Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Τα καλύτερά μας χρόνια...

Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ τελευταία, εκπλήσσομαι. Όλοι μιλούν για την Ελλάδα του χθες με αγάπη και νοσταλγία. Μιλούν για τις παλιές καλές εποχές και θρηνούν για το κατάντημά μας. Μιλούν για την Ελλάδα που μας τελείωσε και όχι για την Ελλάδα που (απο)τελειώσαμε. Κατασυγκινημένοι κάνουν μνημόσυνο, απορώντας πώς φτάσαμε ως εδώ, λες και ο ασθενής ήταν υγιέστατος και αίφνης απεβίωσε από αναπάντεχο και οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Οδυνηρή και απίστευτα θλιβερή η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας -δε λέω - και απ’ ότι φαίνεται η πορεία προς τους Εμμαούς τέλος δεν έχει. Όμως, προς τι η έκπληξη, βρε παιδιά;
Δεν ξέρω για σας, εγώ όμως συχνά κάθομαι και αναλογίζομαι την Ελλάδα του χθες και φέρνω στο μυαλό μου εικόνες του τόπου μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ιδού λοιπόν μερικές:...

Ο θείος μου ο Κώστας, όταν αρρώστησε, κάπου στη μεταπολιτευτική εποχή, (επεξήγηση για αδαείς: μακρά χρονική περίοδος αρχομένη το 1974, αλλά απροσδιορίστου διαρκείας), εισήχθη επειγόντως στον Ευαγγελισμό. Ωστόσο, μόνο νοσοκομείο δεν το έλεγες εκείνο το κτίριο˙ τσαντίρ μαχαλά, ναι! Ο ταλαίπωρος θείος Κώστας πετάχτηκε σ’ ένα ράντζο στο διάδρομο, εν μέσω πλήθους άλλων ράντζων και κόσμου, ο οποίος πηγαινοερχόταν ανάμεσα και τσακωνόταν με τους διοικητικούς υπαλλήλους, οι οποίοι φώναζαν στους γύφτους, οι οποίοι έβριζαν τις νοσοκόμες, οι οποίες τσίριζαν στους τραυματιοφορείς, οι οποίοι στρίγγλιζαν στις καθαρίστριες, οι οποίες έκραζαν τους συγγενείς, οι οποίοι κυνηγούσαν τους τρελαμένους γιατρούς, οι οποίοι με τη σειρά τους ξέσπαγαν στους βαριόμοιρους ασθενείς, οι οποίοι τελικά εγκατέλειπαν τον μάταιο τούτο κόσμο κι έβρισκαν την ησυχία τους. Έτσι και ο καημένος θείος Κώστας. Συγχωρέθηκε ο δόλιος μετά από δεκαπέντε μέρες, πριν προλάβουμε να του βρούμε κρεβάτι. Δεν πρόλαβε καν να χειρουργηθεί και το χειρότερο, είδαμε και πάθαμε να πάρουμε πίσω το φακελάκι απ’ το γιατρό, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα είχε χειρουργήσει κάποιον άλλο αντί για το θείο Κώστα και είχε μουλαρώσει για καλά. Χρειάστηκε να πιαστεί στα χέρια μαζί του ο θείος Φάνης για να καταφέρουμε να πάρουμε πίσω έστω και τα μισά λεφτά.
Αχ, όμορφα χρόνια τότε, ξένοιαστα, όχι όπως τώρα. Πώς μας κατάντησαν έτσι, δεν το χωράει το μυαλό μου!
Άλλα όμορφα στιγμιότυπα που μου έρχονται στο νου είναι εκείνα από τα χρόνια στα θρανία. Είχε πολύ γέλιο! Τη μια χρονιά μας καταργούσαν τα Αρχαία, την άλλη μας τα επανέφεραν. Τη μια μέρα είχαμε καθηγητές, την άλλη απεργούσαν. Τη μια είχαμε σχολείο, την άλλη είχαμε κατάληψη. Μα έτσι κι αλλιώς τι διαφορά είχε, αφού από το μεσημέρι και μετά, σύσσωμο το λύκειο – με εξαίρεση αυτούς που έκαναν κοπάνα - μεταφερόταν στο φροντιστήριο. Ευτυχώς που είχαμε δωρεάν παιδεία, δηλαδή!
Και πόσο μεγάλη χαρά ήταν εκείνη, αλήθεια, για όσους έμπαιναν στα πανεπιστήμια! Ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνη τη φοβερή συγκίνηση της πρώτης μέρας στο ίδρυμα, για την εγγραφή! Τι πανό από τοίχο σε τοίχο, τι αφίσες κολλημένες η μία πάνω στην άλλη, τι συνθήματα και βρισιές γραμμένα σε κάθε ακάλυπτη επιφάνεια! Άλλος αέρας, βρε παιδάκι μου! Πανεπιστήμιο, ελευθερία, άσυλο! Αμ, εκείνα τα τραπεζάκια! Κάθε παράταξη είχε και το τραπεζάκι της, νοικοκυρεμένα πράγματα. Και ξαφνικά βρισκόσουν περικυκλωμένος από αργόσχολους γκαιμπελίσκους, που άρχιζαν εν χορώ την κατήχηση και σε ζάλιζαν τόσο, που ξεχνούσες γιατί είχες βρεθεί εκεί. Όποιος προλάβαινε, άρπαζε το θήραμα πρώτος!
Αλλά και όσοι δεν είχαν μπει στα πανεπιστήμια, δεν έμεναν παραπονεμένοι. Έφευγαν για Ρουμανίες, Βουλγαρίες κλπ. και μ’ έναν ωραιότατο νόμο που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση Παπανδρέου Β΄ έκαναν τις μετεγγραφούλες τους και στο β΄ έτος, τσουκ, να’τοι μπροστά σου στο αμφιθέατρο σινάμενοι κουνάμενοι, ενώ εσύ σιχτίριζες τον εαυτό σου για τα ξενύχτια και το διάβασμα που είχες ρίξει, για να περάσεις στις Πανελλήνιες.
Δοξασμένες μέρες! Ωραίες εποχές!
Θυμάμαι και τον κυρ-Αντώνη το θυρωρό μας. Λεβεντάνθρωπος από το Αγρίνιο, με το μουστάκι του και το μπεγλεράκι του. Τι χαρές έκανε όταν διορίστηκε στο Δημόσιο, ο μαύρος! Άλλοι έλεγαν ότι τον βόλεψε κάποιος βο(υ)λευτής, άλλοι ότι είχε γίνει μέλος κλαδικής… Θυρωρός στο Σισμανόγλειο, αν θυμάμαι καλά. Και η χαρά του έγινε διπλή, όταν μετά από λίγες μέρες διαπίστωσε ότι ήταν διορισμένοι άλλοι εικοσιεννιά θυρωροί κι έτσι αποφάσισαν από κοινού να πηγαίνει ο καθένας τους μια μόνο μέρα το μήνα και για τους μήνες με τριανταμία μέρες θα έριχναν κλήρο…
Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω από τα καλύτερά μας χρόνια! Το «χαρτζιλίκι» στον καφετζή της Πολεοδομίας, ο οποίος θα το μοιραζόταν με τον υπάλληλο, για να πέσει εκείνη η ρημάδα η υπογραφή για τον πρώτο όροφο του σπιτιού στα Σούρμενα, το «δωράκι», που άφηναν οι οδηγοί σε εμφανές σημείο – στο κάθισμα του συνοδηγού, κατά προτίμηση - για να περάσει το αυτοκίνητο από ΚΤΕΟ στο Υπουργείο Συγκοινωνιών ή το πενηντάευρο που «διακριτικά» έμπαινε στο φάκελο της δικογραφίας, προκειμένου να καθαρογραφεί μια ώρα νωρίτερα και να μην αραχνιάσει σε κάποιο ράφι! Α, να μην ξεχάσω και το επίδομα έγκαιρης προσέλευσης των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και την κυρία Θάλεια του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας μας που βρέθηκε μυστηριωδώς διορισμένη σε κάποια υπηρεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, αλλά - όπως έλεγε - υπήρχε τόσος συνωστισμός συναδέλφων, που δεν είχαν ούτε γραφείο να καθίσουν κι έτσι πήγαιναν εκ περιτροπής, ένας δε, χτυπούσε κάρτα για όλους.
Η θρυλική εποχή τού: «Έλα, μωρέ! Και τι έγινε!».
Αχ, Ελλάδα μου! Όλοι μαζί σου τα έχουν βάλει και θέλουν να σε εξαφανίσουν από το χάρτη, από τη ζήλεια τους! Κάνε υπομονή, όμως! Πού θα πάει; Θα έρθουν και πάλι οι καλές εκείνες μέρες, που νοσταλγούμε όλοι μας. Τώρα απλώς, έπεσαν οι μάσκες. Ή μάλλον, η δρυς έπεσε και, ως εκ τούτου, πας ανήρ ξυλεύεται.
Ε, παιδιά! Ο τελευταίος, ας κλείσει και την πόρτα! Το πάρτι τελείωσε.
Χριστιάννα Λούπα

Δεν υπάρχουν σχόλια: