Του Βασίλη Δημητριάδη Κι όταν ο διάβολος σε πλησιάζει την ώρα που είσαι αμέριμνος
και τρομαγμένος γυρνάς να τον αντικρίσεις με φόβο
τ’ αγγελικό του πρόσωπο σε καθησυχάζει
το χάδι του σε συνταράσσει
και το λάγνο του χαμόγελό σε παγώνει.
Τότε θαρρείς πως κόλαση είσαι ο ίδιος, κάτι ίσως σου λείπει
πολλά σου λείπουν μα δεν τα ξέρεις πριν τα γνωρίσεις
πριν οι πύρινες φλόγες αρχίσουν να σε κάνουν να νιώσεις τ’ αναίσθητο πετσί σου
να λιώσουν την παγωμένη λάβα μέσα σου και να την κάνουν ένα μ’ αυτή
μ’ αυτή που φέρνει τύψεις, θλίψη, μετάνοια για χαμένες αμαρτίες, σκόρπιες αδύναμες πνιγμένες επιθυμίες
κρεμασμένες σε μια ντουλάπα μουχλιασμένη, γεμάτες ναφθαλίνη πια…
χρόνια λειψά μέσα σε ψεύτικες οάσεις, σκουπιδότοποι αναγκών και υποχρεώσεων άλλων
βλακεία, απατηλές καταστάσεις, οικοδομήματα σαν από σπιρτόξυλα φτιαγμένα,
γκρίνια, ζόρι, καταπιεσμένες σπίθες πυρκαγιάς χωμένες μες στο χώμα
που αντί να καίνε ξένα δάση σε κατατρώνε μέρα με τη μέρα μέχρι ν’ αφήσουν στάχτες από την ύπαρξη σου.
Σαν η στιγμή της προσέγγισης, που τόσο φοβάσαι, έρχεται λυτρωτική, ζωντανή, θεάρεστη
συνειδητοποιείς πως δεν είναι ο διάβολος αυτός που έτρεμες πάντα, μα τα καζάνια που κόχλαζαν μέσα σου, γιατί έτσι σ’ έκαναν να πιστεύεις πάντα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου