Βικυ Δερμανη Στην πλατεία των λυγμών, στο ξέφωτο του μυαλού με το βρεγμένο γρασίδι τα χαράματα, με σκέψεις σταυροπόδι στο παγκάκι καθήμενες, μια λάμπα υποδύεται τη σελήνη πίσω απ' τα κλαδιά του κουρασμένου δέντρου. Ο νοτιάς έπαψε κι απ' το φθινόπωρο μόνο το όνομα και λίγη υγρασία ξέμεινε. Στην τραμπάλα ώρες κι ευκαιρίες μετρούν βάρη και ήττες. Οι πρώτες υπερέχουν, οι δεύτερες παραφυλούν τον καιρό που δεν έφτασε…
Τ' άστρο πίσω απ' το κόκκινο σύννεφο προμηνύει τη θολούρα στο ξημέρωμα. Την ήττα. Την ήττα που τυλίγεται ένα με τη νύχτα, με τρόπο πειστικό. Την ήττα που φέγγει στων ματιών τις κόρες. Καθώς τα χείλη εμμένουν πεισματικά την άρνηση, τ' άστρο επιμένει…
Αξιοπρέπειες στους δρόμους κοιμούνται ως γόπες πεταμένες – ζωές ως ρολά κατεβασμένα. Παραίτηση αλλά και γέννηση, ξημέρωμα και νύχτα. Πάλι και πάλι απ' την αρχή. Στον ίδιο κύκλο με τις μαύρες καμινάδες, με το βλέμμα σε εγρήγορση και τα φώτα αναμμένα σε κατάσταση συναγερμού. Κι ύστερα η πτώση του ρεύματος, τάση-ζώη που πέφτει... πέφτει... Κι όμως! Τα νύχια μας ή τα δόντια μας προσπαθούν το λύχνο ζωντανό να κρατήσουν. Εϊ! Τα κλείσανε τα φώτα, ακούτε?
Είπαμε την ελπίδα ψηλά να κρατήσουμε. Το σκοτάδι μέσα μας, σε λέξεις να μετατρέψουμε ώσπου να στερέψουν οι επιλογές. Οι επιλογές ή τα βάρη. Πάντα αυτό το λίγο ή το πολύ. Πριν φύγει αυτό που ποθήσαμε χθες ή προχθές ή πάντα. Αυτό της αυριανής που μάταια θα προσδοκούμε.
Έπρεπε στων λύκων τα χωράφια να κατοικούμε. Να δαγκώνουμε το αίμα τους, να πίνουμε τη σάρκα τους. Ενστικτωδώς να επιβιώνουμε. Από ανάγκη ή από αφορμή. Μα πουθενά δεν κατοικήσαμε, παρά μονάχα στην απόγνωση. Πάλι. Και πείτε όπως θέλετε τις λέξεις. Είτε έτσι, είτε αλλιώς το τέλος - η τελεσίδικη παραίτηση πανομοιότυπο κόστος έχει.
Ξεχνάμε. Μας ενοχλεί που ξεχνάμε τις σκαμμένες γραμμές των πεινασμένων προσώπων - πού να προλάβουμε ν’ αποτυπώσουμε; Τους θυμόμαστε στο περίπου, να χώνουν τα χέρια στα σκουπίδια, στο στόμα τα σαπισμένα του κόσμου τούτου. Ζούμε στο περίπου. Στο περίπου που είναι λίγο να μας χωρέσει. Το παραπάνω αξίζαμε. Το παραπάνω δικαιούμασταν. Η εγκατάλειψη ήρθε μετά... Το βλέμμα το χαμένο. Ο μύθος του "κατέχουμε" αφήνει ένα βλέμμα σαστισμένο και ύστερα ένα φορτισμένο χείμαρρο. Τι γίνεται; Τι ξεγίνεται; Τι δεν θα γεννηθεί; Και τώρα; Τι; Φόβος;
Αφηνόμαστε και πέφτουν οι τούφες απ' τα μαλλιά μας, οι σπαρακτικές μας ανάγκες, οι αποκρουστικές μας φοβίες, οι σαιξπηρικοί της ζωής μας αποχαιρετισμοί. Τα "γιατί" μας αφήνουμε κάτω από έναν φωτεινό σηματοδότη, στο χείλος της διασταύρωσης με το ίδιο της απορίας το βλέμμα. Δίνουμε στην απόγνωση το ρόλο του αδιαφιλονίκητου πρωταγωνιστή. Να μας ρωτάει η λύπη "μ' ακούς"; και μεις να μην της λέμε "φύγε".
φοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβος
Τ' άστρο πίσω απ' το κόκκινο σύννεφο προμηνύει τη θολούρα στο ξημέρωμα. Την ήττα. Την ήττα που τυλίγεται ένα με τη νύχτα, με τρόπο πειστικό. Την ήττα που φέγγει στων ματιών τις κόρες. Καθώς τα χείλη εμμένουν πεισματικά την άρνηση, τ' άστρο επιμένει…
Αξιοπρέπειες στους δρόμους κοιμούνται ως γόπες πεταμένες – ζωές ως ρολά κατεβασμένα. Παραίτηση αλλά και γέννηση, ξημέρωμα και νύχτα. Πάλι και πάλι απ' την αρχή. Στον ίδιο κύκλο με τις μαύρες καμινάδες, με το βλέμμα σε εγρήγορση και τα φώτα αναμμένα σε κατάσταση συναγερμού. Κι ύστερα η πτώση του ρεύματος, τάση-ζώη που πέφτει... πέφτει... Κι όμως! Τα νύχια μας ή τα δόντια μας προσπαθούν το λύχνο ζωντανό να κρατήσουν. Εϊ! Τα κλείσανε τα φώτα, ακούτε?
Είπαμε την ελπίδα ψηλά να κρατήσουμε. Το σκοτάδι μέσα μας, σε λέξεις να μετατρέψουμε ώσπου να στερέψουν οι επιλογές. Οι επιλογές ή τα βάρη. Πάντα αυτό το λίγο ή το πολύ. Πριν φύγει αυτό που ποθήσαμε χθες ή προχθές ή πάντα. Αυτό της αυριανής που μάταια θα προσδοκούμε.
Έπρεπε στων λύκων τα χωράφια να κατοικούμε. Να δαγκώνουμε το αίμα τους, να πίνουμε τη σάρκα τους. Ενστικτωδώς να επιβιώνουμε. Από ανάγκη ή από αφορμή. Μα πουθενά δεν κατοικήσαμε, παρά μονάχα στην απόγνωση. Πάλι. Και πείτε όπως θέλετε τις λέξεις. Είτε έτσι, είτε αλλιώς το τέλος - η τελεσίδικη παραίτηση πανομοιότυπο κόστος έχει.
Ξεχνάμε. Μας ενοχλεί που ξεχνάμε τις σκαμμένες γραμμές των πεινασμένων προσώπων - πού να προλάβουμε ν’ αποτυπώσουμε; Τους θυμόμαστε στο περίπου, να χώνουν τα χέρια στα σκουπίδια, στο στόμα τα σαπισμένα του κόσμου τούτου. Ζούμε στο περίπου. Στο περίπου που είναι λίγο να μας χωρέσει. Το παραπάνω αξίζαμε. Το παραπάνω δικαιούμασταν. Η εγκατάλειψη ήρθε μετά... Το βλέμμα το χαμένο. Ο μύθος του "κατέχουμε" αφήνει ένα βλέμμα σαστισμένο και ύστερα ένα φορτισμένο χείμαρρο. Τι γίνεται; Τι ξεγίνεται; Τι δεν θα γεννηθεί; Και τώρα; Τι; Φόβος;
Αφηνόμαστε και πέφτουν οι τούφες απ' τα μαλλιά μας, οι σπαρακτικές μας ανάγκες, οι αποκρουστικές μας φοβίες, οι σαιξπηρικοί της ζωής μας αποχαιρετισμοί. Τα "γιατί" μας αφήνουμε κάτω από έναν φωτεινό σηματοδότη, στο χείλος της διασταύρωσης με το ίδιο της απορίας το βλέμμα. Δίνουμε στην απόγνωση το ρόλο του αδιαφιλονίκητου πρωταγωνιστή. Να μας ρωτάει η λύπη "μ' ακούς"; και μεις να μην της λέμε "φύγε".
φοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβοςφοβος
Δεν του λιγόστεψαν του κόσμου τούτου τα προσωπιδοφόρα πλάσματα. Το μυστήριό του αναθρέψαμε με θυσία και με στέρηση. Με ζωής αγώνες και ιδρώτα. Με το αίμα που μας δόθηκε για να τον εξηγήσουμε. Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση, έτσι το δεχτήκαμε κι έτσι τ' αποχωριστήκαμε: με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση. Αίνιγμα δανειστήκαμε, αίνιγμα επιστρέψαμε. Αφήσαμε να μην ξέρουμε πώς λύνεται ένα χθες, ένα εξαρτάται, ένα αίνιγμα των ασύμπτωτων, ένα ξεπούλημα. Αφήσαμε να μην ξέρουμε τι αγγίζουμε, ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι, ένα ψέμα ή ένα αδιαφορώ. Οι μέρες που περνούν μας διδάσκουν από την αρχή την ορθογραφία του Θ, της Θλίψης, του Θύματος, του Θανάτου. Τόσα σήματα κινδύνου στείλαμε και ήταν ο ασύρματος κλειστός. Αν η στέρηση νερό γινόταν, μέσα της θα πνιγόμασταν. Κολύμπι δεν μάθαμε ποτέ. Είμαστε σε δίλημμα: ν’ αφήσουμε σημείωμα έλλειψης ή έκλειψης; Και ποιο γράμμα να παραλείψουμε;
Να κρύψουμε θέλαμε τις χρόνιες αυταπάτες κάτω από το χαλί. Αλλοίμονο όμως. Με την παραμικρή κίνηση αναδύονται στην επιφάνεια, ελεύθερες, τρομακτικές. Στήνουν χορό με τους εφιάλτες της μέρας: στο φως του ήλιου γίνονται άσπρες. Άσπρες και αμείλικτες. Τη νύχτα στον κύκλο της φωτιάς και της παράνοιας γίνονται όλα στάχτη. Η πραγματικότητα γίνεται εφιάλτης, οι φωνές μας απόμακρο βουητό και οι λέξεις χάνονται απραγματοποίητες. Δεν το μπορούσαν νομίζαμε, αλλά, πώς μπόρεσαν; Ω, πώς αφήσαμε να μας το κάνουν αυτό; Στο κέντρο της φωτιάς να μας ρίξουν;
Δεν έχει άλλο μπρος… Σκύβουμε και παίρνουμε στα δόντια μας το χαλασμένο μας μυαλό και πάμε πίσω… πίσω… Στον καιρό μιας βαφκαλιζόμενης άγνοιας, τότε που μια ψευτο-επανάσταση ως διελκυστίνδα θα μας έδινε άφεση αμαρτιών. Γυρίζουμε πίσω να σωθούμε μα δρόμο δε βρίσκουμε. Πόλεμος ήταν και εκεί. Παντού σπασμένες σιδεριές και θραύσματα οβίδας...
Δεν το μπορούσαν, νομίζαμε, αλλά, πώς μπόρεσαν; Ω, πώς αφήσαμε να μας το κάνουν αυτό; ΛΥΧΝΟΣ ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ
Να κρύψουμε θέλαμε τις χρόνιες αυταπάτες κάτω από το χαλί. Αλλοίμονο όμως. Με την παραμικρή κίνηση αναδύονται στην επιφάνεια, ελεύθερες, τρομακτικές. Στήνουν χορό με τους εφιάλτες της μέρας: στο φως του ήλιου γίνονται άσπρες. Άσπρες και αμείλικτες. Τη νύχτα στον κύκλο της φωτιάς και της παράνοιας γίνονται όλα στάχτη. Η πραγματικότητα γίνεται εφιάλτης, οι φωνές μας απόμακρο βουητό και οι λέξεις χάνονται απραγματοποίητες. Δεν το μπορούσαν νομίζαμε, αλλά, πώς μπόρεσαν; Ω, πώς αφήσαμε να μας το κάνουν αυτό; Στο κέντρο της φωτιάς να μας ρίξουν;
Δεν έχει άλλο μπρος… Σκύβουμε και παίρνουμε στα δόντια μας το χαλασμένο μας μυαλό και πάμε πίσω… πίσω… Στον καιρό μιας βαφκαλιζόμενης άγνοιας, τότε που μια ψευτο-επανάσταση ως διελκυστίνδα θα μας έδινε άφεση αμαρτιών. Γυρίζουμε πίσω να σωθούμε μα δρόμο δε βρίσκουμε. Πόλεμος ήταν και εκεί. Παντού σπασμένες σιδεριές και θραύσματα οβίδας...
Δεν το μπορούσαν, νομίζαμε, αλλά, πώς μπόρεσαν; Ω, πώς αφήσαμε να μας το κάνουν αυτό; ΛΥΧΝΟΣ ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου