Του Βασίλη Δημητριάδη Η νύχτα έπεσε βαριά στην πόλη. Ο μοναχικός άντρας που περιδιάβαινε τους δρόμους της ένιωθε μια γλυκιά χειμερινή μελαγχολία. Ντυμένος ζεστά με ένα μάλλινο παλτό πάνω στο ακριβό κουστούμι του περπατούσε τραβώντας βαθιές ανάσες από τον κρύο αέρα που έδειχνε καθαρότερος λόγω της σπάνιας κίνησης των αυτοκινήτων.
Τα λιγοστά φώτα των δρόμων και των ελάχιστων ανοιχτών καταστημάτων έκαναν παρέα με τις φωτεινές πινακίδες των κλειστών και όλα μαζί τον συντρόφευαν διακριτικά στο βραδινό του περίπατο.
Οι παράταιρες και σπασμένες πλάκες του πεζοδρομίου με το γκριζωπό χρώμα χάνονταν κάτω από τη γυαλάδα των παπουτσιών του. Συνέχισε να ανεβαίνει τον κεντρικό δρόμο με τα χέρια στις τσέπες και ασυναίσθητα να παρατηρεί για πολλοστή φορά τα λιγοστά δέντρα του γειτονικού πάρκου....
Κάθε φορά που τα έβλεπε ήταν όλο και πιο μαραζωμένα, όλο και πιο αραιά, λες κι ένα αόρατο χέρι τα κρατούσε να μην αναπτυχθούν και τα έσπρωχνε να αραιώσουν μεταξύ τους για να δώσουν θέση στο τσιμέντο. Είχαν και αυτά την τύχη της υπόλοιπης μη προνομιούχας κοινωνίας.Αυτή η άσχημη και διεφθαρμένη πόλη μεταμορφωνόταν σε πόρνη κάθε βράδυ και τον σαγήνευε. «Πόλη – πόρνη», δεν ήταν και άσχημη η έκφραση σκέφτηκε. Βασίλης Δημητριάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου