Ιάσονα Χανδρινού: «Με
τη συμπαράσταση πολιτών, λαϊκές επιτροπές που συγκροτούνταν ad hoc παραβίαζαν
μαγαζιά, καταστήματα και αποθήκες τροφίμων στις συνοικίες της Αθήνας και του
Πειραιά και κατόπιν διένειμαν τα υλικά στον κόσμο σε χαμηλές τιμές».
Στις σημερινές συνθήκες απαιτείται η
αντικαπιταλιστική επαναστατική αριστερά, μαζί με την οργάνωση του αγώνα για την
απόκρουση της επίθεσης στα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας, να πάρει πρωτοβουλίες για να μην αφεθεί
κανένας μόνος και απροστάτευτος στην κρίση αλλά και κανένας αδρανής και έξω από
τον αγώνα. Προβάλλοντας την αντίληψη θεωρητικά και πρακτικά ότι οι οδυνηρές
συνέπειες της κρίσης απαιτούν πολιτική και κινηματική απάντηση, αγώνα και
αλληλεγγύη και δεν αντιμετωπίζονται με φιλανθρωπία και ελεημοσύνη. Κάτω από μια
τέτοια λογική πρέπει να συμβάλλει να οργανωθούν πρωτοβουλίες αλληλεγγύης στη
γειτονιά που θα είναι ενταγμένες σε μια
λογική κινήματος και ανατροπής, διεκδίκησης του κοινωνικού πλούτου και όχι
υποκατάστασης της διεκδικητικής δράσης.
Άλλωστε αν τον τόνο τον δώσει η λογική
διαχείρισης της κατάστασης σε λίγο δεν θα υπάρχουν εργαζόμενοι που θα έχουν την
οικονομική δυνατότητα έκφρασης αλληλεγγύης.
Πρωτοβουλίες που δεν θα θεωρητικοποιούν
την αδυναμία του κινήματος βλέποντας ως μόνη ελπίδα αλλαγής της κοινωνίας τις
συλλογικές κουζίνες, τα χαριστικά παζάρια και τον «τρίτο τομέα» της οικονομίας
όπως προβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο χώρος της αναρχίας-αυτονομίας. Δεν θα
εγκλωβίζονται σε αυταπάτες περί μετατροπής των δήμων σε «κοινωνικές ασπίδες
προστασίας του πολίτη στην κρίση» (ΣΥΡΙΖΑ) ούτε θα έχουν το χαρακτήρα κομματικού
ακτιβισμού με συμβολικό κυρίως χαρακτήρα όπως κάνει το ΠΑΜΕ. Πρωτοβουλίες
αλληλεγγύης που θα αποτελούν έμπρακτες μορφές αμφισβήτησης της αντεργατικής
πολιτικής, αναζωογόνησης της συλλογικής αναγκαιότητας και πραγματικά στοιχεία
εργατικού πολιτισμού και όχι μορφές «διαχείρισης της ήττας».
Η εργατική ανατρεπτική αλληλεγγύη έχει
διαφορετικό περιεχόμενο και χαρακτήρα από την «αστική αλληλεγγύη» και δεν
μπορούμε να σκεφτόμαστε με όρους υλικής
– οικονομικής αντίστοιχης έκφρασης. Δεν μπορούμε για παράδειγμα να
σκεφτόμαστε πως θα δώσουμε λύση ώστε 3000 νήπια να πάνε σε παιδικούς σταθμούς
κάτι που για το ίδρυμα Νιάρχου σημαίνει μια χορηγία 5εκ. ευρώ για τα οποία θα
έχει και φοροαπαλλαγή.
Η ποιοτική διαφορά της εργατικής
ανατρεπτικής αλληλεγγύης είναι ότι αποτελεί μια πλευρά ενός αγώνα που στοχεύει
σε μια κοινωνία που δεν θα χρειάζεται «τέτοιου τύπου αλληλεγγύη», που δεν θα
έχει ανάγκη ο λαός την αλληλεγγύη του κάθε Νιάρχου για να πάει το παιδί του
παιδικό σταθμό, ούτε τα 5 κιλά πατάτες της εκκλησίας και της Χρυσής Αυγής για
να ζήσει, γιατί ο πλούτος θα είναι κοινό αγαθό στα χέρια της εργαζόμενης
πλειοψηφίας.
Για αυτό μας ενδιαφέρει μια ανάπτυξη
εργατικής - ταξικής αλληλεγγύης που βάζει υπό την «προστασία» του κινήματος,
τμήματα του λαού που οδηγούνται βίαια στην πλήρη καταστροφή, στηρίζει την
έμπρακτη αμφισβήτηση της καταστροφικής πολιτικής (πχ. επανασυνδέσεις ρεύματος
για άρνηση πληρωμής χαρατσιού) και δημιουργεί ασπίδα προστασίας κινηματικά,
υλικά και ηθικά σε κάθε εργατικό αγώνα (π.χ. Χαλυβουργία).
Ένας εξαθλιωμένος λαός είναι πολύ πιο
ευάλωτος, άρα για την επαναστατική αριστερά η αλληλεγγύη πάει μαζί με την
ανατροπή, είναι πλευρά της ανατροπής. Δεν μπορεί παρά να εκφράζεται με τρόπο
που θα διατηρεί στο κέντρο της τον αγώνα για τη διεκδίκηση όσων δικαιούνται οι
εργαζόμενοι.
Αλληλεγγύη που θα οργανώνεται συλλογικά
και δημοκρατικά από τον ίδιο το λαό και το κίνημά του. Που θα είναι πλευρά της
λαϊκής αυτοοργάνωσης που στοχεύει στην αμφισβήτηση και ανατροπή της υπάρχουσας
κοινωνικής οργάνωσης, υπερβαίνοντας τόσο τον «τυπικό διαχωρισμό» ανάμεσα σε
αυτούς που παρέχουν αλληλεγγύη και αυτούς που τη λαμβάνουν, όσο και τις λογικές
ανάθεσης.
Η αλληλεγγύη όμως θα πρέπει να δοκιμαστεί
και να συγκροτηθεί και στον πυρήνα των εξελίξεων, στους χώρους εργασίας. Απέναντι
στην εργοδοτική τρομοκρατία που
ισοπεδώνει το δικαίωμα στη ζωή και την αξιοπρέπεια στο όνομα του κέρδους,
πρέπει να οργανώνεται με υπάρχουσες ή νέες μορφές συλλογικής οργάνωσης μια
"εργατική περικύκλωση" από
τους μέσα κι από τους έξω από την επιχείρηση, από τους εργαζόμενους και τη
γειτονιά που θα επιβάλλει τα εργατικά δικαιώματα. Κανείς εργοδότης δεν πρέπει
να μένει ανενόχλητος, όταν απολύει, περικόπτει μισθούς, αφήνει απλήρωτους τους
εργαζόμενους κτλ.
Εκεί στο πολύ πιο δύσκολο περιβάλλον του
εργασιακού χώρου, πρέπει να δοκιμαστεί η εργατική αλληλεγγύη στον κοινό αγώνα
για να μην απολυθεί ο συνάδελφος, να μη μειωθεί
ο μισθός, στη συλλογική βοήθεια στο συνάδελφο που έχει κάποια οικονομική
ανάγκη, αποτελώντας μια ακόμη πλευρά στην
επαναθεμελίωση της αναγκαίας εργασιακής συλλογικότητας.
Αλλά και να αποτελέσει στοιχείο επανένωση
της τάξης και υπέρβασης των ταξικών διαχωρισμών μέσα από την έκφραση της
αλληλεγγύης από τους εργαζόμενους κατοίκους μιας γειτονιάς σε κάθε εργατικό
αγώνα στην περιοχή τους. Οι απεργίες στη Phonemarketing, στη Λουκίσα, στον
Αλτερ κ.α. και οι προσπάθειες
αλληλεγγύης από συλλογικότητες κατοίκων των περιοχών αποτέλεσαν έκφραση μιας
τέτοιας προσπάθειας.
Μορφές όπως αυτές της Εργατικής Λέσχης στη
Νέα Σμύρνη και αντίστοιχες πρωτοβουλίες σε μια σειρά περιοχές, αγωνιστικές
συλλογικότητες σε γειτονιές (πχ. Επιτροπές ανέργων, κ.α.) που μαζί με την
προσπάθεια συγκρότησης και συλλογικής αγωνιστικής διεκδικητικής έκφρασης
ανέργων και εργαζομένων στην περιοχή καταθέτουν στην πράξη μορφές ανατρεπτικής εργατικής
αλληλεγγύης, αποτελούν ελπιδοφόρες προσπάθειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου