Η δίκη Κοσκωτά ήταν τηλεοπτική επιτυχία. Είχε το «ωσεί παρών» του Ανδρέα Παπανδρέου, τις κωλοτούμπες του Τεγόπουλου, το θάνατο του Κουτσόγιωργα, τον Νίκο Κωνσταντόπουλο στο ρόλο του αγέλαστου κακού και πολλά άλλα στοιχεία που την ανέδειξαν σε κορυφαίο θέαμα.
Μετά τη λήξη της δίκης, την ουσιαστική αθώωση όλων, πλην του κορόιδου Τσοβόλα, η ελληνική κοινωνία απέκτησε μια παροιμιώδη ανοχή στα σκάνδαλα των πολιτικών. Ο Ανδρέας παρέμεινε αγαπημένος λαϊκός ηγέτης και η αδιαφορία με την οποία αντιμετώπισε τη Δικαιοσύνη, χαρακτηρίστηκε ως μαγκιά γνήσιου ηγέτη ενός μαχαλά.
Από κει και πέρα, όλα έγιναν ευκολότερα. Ο ελληνικός λαός αντιλήφθηκε το ρόλο του και έπαψε να ανησυχεί για οτιδήποτε. Η εξουσία κλέβει. Σιγά το κακό. Δεν είναι κι έγκλημα .......
να «βάζουν οι πολιτικοί το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι». Αυτό αποδεχτήκαμε. Αρκεί να μην έτρωγαν όλο το μέλι, διότι υπήρχαν κι άλλοι που περίμεναν στην ουρά με το δάχτυλο σηκωμένο.
Ήταν λογικό, λοιπόν, να γίνει το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου, να χάσουν τα λεφτά τους οι μικροεπενδυτές και να γίνει η μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου από λίγους, που συνέβη ποτέ στην Ελλάδα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Φυσικά, όλοι γνώριζαν ότι η φούσκα του Χρηματιστηρίου ήταν στημένη. Ήταν ένα έγκλημα όμως χωρίς ενόχους, διότι ο κ. Σημίτης ήταν ένας καθωσπρέπει γερμανοαναθρεμμένος καθηγητής πανεπιστημίου, που ήταν αδύνατον να δικαστεί.
Ύστερα ήρθαν οι νόμοι περί μη ευθύνης υπουργών για οποιοδήποτε οικονομικό έγκλημα κι έτσι συνηθίσαμε στην ιδέα της αθώωσης πρωταγωνιστών σκανδάλων άνευ δίκης. Αφού πλέον είχαμε αποδεχτεί ως φυσιολογικό φαινόμενο την ατιμωρησία των πολιτικών, κάποιοι εκτός πολιτικής αποφάσισαν να ρισκάρουν και εκείνοι στον εύκολο και παράνομο πλουτισμό. Η επιτυχία τους ήταν δεδομένη. Πλούτισαν και πλουτίζουν ανενόχλητοι, ενώ ο χαρακτηρισμός «λαμόγια» αντιστοιχεί πλέον στον βρετανικό τίτλο «Sir». Ένας τίτλος τιμής.
Στη συνέχεια πλάκωσε ο Πάγκαλος με τη γνωστή ιστορία στα Ίμια και την προσφορά του Οτσαλάν στους Τούρκους εν είδει κρέατος, οπότε συνηθίσαμε ότι η ρουφιανιά και η προδοσία δεν ήταν πλέον κάτι κακό που το χρεώναμε στους «Εφιάλτες» της Ιστορίας, αλλά επίσημη κυβερνητική πολιτική.
Τα υπόλοιπα, με τις μίζες των όπλων, τις προμήθειες των νοσοκομείων, την ψηφοθηρική διανομή ευρωπαϊκών κονδυλίων που είχαν δοθεί «για την αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής και οικονομίας και τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής γεωργίας», αλλά φαγώθηκαν σε επαρχιακά καζίνο Ελλάδας και Βουλγαρίας καθώς και στα κωλόμπαρα των εθνικών οδών, ήταν πταίσματα.
Εν τω μεταξύ, στο κέντρο της Ελλάδας, στην Αθήνα με τον υπέροχο ουρανό, άρχισε να βρέχει ΕΣΠΑ και διάφορα άλλα ευρωπαϊκά κονδύλια, για τα οποία δημιουργήθηκαν τάχιστα δεξαμενές υποδοχής. Τα χρηματιστηριακά γραφεία έγιναν επιχειρήσεις συμβούλων επιχειρήσεων και αναπτύχθηκαν διάφορες υπηρεσίες οι οποίες συμπλήρωναν τα «χαρτιά» για επιδοτήσεις παντός είδους άχρηστης μαλακίας. Σε συνεργασία με τους «ελεγκτικούς μηχανισμούς» και τα υπουργικά γραφεία, οι σύμβουλοι επιχειρήσεων μετετράπησαν γρήγορα σε opinion makers και η παραγωγή γι’ ακόμη μια φορά μπήκε στην άκρη, καθώς κυριάρχησαν οι «υπηρεσίες», δηλαδή το τίποτα.
Η συνήθεια, πλέον, δεν ήταν κακό πράγμα. Ένα μεγάλο ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού κατανάλωνε με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν οι συμμετέχοντες στα ρωμαϊκά όργια. Ξερνούσαν, άνοιγαν χώρο στο στομάχι και ξανάτρωγαν. Έτσι, όταν έγινε το κακό, οι άχρηστοι αυτής της χώρας έσπευσαν να στηρίξουν την προδοσία του Γιώργου Παπανδρέου και το ξεπούλημα της χώρας. Τρόμαξαν στην ιδέα της επιστροφής στη δραχμή, διότι απλώς φοβήθηκαν ότι θα έπρεπε επιτέλους να εργαστούν. Να κάνουν μια κάποια δουλειά. Διότι η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών για το φάγωμα επιδοτήσεων, δεν είναι δουλειά, άσχετα αν και αυτό συνηθίσαμε να το αποκαλούμε έτσι.
Τώρα πια συνηθίσαμε σε όλα. Στην ανεργία και στην εξαθλίωση. Στην απώλεια της εθνικής κυριαρχίας. Συνηθίσαμε στην ιδέα ότι ο «σύμβουλος επιχειρήσεων» και ο εργάτης της ναυπηγοεπισκευαστικής που περιμένει τη σειρά του να σκοτωθεί σε κάποιο αμπάρι ελλείψει μέτρων ασφαλείας «τα έφαγαν μαζί. Παρέα».
Τώρα, η κυβέρνηση, με περίσσιο θράσος, δηλώνει ότι πρέπει να κάνουμε τις θυσίες της κόλασης για να παραμείνουμε ζωντανοί. Δεν πειράζει ξεπουλητές, μην ενοχλείστε. Μη γίνεστε τόσο δραματικοί. Είμαστε ευπροσάρμοστος λαός. Το έχουμε αποδείξει επί δεκαετίες. Αυτή τη φορά πολλοί θα ακολουθήσουν το παράδειγμα του γάιδαρου που είχε ο Χότζας. Μόλις, λοιπόν, συνήθισε να μην τρώει τίποτα, απλώς ψόφησε.
Να ξέρετε όμως. Όσοι δε συνηθίσαμε, δε φάγαμε τίποτε άλλο πέρα από αυτό που δουλέψαμε και δεν γουστάρουμε να ψοφήσουμε σαν γαϊδούρια, θα έρθει η ώρα που θα σας γαμήσουμε. Αυτό έτσι, μια μικρή υπενθύμιση για όσους πιστεύουν ότι όλα αυτά θα ξεχαστούν γρήγορα. Κι αυτό δεν είναι υπόσχεση, χρέος ή κάποιου είδους απειλή. Είναι το ένστικτο της επιβίωσης. Και μια μικρή απόλαυση, φυσικά. ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ
Μετά τη λήξη της δίκης, την ουσιαστική αθώωση όλων, πλην του κορόιδου Τσοβόλα, η ελληνική κοινωνία απέκτησε μια παροιμιώδη ανοχή στα σκάνδαλα των πολιτικών. Ο Ανδρέας παρέμεινε αγαπημένος λαϊκός ηγέτης και η αδιαφορία με την οποία αντιμετώπισε τη Δικαιοσύνη, χαρακτηρίστηκε ως μαγκιά γνήσιου ηγέτη ενός μαχαλά.
Από κει και πέρα, όλα έγιναν ευκολότερα. Ο ελληνικός λαός αντιλήφθηκε το ρόλο του και έπαψε να ανησυχεί για οτιδήποτε. Η εξουσία κλέβει. Σιγά το κακό. Δεν είναι κι έγκλημα .......
να «βάζουν οι πολιτικοί το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι». Αυτό αποδεχτήκαμε. Αρκεί να μην έτρωγαν όλο το μέλι, διότι υπήρχαν κι άλλοι που περίμεναν στην ουρά με το δάχτυλο σηκωμένο.
Ήταν λογικό, λοιπόν, να γίνει το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου, να χάσουν τα λεφτά τους οι μικροεπενδυτές και να γίνει η μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου από λίγους, που συνέβη ποτέ στην Ελλάδα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Φυσικά, όλοι γνώριζαν ότι η φούσκα του Χρηματιστηρίου ήταν στημένη. Ήταν ένα έγκλημα όμως χωρίς ενόχους, διότι ο κ. Σημίτης ήταν ένας καθωσπρέπει γερμανοαναθρεμμένος καθηγητής πανεπιστημίου, που ήταν αδύνατον να δικαστεί.
Ύστερα ήρθαν οι νόμοι περί μη ευθύνης υπουργών για οποιοδήποτε οικονομικό έγκλημα κι έτσι συνηθίσαμε στην ιδέα της αθώωσης πρωταγωνιστών σκανδάλων άνευ δίκης. Αφού πλέον είχαμε αποδεχτεί ως φυσιολογικό φαινόμενο την ατιμωρησία των πολιτικών, κάποιοι εκτός πολιτικής αποφάσισαν να ρισκάρουν και εκείνοι στον εύκολο και παράνομο πλουτισμό. Η επιτυχία τους ήταν δεδομένη. Πλούτισαν και πλουτίζουν ανενόχλητοι, ενώ ο χαρακτηρισμός «λαμόγια» αντιστοιχεί πλέον στον βρετανικό τίτλο «Sir». Ένας τίτλος τιμής.
Στη συνέχεια πλάκωσε ο Πάγκαλος με τη γνωστή ιστορία στα Ίμια και την προσφορά του Οτσαλάν στους Τούρκους εν είδει κρέατος, οπότε συνηθίσαμε ότι η ρουφιανιά και η προδοσία δεν ήταν πλέον κάτι κακό που το χρεώναμε στους «Εφιάλτες» της Ιστορίας, αλλά επίσημη κυβερνητική πολιτική.
Τα υπόλοιπα, με τις μίζες των όπλων, τις προμήθειες των νοσοκομείων, την ψηφοθηρική διανομή ευρωπαϊκών κονδυλίων που είχαν δοθεί «για την αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής και οικονομίας και τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής γεωργίας», αλλά φαγώθηκαν σε επαρχιακά καζίνο Ελλάδας και Βουλγαρίας καθώς και στα κωλόμπαρα των εθνικών οδών, ήταν πταίσματα.
Εν τω μεταξύ, στο κέντρο της Ελλάδας, στην Αθήνα με τον υπέροχο ουρανό, άρχισε να βρέχει ΕΣΠΑ και διάφορα άλλα ευρωπαϊκά κονδύλια, για τα οποία δημιουργήθηκαν τάχιστα δεξαμενές υποδοχής. Τα χρηματιστηριακά γραφεία έγιναν επιχειρήσεις συμβούλων επιχειρήσεων και αναπτύχθηκαν διάφορες υπηρεσίες οι οποίες συμπλήρωναν τα «χαρτιά» για επιδοτήσεις παντός είδους άχρηστης μαλακίας. Σε συνεργασία με τους «ελεγκτικούς μηχανισμούς» και τα υπουργικά γραφεία, οι σύμβουλοι επιχειρήσεων μετετράπησαν γρήγορα σε opinion makers και η παραγωγή γι’ ακόμη μια φορά μπήκε στην άκρη, καθώς κυριάρχησαν οι «υπηρεσίες», δηλαδή το τίποτα.
Η συνήθεια, πλέον, δεν ήταν κακό πράγμα. Ένα μεγάλο ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού κατανάλωνε με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν οι συμμετέχοντες στα ρωμαϊκά όργια. Ξερνούσαν, άνοιγαν χώρο στο στομάχι και ξανάτρωγαν. Έτσι, όταν έγινε το κακό, οι άχρηστοι αυτής της χώρας έσπευσαν να στηρίξουν την προδοσία του Γιώργου Παπανδρέου και το ξεπούλημα της χώρας. Τρόμαξαν στην ιδέα της επιστροφής στη δραχμή, διότι απλώς φοβήθηκαν ότι θα έπρεπε επιτέλους να εργαστούν. Να κάνουν μια κάποια δουλειά. Διότι η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών για το φάγωμα επιδοτήσεων, δεν είναι δουλειά, άσχετα αν και αυτό συνηθίσαμε να το αποκαλούμε έτσι.
Τώρα πια συνηθίσαμε σε όλα. Στην ανεργία και στην εξαθλίωση. Στην απώλεια της εθνικής κυριαρχίας. Συνηθίσαμε στην ιδέα ότι ο «σύμβουλος επιχειρήσεων» και ο εργάτης της ναυπηγοεπισκευαστικής που περιμένει τη σειρά του να σκοτωθεί σε κάποιο αμπάρι ελλείψει μέτρων ασφαλείας «τα έφαγαν μαζί. Παρέα».
Τώρα, η κυβέρνηση, με περίσσιο θράσος, δηλώνει ότι πρέπει να κάνουμε τις θυσίες της κόλασης για να παραμείνουμε ζωντανοί. Δεν πειράζει ξεπουλητές, μην ενοχλείστε. Μη γίνεστε τόσο δραματικοί. Είμαστε ευπροσάρμοστος λαός. Το έχουμε αποδείξει επί δεκαετίες. Αυτή τη φορά πολλοί θα ακολουθήσουν το παράδειγμα του γάιδαρου που είχε ο Χότζας. Μόλις, λοιπόν, συνήθισε να μην τρώει τίποτα, απλώς ψόφησε.
Να ξέρετε όμως. Όσοι δε συνηθίσαμε, δε φάγαμε τίποτε άλλο πέρα από αυτό που δουλέψαμε και δεν γουστάρουμε να ψοφήσουμε σαν γαϊδούρια, θα έρθει η ώρα που θα σας γαμήσουμε. Αυτό έτσι, μια μικρή υπενθύμιση για όσους πιστεύουν ότι όλα αυτά θα ξεχαστούν γρήγορα. Κι αυτό δεν είναι υπόσχεση, χρέος ή κάποιου είδους απειλή. Είναι το ένστικτο της επιβίωσης. Και μια μικρή απόλαυση, φυσικά. ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου