Του Γιωργου Πηττα Πληκτρολόγησα στον υπολογιστή «κύκλωμα παιδεραστίας» στην ελληνική γλώσσα και, έχασα τον λογαριασμό από τις αναφορές που ξεπετάχτηκαν.
Πληκτρολόγησα ξεχωριστά και άλλες λέξεις: Διαφθορά, διασπάθιση, εκβιαστές, τοκογλύφοι, μετανάστες –εκμετάλλευση, παιδική πορνεία, πολιτική αλητεία, κ.α.
Σε κάθε περίπτωση, η οθόνη μου κυριολεκτικά μπουμπούκιαζε με την παραγωγικότητα της νεοελληνικής κοινωνίας και των συχνά υψηλά ισταμένων εκπροσώπων της.
Πολιτευτές, στελέχη, δικαστές, παπάδες, στρατιωτικοί, γραφειοκράτες, ελεγκτές, αστυνομικοί και δίπλα σε αυτούς.... οδηγοί σχολικών λεωφορείων, δάσκαλοι, ιδιωτικοί υπάλληλοι, νεαροί φοιτητές, αυτό που λέμε «απλοί πολίτες» και όχι θεσμικοί παράγοντες όπως η πρώτη ομάδα που ανέφερα πιο πάνω.
Πριν από λίγες μέρες, γνωστοποιήθηκε η καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για βιασμό μετανάστη με γκλομπ, από όργανο του Λιμενικού Σώματος. Το ηρωικό ανδραγάθημα του περήφανου απόγονου του Λεωνίδα και πιστού υπερασπιστή της «ελληνοχριστιανικής» παράδοσης έγινε τον Ιούνιο του 2001, στην εποχή που ακόμα, καμιά φοβέρα και καμιά σκλαβιά δεν πλάκωναν τον τόπο.
Αντίθετα, ετοιμαζόμασταν να διοργανώσουμε τους «καλύτερους Ολυμπιακούς Αγώνες» ενώ μόλις είχαμε μπει με το σπαθί της Goldman Sachs όπως αποδείχτηκε στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα για να αρχίσουμε να δανειζόμαστε περίπου τα πάντα ένεκα χαμηλών επιτοκίων.
Δεν είχα σκοπό να αφιερώσω άρθρο για το γεγονός, έκανα όμως ένα μικρό σχόλιο στον «τοίχο» μου στο facebook.
Για άλλη μια φορά, διαπίστωσα από αντιδράσεις ανθρώπων που κατά τα λοιπά είναι «μια χαρά», την αφόρητα στρεβλή αντίληψη πως η δημοσιοποίηση τέτοιων γεγονότων είναι κάτι σαν «νερό στον μύλο των εχθρών». Δεν ειπώθηκε έτσι, αλλά το νόημα, αυτό ήταν.
Ούτε με ενδιαφέρει αν αυτά συμβαίνουν και αλλού, αυτός ο θλιβερός ετεροπροσδιορισμός το μόνο που πετυχαίνει, είναι η μόνιμη ακύρωση κάθε σκέψης για το πως μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι.
Όχι τίποτα άλλο, αλλά δεν έχω συναντήσει πουθενά αλλού τέτοιον συσσωρευμένο ναρκισσισμό για το πόσο «ωραίοι» είμαστε και τι «μοναδικό dna έχουμε, γεμάτο…φως, θάλασσα, κρασί, γλέντια, έξω καρδιές, λεβεντιές, ζεϊμπέκικα, όπα», και άλλες περηφάνιες.
Ας με συγχωρέσουν οι αναγνώστες, αλλά, με την ανοχή των πολλών, την συμμετοχή αρκετών και την αντίδραση ολίγων, πλάσθηκε μια κοινωνία παροιμιωδώς χαλασμένη, που μόλις τώρα, ελέω κρίσης πασχίζει να ψηλαφίσει ξανά κάποιες βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν την συνύπαρξη των ανθρώπων.
Με πρώτη αρχή αυτή της αλληλεγγύης η οποία τα τελευταία τουλάχιστον 25 χρόνια είχε κατακρεουργηθεί.
Πριν όμως προλάβουν να καταλαγιάσουν οι εντυπώσεις από το προηγούμενο, μόλις χτες, ήρθε στην επιφάνεια καινούργια, φρέσκια είδηση που αναδεικνύει για άλλη μια φορά την «υγεία» της ελληνικής κοινωνίας:
Κύκλωμα αστυνομικών και πολιτών, κατοίκων της περιοχής Αχαρνών εκβιάζει με καθαρόαιμο μαφιόζικο τρόπο μετανάστες. «Δώσε τόσα για να μην σε μπαγλαρώσω».
Υπάρχει σχετικό δημοσίευμα, εδώ στο tvxs, όσοι δεν το διαβάσατε κάντε το προσεκτικά.
Διόλου συμπτωματικό πως είναι η περιοχή που λυμαίνεται η συμμορία της Χρυσής Αυγής.
Αν καταγράψω εδώ όλα τα κυκλώματα διαφθοράς κάθε είδους που έχουν αναδυθεί τα τελευταία χρόνια, δεν θα υπάρξει χώρος ούτε για μία λέξη σχολιασμού.
Φοβάμαι είναι τόσα πολλά που θα χρειαστεί μία «ειδική έκδοση» και ίσως θα πρέπει κάποιος να το κάνει και να το εκδώσει με τίτλο «Ο βόθρος».
Άλλωστε, τα ξέρουμε , τα διαβάζουμε, είναι γνωστά.
Εκτός αν υστερικά κλείνουμε μάτια και αυτιά και επιμένουμε να αθωώνουμε διαρκώς την κοινωνία της οποίας είμαστε μέλη, άρα τον εαυτό μας τόσο στη συλλογική όσο και στην ατομική εκδοχή.
Αλήθεια.
Θυμόμαστε τη Φουκουσίμα;
Θυμόμαστε την ανείπωτη τραγωδία που έπληξε την Ιαπωνία πριν από ένα χρόνο;
Θυμόμαστε άραγε πως εκεί, σε μία τεράστια περιοχή που εγκαταλείφτηκε από τους κατοίκους της δεν σημειώθηκε ούτε ένα επεισόδιο πλιάτσικου και βίας;
Θυμόμαστε την αξιοθαύμαστη και απόλυτα συλλογική αλληλεγγύη που αναπτύχθηκε μεταξύ των πολιτών;
Άλλη κουλτούρα θα μου πείτε.
Ναι, άλλη κουλτούρα.
Εκεί, δεν φυτρώνουν πολιτικάντηδες ως παράσιτα που περνούν 4-5 κόκκινα φανάρια με τη μερσεντές, χωρίς δίπλωμα και μετά ζητούν τα ρέστα περνώντας με το αμάξι πάνω από τον αστυνομικό που τους σταμάτησε.
Αλλά, ο κος «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε» τον αέρα που έχει στα λίγα του μυαλά, πως τον απέκτησε;
Εντάξει, πρώτα από τον ηγεμόνα που ήθελε να έχει γύρω του ανθρωπάκια πειθήνια για να βασιλεύει. Γνωστό το ανέκδοτο της δεκαετίας του 80, κατά το οποίο ο ηγεμών ρωτά έναν περίφημο αυλοκόλακα του: «Τι ώρα είναι Άκη;» «Ό,τι ώρα θέλεις εσύ Πρόεδρε».
Και χαμογελούσε αυτάρεσκα και ικανοποιημένα ο ηγεμών.
Αλλά στη συνέχεια ποιος επιβράβευσε όλα αυτά τα ανερμάτιστα ανθρωπάκια;
Ποιος δικαίωσε τις πρακτικές τους, τα κολλητηλίκια, το γλείψιμο, την παρεοκρατία, την βίαιη αναξιοκρατία που επέβαλλαν στην παντοδυναμία τους όλες αυτές οι απίθανες καρικατούρες;
Μήπως οι γερμανοί; Μήπως οι βρετανοί; Μην ήταν οι γάλλοι, οι ισπανοί, οι πορτογάλοι και οι αμερικανοί; Τίποτα εξωγήινοι τάχα;
Όχι «ρε» παιδιά. Όχι.
ΕΜΕΙΣ. Οι αιωνίως «άσπιλοι, αμόλυντοι, πεπλανημένοι, αθώοι και ωραίοι ως Έλληνες» ψηφοφόροι που τους στείλαμε και τους ξαναστείλαμε και τους ματαξαναστείλαμε ως εκπροσώπους στη Βουλή.
Γιατί…γιατί…η αυθαίρετη παράγκα στα Καλύβια, γιατί «πρέπει κάπου να βολευτεί το παιδί» , για το μαγαζί που δεν έχει άδεια λειτουργίας, γιατί η επιδότηση που έγινε «μπεμβέ» και κάποιος πρέπει να συνεχίσει να κάνει τα στραβά μάτια, γιατί η φιλιππινέζα που μαζεύει τα σκατά μας είναι ανασφάλιστη επτά μέρες την εβδομάδα 365 μέρες τον χρόνο, γιατί, γιατί, γιατί…
Πάρα πολλά «γιατί» παρανομίας, σπέκουλας, βολέματος, σε εκατοντάδες μικρά ή λίγο μεγαλύτερα ζητήματα, που για να ικανοποιηθούν, προϋποθέτουν έναν μηχανισμό από αρκετές χιλιάδες μεσαία και μικρά στελέχη της Κρατικής μηχανής που δεν έχουν απολύτως καμία μα καμία συνείδηση. Όλοι αυτοί, όλο αυτό το τέρας, ΕΜΕΙΣ είμαστε. Όχι ο γείτονας, εμείς. Οι αενάως και αιωνίως ανεύθυνοι για οτιδήποτε.
Που ανεχτήκαμε και χειροκροτήσαμε έστω εκβιαστικά μια κοινωνία βίαιη με στρεβλή αντίληψη περί ανταγωνισμού-όπου ο αθέμιτος ανταγωνισμός των «πάνω» έφτανε στα «κάτω» για να μεταποιηθεί στην καθημερινή αγένεια στο λεωφορείο και στο πως θα αρπάξουμε τη σειρά του άλλου που περίμενε πριν από μας. Στα μικρά καθημερινά που ύφαναν επί μακρόν μία κολασμένη καθημερινότητα που όλοι βιώσαμε στα αστικά κέντρα και κυρίως στην Αθήνα που έτσι και αλλιώς με τα εκατομμύρια κατοίκων που φιλοξενεί συνθέτει απόλυτη παράνοια και ανωμαλία.
Και, από τα «μεσαία και μικρά» στελέχη, φτάνουμε στα κορυφαία:
Υψηλά ιστάμενοι του Κράτους και της οικονομικής ζωής.
Θα πουν κάποιοι-και είναι πολλοί οι αυτόκλητοι συνήγοροι του μπορδέλου, ίσως επειδή αντιδρούν συναισθηματικά:
«Μα καλά-θέλεις πάλι να επιρρίψεις την ευθύνη στους έλληνες που τώρα πεινάνε, αυτοκτονούν, χάνουν τις δουλειές τους;»
Απαντώ:
Η οικονομική κρίση, η διεθνής κρίση του Καπιταλισμού, η Goldman Sachs και οι παραφυάδες της, ο πόλεμος που έχει εξαπολυθεί κατά της μεσαίας τάξης που εξωθείται στον αφανισμό, είναι ένα ζήτημα.
Οι ελληνικές παθογένειες και ιδιαιτερότητες, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένα άλλο.
Η ελληνική τραγωδία, έγκειται πως η μία διάσταση «απελευθέρωσε» τον καρκίνο της άλλης. Τα ξεράσματα όμως που αναδείξαμε ως διαχειριστές αυτού του τόπου, είναι δική μας ευθύνη.
Η αναγκαιότητα της κριτικής και κυρίως της αυτοκριτικής, η παραδοχή του αυτονόητου, δηλαδή της ύπαρξης εκείνου του στοιχείου που λέγεται «συλλογική ευθύνη» είναι οντολογικής σημασίας για την Ελλάδα και την κοινωνία μας, αν θέλουμε να υπάρξει κάποιο μέλλον θεμελιωμένο σε πραγματικότητες και όχι επικολυρικά βελάσματα.
Και, επειδή ως λαός νάρκισσος, αυτάρεσκα θέλουμε να λέμε πως «γεννάμε ποίηση» θα πρότεινα να αφήσουμε τα λευκά και τα γαλάζια, το αιγαίο και τις τρικυμίες στα χείλη και, να κοιτάξουμε λίγο πιο σοβαρά τον κόσμο του Σεφέρη:
«Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν».
Γιώργος Πήττας για το tvxs και τον Πολίτη.
Πληκτρολόγησα ξεχωριστά και άλλες λέξεις: Διαφθορά, διασπάθιση, εκβιαστές, τοκογλύφοι, μετανάστες –εκμετάλλευση, παιδική πορνεία, πολιτική αλητεία, κ.α.
Σε κάθε περίπτωση, η οθόνη μου κυριολεκτικά μπουμπούκιαζε με την παραγωγικότητα της νεοελληνικής κοινωνίας και των συχνά υψηλά ισταμένων εκπροσώπων της.
Πολιτευτές, στελέχη, δικαστές, παπάδες, στρατιωτικοί, γραφειοκράτες, ελεγκτές, αστυνομικοί και δίπλα σε αυτούς.... οδηγοί σχολικών λεωφορείων, δάσκαλοι, ιδιωτικοί υπάλληλοι, νεαροί φοιτητές, αυτό που λέμε «απλοί πολίτες» και όχι θεσμικοί παράγοντες όπως η πρώτη ομάδα που ανέφερα πιο πάνω.
Πριν από λίγες μέρες, γνωστοποιήθηκε η καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για βιασμό μετανάστη με γκλομπ, από όργανο του Λιμενικού Σώματος. Το ηρωικό ανδραγάθημα του περήφανου απόγονου του Λεωνίδα και πιστού υπερασπιστή της «ελληνοχριστιανικής» παράδοσης έγινε τον Ιούνιο του 2001, στην εποχή που ακόμα, καμιά φοβέρα και καμιά σκλαβιά δεν πλάκωναν τον τόπο.
Αντίθετα, ετοιμαζόμασταν να διοργανώσουμε τους «καλύτερους Ολυμπιακούς Αγώνες» ενώ μόλις είχαμε μπει με το σπαθί της Goldman Sachs όπως αποδείχτηκε στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα για να αρχίσουμε να δανειζόμαστε περίπου τα πάντα ένεκα χαμηλών επιτοκίων.
Δεν είχα σκοπό να αφιερώσω άρθρο για το γεγονός, έκανα όμως ένα μικρό σχόλιο στον «τοίχο» μου στο facebook.
Για άλλη μια φορά, διαπίστωσα από αντιδράσεις ανθρώπων που κατά τα λοιπά είναι «μια χαρά», την αφόρητα στρεβλή αντίληψη πως η δημοσιοποίηση τέτοιων γεγονότων είναι κάτι σαν «νερό στον μύλο των εχθρών». Δεν ειπώθηκε έτσι, αλλά το νόημα, αυτό ήταν.
Ούτε με ενδιαφέρει αν αυτά συμβαίνουν και αλλού, αυτός ο θλιβερός ετεροπροσδιορισμός το μόνο που πετυχαίνει, είναι η μόνιμη ακύρωση κάθε σκέψης για το πως μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι.
Όχι τίποτα άλλο, αλλά δεν έχω συναντήσει πουθενά αλλού τέτοιον συσσωρευμένο ναρκισσισμό για το πόσο «ωραίοι» είμαστε και τι «μοναδικό dna έχουμε, γεμάτο…φως, θάλασσα, κρασί, γλέντια, έξω καρδιές, λεβεντιές, ζεϊμπέκικα, όπα», και άλλες περηφάνιες.
Ας με συγχωρέσουν οι αναγνώστες, αλλά, με την ανοχή των πολλών, την συμμετοχή αρκετών και την αντίδραση ολίγων, πλάσθηκε μια κοινωνία παροιμιωδώς χαλασμένη, που μόλις τώρα, ελέω κρίσης πασχίζει να ψηλαφίσει ξανά κάποιες βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν την συνύπαρξη των ανθρώπων.
Με πρώτη αρχή αυτή της αλληλεγγύης η οποία τα τελευταία τουλάχιστον 25 χρόνια είχε κατακρεουργηθεί.
Πριν όμως προλάβουν να καταλαγιάσουν οι εντυπώσεις από το προηγούμενο, μόλις χτες, ήρθε στην επιφάνεια καινούργια, φρέσκια είδηση που αναδεικνύει για άλλη μια φορά την «υγεία» της ελληνικής κοινωνίας:
Κύκλωμα αστυνομικών και πολιτών, κατοίκων της περιοχής Αχαρνών εκβιάζει με καθαρόαιμο μαφιόζικο τρόπο μετανάστες. «Δώσε τόσα για να μην σε μπαγλαρώσω».
Υπάρχει σχετικό δημοσίευμα, εδώ στο tvxs, όσοι δεν το διαβάσατε κάντε το προσεκτικά.
Διόλου συμπτωματικό πως είναι η περιοχή που λυμαίνεται η συμμορία της Χρυσής Αυγής.
Αν καταγράψω εδώ όλα τα κυκλώματα διαφθοράς κάθε είδους που έχουν αναδυθεί τα τελευταία χρόνια, δεν θα υπάρξει χώρος ούτε για μία λέξη σχολιασμού.
Φοβάμαι είναι τόσα πολλά που θα χρειαστεί μία «ειδική έκδοση» και ίσως θα πρέπει κάποιος να το κάνει και να το εκδώσει με τίτλο «Ο βόθρος».
Άλλωστε, τα ξέρουμε , τα διαβάζουμε, είναι γνωστά.
Εκτός αν υστερικά κλείνουμε μάτια και αυτιά και επιμένουμε να αθωώνουμε διαρκώς την κοινωνία της οποίας είμαστε μέλη, άρα τον εαυτό μας τόσο στη συλλογική όσο και στην ατομική εκδοχή.
Αλήθεια.
Θυμόμαστε τη Φουκουσίμα;
Θυμόμαστε την ανείπωτη τραγωδία που έπληξε την Ιαπωνία πριν από ένα χρόνο;
Θυμόμαστε άραγε πως εκεί, σε μία τεράστια περιοχή που εγκαταλείφτηκε από τους κατοίκους της δεν σημειώθηκε ούτε ένα επεισόδιο πλιάτσικου και βίας;
Θυμόμαστε την αξιοθαύμαστη και απόλυτα συλλογική αλληλεγγύη που αναπτύχθηκε μεταξύ των πολιτών;
Άλλη κουλτούρα θα μου πείτε.
Ναι, άλλη κουλτούρα.
Εκεί, δεν φυτρώνουν πολιτικάντηδες ως παράσιτα που περνούν 4-5 κόκκινα φανάρια με τη μερσεντές, χωρίς δίπλωμα και μετά ζητούν τα ρέστα περνώντας με το αμάξι πάνω από τον αστυνομικό που τους σταμάτησε.
Αλλά, ο κος «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε» τον αέρα που έχει στα λίγα του μυαλά, πως τον απέκτησε;
Εντάξει, πρώτα από τον ηγεμόνα που ήθελε να έχει γύρω του ανθρωπάκια πειθήνια για να βασιλεύει. Γνωστό το ανέκδοτο της δεκαετίας του 80, κατά το οποίο ο ηγεμών ρωτά έναν περίφημο αυλοκόλακα του: «Τι ώρα είναι Άκη;» «Ό,τι ώρα θέλεις εσύ Πρόεδρε».
Και χαμογελούσε αυτάρεσκα και ικανοποιημένα ο ηγεμών.
Αλλά στη συνέχεια ποιος επιβράβευσε όλα αυτά τα ανερμάτιστα ανθρωπάκια;
Ποιος δικαίωσε τις πρακτικές τους, τα κολλητηλίκια, το γλείψιμο, την παρεοκρατία, την βίαιη αναξιοκρατία που επέβαλλαν στην παντοδυναμία τους όλες αυτές οι απίθανες καρικατούρες;
Μήπως οι γερμανοί; Μήπως οι βρετανοί; Μην ήταν οι γάλλοι, οι ισπανοί, οι πορτογάλοι και οι αμερικανοί; Τίποτα εξωγήινοι τάχα;
Όχι «ρε» παιδιά. Όχι.
ΕΜΕΙΣ. Οι αιωνίως «άσπιλοι, αμόλυντοι, πεπλανημένοι, αθώοι και ωραίοι ως Έλληνες» ψηφοφόροι που τους στείλαμε και τους ξαναστείλαμε και τους ματαξαναστείλαμε ως εκπροσώπους στη Βουλή.
Γιατί…γιατί…η αυθαίρετη παράγκα στα Καλύβια, γιατί «πρέπει κάπου να βολευτεί το παιδί» , για το μαγαζί που δεν έχει άδεια λειτουργίας, γιατί η επιδότηση που έγινε «μπεμβέ» και κάποιος πρέπει να συνεχίσει να κάνει τα στραβά μάτια, γιατί η φιλιππινέζα που μαζεύει τα σκατά μας είναι ανασφάλιστη επτά μέρες την εβδομάδα 365 μέρες τον χρόνο, γιατί, γιατί, γιατί…
Πάρα πολλά «γιατί» παρανομίας, σπέκουλας, βολέματος, σε εκατοντάδες μικρά ή λίγο μεγαλύτερα ζητήματα, που για να ικανοποιηθούν, προϋποθέτουν έναν μηχανισμό από αρκετές χιλιάδες μεσαία και μικρά στελέχη της Κρατικής μηχανής που δεν έχουν απολύτως καμία μα καμία συνείδηση. Όλοι αυτοί, όλο αυτό το τέρας, ΕΜΕΙΣ είμαστε. Όχι ο γείτονας, εμείς. Οι αενάως και αιωνίως ανεύθυνοι για οτιδήποτε.
Που ανεχτήκαμε και χειροκροτήσαμε έστω εκβιαστικά μια κοινωνία βίαιη με στρεβλή αντίληψη περί ανταγωνισμού-όπου ο αθέμιτος ανταγωνισμός των «πάνω» έφτανε στα «κάτω» για να μεταποιηθεί στην καθημερινή αγένεια στο λεωφορείο και στο πως θα αρπάξουμε τη σειρά του άλλου που περίμενε πριν από μας. Στα μικρά καθημερινά που ύφαναν επί μακρόν μία κολασμένη καθημερινότητα που όλοι βιώσαμε στα αστικά κέντρα και κυρίως στην Αθήνα που έτσι και αλλιώς με τα εκατομμύρια κατοίκων που φιλοξενεί συνθέτει απόλυτη παράνοια και ανωμαλία.
Και, από τα «μεσαία και μικρά» στελέχη, φτάνουμε στα κορυφαία:
Υψηλά ιστάμενοι του Κράτους και της οικονομικής ζωής.
Θα πουν κάποιοι-και είναι πολλοί οι αυτόκλητοι συνήγοροι του μπορδέλου, ίσως επειδή αντιδρούν συναισθηματικά:
«Μα καλά-θέλεις πάλι να επιρρίψεις την ευθύνη στους έλληνες που τώρα πεινάνε, αυτοκτονούν, χάνουν τις δουλειές τους;»
Απαντώ:
Η οικονομική κρίση, η διεθνής κρίση του Καπιταλισμού, η Goldman Sachs και οι παραφυάδες της, ο πόλεμος που έχει εξαπολυθεί κατά της μεσαίας τάξης που εξωθείται στον αφανισμό, είναι ένα ζήτημα.
Οι ελληνικές παθογένειες και ιδιαιτερότητες, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένα άλλο.
Η ελληνική τραγωδία, έγκειται πως η μία διάσταση «απελευθέρωσε» τον καρκίνο της άλλης. Τα ξεράσματα όμως που αναδείξαμε ως διαχειριστές αυτού του τόπου, είναι δική μας ευθύνη.
Η αναγκαιότητα της κριτικής και κυρίως της αυτοκριτικής, η παραδοχή του αυτονόητου, δηλαδή της ύπαρξης εκείνου του στοιχείου που λέγεται «συλλογική ευθύνη» είναι οντολογικής σημασίας για την Ελλάδα και την κοινωνία μας, αν θέλουμε να υπάρξει κάποιο μέλλον θεμελιωμένο σε πραγματικότητες και όχι επικολυρικά βελάσματα.
Και, επειδή ως λαός νάρκισσος, αυτάρεσκα θέλουμε να λέμε πως «γεννάμε ποίηση» θα πρότεινα να αφήσουμε τα λευκά και τα γαλάζια, το αιγαίο και τις τρικυμίες στα χείλη και, να κοιτάξουμε λίγο πιο σοβαρά τον κόσμο του Σεφέρη:
«Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν».
Γιώργος Πήττας για το tvxs και τον Πολίτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου