Aναδημοσιευση απο ''Τσαλαπετεινός'' Πρώτα τον έκλεισαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Ούτε παράθυρο, ούτε λάμπα. Τον άφησαν εκεί για ώρες, για μέρες, μπορεί και βδομάδες να περιμένει. Άρχισε να σκέφτεται τί είχε κάνει για να βρεθεί σε αυτή την κατάσταση. Δεν έβρισκε απάντηση. Κατέληξε να πιστεύει ότι κάποιο λάθος είχε γίνει και σύντομα θα ξυπνούσε και θα γύριζε στην προηγούμενη ζωή του κι αυτό – ο άδικος εγκλεισμός του- θα του φαινόταν απλώς ένας εφιάλτης που τού στοίχειωσε μια νύχτα.
Κάποια στιγμή η πόρτα άνοιξε και μπήκαν στο δωμάτιο τρεις- τέσσερις άγνωστοι. Ήταν βέβαιος ότι θα του ζητούσαν συγνώμη για την ταλαιπωρία που είχε υποστεί όλο αυτό το διάστημα και θα τον οδηγούσαν στην έξοδο. Εκείνοι άρχισαν να απαγγέλλουν μηχανικά αβάσιμες κατηγορίες εναντίον του κι ύστερα τον άρπαξαν. Δεν τέθηκε θέμα ακινητοποίησης γιατί δεν αντέδρασε καθόλου. Οι απίστευτες κατηγορίες που είχε ακούσει τον αιφνιδίασαν τόσο που έφτασε σε σημείο παράλυσης. Έτσι τους ήταν πολύ εύκολο να τον γυρίσουν ανάποδα. Τότε για πρώτη φορά, είδε ότι στο σκοτεινό δωμάτιο υπήρχε ένας κάδος γεμάτος νερό....
Τού έχωσαν μέσα το κεφάλι. Το νερό ήταν βρώμικο. Αυτό το κατάλαβε την πρώτη στιγμή· τη δεύτερη ένοιωσε ασφυξία καθώς το νερό γέμισε το στόμα και τα ρουθούνια του. Έκανε από ένστικτο κάποιες κινήσεις για να ξεφύγει καθώς το υγρό έφραζε τις αναπνευστικές οδούς. Χτύπησε στον κάδο, άκουσε τον ήχο -σαν να έσπασε κόκκαλο σκέφτηκε- ένοιωσε όμως ελάχιστο πόνο μπροστά στην αγωνία του επερχόμενου πνιγμού. Νόμιζε ότι είχε τελειώσει όταν χωρίς να τον γυρίσουν, τού έβγαλαν το κεφάλι από το νερό. Με κόπο μετά από λίγο πήρε την πρώτη ανάσα. “Σώθηκα”, σκέφτηκε κι αναθάρρησε μα εκείνη τη στιγμή, τον κατέβασαν και πάλι. Τον ξανασήκωσαν τη στιγμή που νόμιζε ότι θα έσβηνε για δεύτερη φορά. Και μετά ήρθε μια τρίτη, μια τέταρτη... Ήρθαν τόσες φορές που είχε χάσει πια το λογαριασμό. Ο χρόνος είχε διασταλεί τόσο που όλη η προηγούμενη περίοδος του εγκλεισμού, τις ελάχιστες στιγμές που το κεφάλι του ήταν έξω από το νερό, τώρα τού φαινόταν απειροελάχιστη κι αυτό το ατέρμονο μέσα -έξω, μια αιωνιότητα.
"Σε σώσαμε” του είπαν την τελευταία φορά που τού έβγαλαν το κεφάλι από το νερό, αλλά εκείνος ακόμα δεν είχε καταλάβει ότι ήταν τελευταία. Το κατάλαβε μετά, όταν τον γύρισαν κανονικά, τού έδεσαν τα πόδια και έφυγαν κλειδώνοντας πίσω τους την πόρτα. Ένοιωσε ευγνωμοσύνη που τον άφησαν έστω και με δεμένα πόδια, αλλά τουλάχιστον με ελεύθερη την ανάσα. Τού πήρε ώρα να συνέλθει. Όταν το κατάφερε άρχισε να σκέφτεται. Όχι γενικά και αόριστα όπως πριν, αλλά τα συγκεκριμένα εγκλήματα που τού είχαν προσάψει.
Δεν μπορούσε να προσδιορίσει πόσος χρόνος πέρασε, όταν άνοιξε πάλι η πόρτα και μπήκαν οι άγνωστοι, επαναλαμβάνοντας το μαρτύριο του πνιγμού. Τους άκουσε να λένε τη λέξη “εικονικός” μα εκείνος τον βίωνε ως απόλυτα πραγματικό. Στο τέλος, ακριβώς όπως την προηγούμενη φορά, επανέλαβαν την φράση “Σε σώσαμε” και πριν φύγουν, εκτός από τα πόδια του έδεσαν και τα χέρια. Ένοιωσε ευγνωμοσύνη που τον άφησαν έστω και με δεμένα πόδια και χέρια, αλλά με ελεύθερη την ανάσα του.
Κάθεται ακίνητος στο σκοτεινό δωμάτιο εδώ και πολύ καιρό. Δεν μπορεί να προσδιορίσει το διάστημα. Παραλυμένος από το φόβο, μετά από μια ακόμα επίσκεψη των αγνώστων, μετά από ένα ακόμα μαρτύριο πραγματικού πνιγμού, μετά από ένα ακόμα “σε σώσαμε” που φαίνεται ότι έγινε πλέον η σταθερή επωδός. Τώρα εκτός από τα πόδια και τα χέρια είναι ακινητοποιημένος και ο λαιμός του. Ωστόσο νοιώθει κάποια ευγνωμοσύνη που οι σωτήρες του τού άφησαν τουλάχιστον ελεύθερη την αναπνοή του. Σκέφτεται λιγότερο από πριν. Εκτός από το σώμα του, έχει αρχίσει να παραλύει και η σκέψη. Στο σκοτάδι του δωματίου όμως διακρίνει ξεκάθαρα τον κάδο με το νερό που είναι πιο βρώμικο από ποτέ. Έχει βάσιμες υποψίες ότι οι άγνωστοι θα ξανάρθουν. Ότι θα επαναλάβουν ακριβώς τα ίδια και στο τέλος θα του πουν, όπως και τις προηγούμενες φορές: "Σε σώσαμε". Και για πρώτη φορά -αργά, πολύ αργά είναι αλήθεια- αρχίζει να σκέφτεται ότι πρέπει επιτέλους να κάνει κάτι για να σωθεί. Μόνος του.
οι εικόνες είναι του nobit από εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου