Η σοσιαλδημοκρατία έφτασε στο απόγειό της την περίοδο από το 1945 ως τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Εκείνη την εποχή αντιπροσώπευε μια ιδεολογία και ένα κίνημα που ήθελε να διασφαλίσει το ρόλο του κράτους στην ανακατανομή του πλούτου προς όφελος της πλειοψηφίας του πληθυσμού με διάφορους τρόπους:διεύρυνση των εκπαιδευτικών και των υγειονομικών υποδομών, διασφάλιση χαμηλότερου εγγυημένου εισοδήματος μέσω προγραμμάτων που υποστηρίζουν τις ανάγκες των ομάδων που δεν έχουν πρόσβαση σε επαρκές εισόδημα, ιδιαίτερα στα παιδιά και τους ηλικιωμένους, προγράμματα καταπολέμησης της ανεργίας. Η σοσιαλδημοκρατία υποσχόταν ένα συνεχώς καλύτερο μέλλον για τις επόμενες γενιές, ένα είδος μόνιμης αύξησης των εθνικών και των οικογενειακών εισοδημάτων. Αυτό ονομαζόταν «κράτος πρόνοιας». Ήταν μια ιδεολογία που υποστήριζε την άποψη ότι ο καπιταλισμός θα μπορούσε να «μεταρρυθμιστεί» και να αποκτήσει ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο....
Η σοσιαλδημοκρατία ήταν πιο ισχυρή στη δυτική Ευρώπη, τη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες (όπου οι εκεί σοσιαλδημοκράτες ονομάζονταν Δημοκρατικοί του «νιου ντιλ») -εν ολίγοις, στις πλούσιες χώρες του παγκόσμιου συστήματος, αυτές που θα μπορούσαν να ονομαστούν «πανευρωπαϊκός κόσμος».
Ήταν τόσο μεγάλη η επιτυχία της που οι κεντροδεξιοί αντίπαλοί της ενσωμάτωσαν και αυτοί την έννοια του «κράτους πρόνοιας», προσπαθώντας απλώς να μειώσουν το κόστος και την έκταση του. Στον υπόλοιπο κόσμο, τα κράτη προσπάθησαν να ακολουθήσουν αυτήν την τάση, με εθνικά «αναπτυξιακά» προγράμματα.
Η σοσιαλδημοκρατία ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη εκείνη τη περίοδο και ουσιαστικά υποστηριζόταν από δύο πραγματικότητες που χαρακτήριζαν την εποχή:την απίστευτη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία δημιούργησε τους πόρους που έκαναν δυνατή την αναδιανομή και την ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών στον παγκόσμιο σύστημα, το οποίο εξασφάλιζε τη σχετική σταθερότητά του, και κυρίως την απουσία σοβαρής απειλής βίας σε αυτή την πλούσια περιοχή. Αυτή η ρόδινη εικόνα δεν κράτησε πολύ. Οι δύο πραγματικότητες εξέπνευσαν. Η παγκόσμια οικονομία σταμάτησε να επεκτείνεται και εισήλθε σε μια μακρά στασιμότητα, την οποία ζούμε ακόμα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν τη σημαντική, αν και αργή, παρακμή τους ως ηγεμονική δύναμη. Και οι δύο αυτές πραγματικότητες έχουν επιταχυνθεί σημαντικά κατά το 21ο αιώνα.
Η νέα εποχή που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 έφερε το τέλος της κεντρώας συναίνεσης σχετικά με τις αρετές του «κράτους πρόνοιας» και της κρατικά σχεδιασμένης «ανάπτυξης». Αντικαταστάθηκε από μια νέα, πιο δεξιά ιδεολογίας, που ονομάζεται ποικιλοτρόπως:νεοφιλελευθερισμός ή «συναίνεση της Ουάσιγκτον», που κήρυξε στην ουσία τις αρετές της εξάρτησης από τις ελεύθερες αγορές και όχι τα κράτη και τις κυβερνήσεις. Το πρόγραμμα αυτό λέγεται ότι βασίζεται στη δήθεν νέα πραγματικότητα της «παγκοσμιοποίησης» σύμφωνα με την οποία «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση».
Η εφαρμογή νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων φάνηκε να διατηρεί τα αυξανόμενα επίπεδα της «ανάπτυξης» στις χρηματιστηριακές αγορές, αλλά ταυτόχρονα οδήγησε σε άνοδο τα παγκόσμια επίπεδα του χρέους και της ανεργίας και σε μείωση των πραγματικών εισοδημάτων για τη μεγάλη πλειοψηφία των πληθυσμών ανά το κόσμο. Επιπλέον, τα κόμματα που προωθούσαν αριστερά ή κεντρώα σοσιαλδημοκρατικά προγράμματα μετακινήθηκαν σταδιακά προς τα δεξιά, αποφεύγοντας ή μειώνοντας τη στήριξη για το κράτος πρόνοιας και αποδεχόμενα ότι ο ρόλος των μεταρρυθμιστικών κυβερνήσεων έπρεπε να μειωθεί σημαντικά.
Όταν οι αρνητικές επιπτώσεις για την πλειοψηφία των πληθυσμού έγιναν αισθητές ακόμη και στο εσωτερικό του εύπορου ευρωπαϊκού χώρου, επηρέαζαν ακόμη πιο έντονα τον υπόλοιπο κόσμο. Τι έπρεπε να κάνουν τότε οι κυβερνήσεις τους; 'Αρχισαν να εκμεταλλεύονται τη σχετική οικονομική και γεωπολιτική πτώση των Ηνωμένων Πολιτειών (και ευρύτερα της Ευρώπης), εστιάζοντας στα δικά τους εθνικά προγράμματα «ανάπτυξης». Χρησιμοποίησαν τη δύναμη των κρατικών μηχανισμών τους και το συνολικά μειωμένο κόστος παραγωγής για να γίνουν«αναδυόμενες» οικονομίες. Όσο πιο «αριστερή» ήταν η φρασεολογία τους και η προεκλογικές τους δεσμεύσεις, τόσο περισσότερο ήταν αποφασισμένες να προσφέρουν «ανάπτυξη».
Μπορεί όμως να πετύχει ξανά η πολιτική που απέφερε καρπούς στον ευρωπαϊκό χώρο μετά το 1945; Είναι περισσότερο από προφανές ότι δεν μπορεί να το κάνει, παρά τους αξιοσημείωτους ρυθμούς «ανάπτυξης» ορισμένων από τις αναδυόμενες χώρες, ιδιαίτερα, των λεγόμενων BRIC(Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) κατά τα τελευταία 5-10 χρόνια. Κι αυτό γιατί υπάρχουν ορισμένες σοβαρές διαφορές μεταξύ της τρέχουσας κατάστασης του παγκόσμιου συστήματος τη μεταπολεμική περίοδο.Πρώτον, το πραγματικό επίπεδο του κόστους παραγωγής. Παρά τις νεοφιλελεύθερες προσπάθειες για τη μείωσή του, σήμερα είναι στην πραγματικότητα σημαντικά υψηλότερο από ό,τι ήταν τη μεταπολεμική περίοδο κι απειλεί τις πραγματικές δυνατότητες της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτό κάνει τον καπιταλισμό συστημικά λιγότερο ελκυστικό για τους καπιταλιστές, οι πιο διορατικοί από τους οποίους αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους για να εξασφαλίσουν τα προνόμιά τους. Δεύτερον, η ικανότητα των αναδυόμενων χωρών να αυξήσουν βραχυπρόθεσμα την απόκτησή πλούτου έχει ασκήσει μεγάλη πίεση στη διαθεσιμότητα των πόρων για την εξασφάλιση των αναγκών τους. Ως εκ τούτου, δημιουργείται ένας συνεχής αυξανόμενος ανταγωνισμός για την απόκτηση γης, νερού, τροφίμων κι ενεργειακών πόρων, ο οποίος όχι μόνο οδηγεί σε άγριες διαμάχες, αλλά επακόλουθα και στη μείωση της παγκόσμιας δυνατότητας των καπιταλιστών να συσσωρεύουν κεφάλαιο. Τρίτον, η τεράστια επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής έχει δημιουργήσει εντέλει μια πολύ σοβαρή πίεση-πληγή στο οικοσύστημα και ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια κλιματική κρίση, της οποίας οι συνέπειες απειλούν την ποιότητα ζωής σε όλο τον κόσμο. Έχει ενθαρρύνει, επίσης, ένα κίνημα για τη ριζική επανεξέταση της αρετής της «μεγέθυνσης» και της «ανάπτυξης» σαν οικονομικούς στόχους. Το συνεχώς αυξανόμενο αίτημα για μια διαφορετική «πολιτιστική» προοπτική είναι αυτό που ονομάζεται στη λατινική Αμερική κίνημα του «el buen vivir» (ευζωίας). Τέταρτον, τα αιτήματα των κατώτερων κοινωνικών ομάδων για πραγματική συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του κόσμου έχουν αρχίσει να απευθύνονται όχι μόνο στους «καπιταλιστές», αλλά και σε «αριστερές» κυβερνήσεις που προωθούν σε εθνικό επίπεδο την «ανάπτυξη» Πέμπτον, ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων, καθώς και η ορατή αποδυνάμωση της μέχρι πρότινος ηγεμονικής δύναμης, έχει δημιουργήσει ένα κλίμα συνεχούς και ριζικής αναταραχής, τόσο στην παγκόσμια οικονομία όσο και τη γεωπολιτική κατάσταση, η οποία έχει παραλυτικά αποτελέσματα τόσο στον κόσμο των επιχειρήσεων όσο και στις κυβερνήσεις. Ο βαθμός αβεβαιότητας -όχι μόνο μακροπρόθεσμα αλλά και πολύ βραχυπρόθεσμα- έχει κλιμακωθεί σημαντικά, και μαζί με αυτόν και το επίπεδο της πραγματικής βίας. Η σοσιαλδημοκρατική λύση είναι πια σήμερα μια ψευδαίσθηση. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των πληθυσμών στον κόσμο, το ερώτημα είναι τι θα την αντικαταστήσει. Πολιτική Επιθεώρηση ppol.gr,Μετάφραση: Κωνσταντίνος Νικολόπουλος Ο Immanuel Wallerstein είναι Αμερικανός ιστορικός και κοινωνικός επιστήμονας
Η σοσιαλδημοκρατία ήταν πιο ισχυρή στη δυτική Ευρώπη, τη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες (όπου οι εκεί σοσιαλδημοκράτες ονομάζονταν Δημοκρατικοί του «νιου ντιλ») -εν ολίγοις, στις πλούσιες χώρες του παγκόσμιου συστήματος, αυτές που θα μπορούσαν να ονομαστούν «πανευρωπαϊκός κόσμος».
Ήταν τόσο μεγάλη η επιτυχία της που οι κεντροδεξιοί αντίπαλοί της ενσωμάτωσαν και αυτοί την έννοια του «κράτους πρόνοιας», προσπαθώντας απλώς να μειώσουν το κόστος και την έκταση του. Στον υπόλοιπο κόσμο, τα κράτη προσπάθησαν να ακολουθήσουν αυτήν την τάση, με εθνικά «αναπτυξιακά» προγράμματα.
Η σοσιαλδημοκρατία ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη εκείνη τη περίοδο και ουσιαστικά υποστηριζόταν από δύο πραγματικότητες που χαρακτήριζαν την εποχή:την απίστευτη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία δημιούργησε τους πόρους που έκαναν δυνατή την αναδιανομή και την ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών στον παγκόσμιο σύστημα, το οποίο εξασφάλιζε τη σχετική σταθερότητά του, και κυρίως την απουσία σοβαρής απειλής βίας σε αυτή την πλούσια περιοχή. Αυτή η ρόδινη εικόνα δεν κράτησε πολύ. Οι δύο πραγματικότητες εξέπνευσαν. Η παγκόσμια οικονομία σταμάτησε να επεκτείνεται και εισήλθε σε μια μακρά στασιμότητα, την οποία ζούμε ακόμα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν τη σημαντική, αν και αργή, παρακμή τους ως ηγεμονική δύναμη. Και οι δύο αυτές πραγματικότητες έχουν επιταχυνθεί σημαντικά κατά το 21ο αιώνα.
Η νέα εποχή που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 έφερε το τέλος της κεντρώας συναίνεσης σχετικά με τις αρετές του «κράτους πρόνοιας» και της κρατικά σχεδιασμένης «ανάπτυξης». Αντικαταστάθηκε από μια νέα, πιο δεξιά ιδεολογίας, που ονομάζεται ποικιλοτρόπως:νεοφιλελευθερισμός ή «συναίνεση της Ουάσιγκτον», που κήρυξε στην ουσία τις αρετές της εξάρτησης από τις ελεύθερες αγορές και όχι τα κράτη και τις κυβερνήσεις. Το πρόγραμμα αυτό λέγεται ότι βασίζεται στη δήθεν νέα πραγματικότητα της «παγκοσμιοποίησης» σύμφωνα με την οποία «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση».
Η εφαρμογή νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων φάνηκε να διατηρεί τα αυξανόμενα επίπεδα της «ανάπτυξης» στις χρηματιστηριακές αγορές, αλλά ταυτόχρονα οδήγησε σε άνοδο τα παγκόσμια επίπεδα του χρέους και της ανεργίας και σε μείωση των πραγματικών εισοδημάτων για τη μεγάλη πλειοψηφία των πληθυσμών ανά το κόσμο. Επιπλέον, τα κόμματα που προωθούσαν αριστερά ή κεντρώα σοσιαλδημοκρατικά προγράμματα μετακινήθηκαν σταδιακά προς τα δεξιά, αποφεύγοντας ή μειώνοντας τη στήριξη για το κράτος πρόνοιας και αποδεχόμενα ότι ο ρόλος των μεταρρυθμιστικών κυβερνήσεων έπρεπε να μειωθεί σημαντικά.
Όταν οι αρνητικές επιπτώσεις για την πλειοψηφία των πληθυσμού έγιναν αισθητές ακόμη και στο εσωτερικό του εύπορου ευρωπαϊκού χώρου, επηρέαζαν ακόμη πιο έντονα τον υπόλοιπο κόσμο. Τι έπρεπε να κάνουν τότε οι κυβερνήσεις τους; 'Αρχισαν να εκμεταλλεύονται τη σχετική οικονομική και γεωπολιτική πτώση των Ηνωμένων Πολιτειών (και ευρύτερα της Ευρώπης), εστιάζοντας στα δικά τους εθνικά προγράμματα «ανάπτυξης». Χρησιμοποίησαν τη δύναμη των κρατικών μηχανισμών τους και το συνολικά μειωμένο κόστος παραγωγής για να γίνουν«αναδυόμενες» οικονομίες. Όσο πιο «αριστερή» ήταν η φρασεολογία τους και η προεκλογικές τους δεσμεύσεις, τόσο περισσότερο ήταν αποφασισμένες να προσφέρουν «ανάπτυξη».
Μπορεί όμως να πετύχει ξανά η πολιτική που απέφερε καρπούς στον ευρωπαϊκό χώρο μετά το 1945; Είναι περισσότερο από προφανές ότι δεν μπορεί να το κάνει, παρά τους αξιοσημείωτους ρυθμούς «ανάπτυξης» ορισμένων από τις αναδυόμενες χώρες, ιδιαίτερα, των λεγόμενων BRIC(Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) κατά τα τελευταία 5-10 χρόνια. Κι αυτό γιατί υπάρχουν ορισμένες σοβαρές διαφορές μεταξύ της τρέχουσας κατάστασης του παγκόσμιου συστήματος τη μεταπολεμική περίοδο.Πρώτον, το πραγματικό επίπεδο του κόστους παραγωγής. Παρά τις νεοφιλελεύθερες προσπάθειες για τη μείωσή του, σήμερα είναι στην πραγματικότητα σημαντικά υψηλότερο από ό,τι ήταν τη μεταπολεμική περίοδο κι απειλεί τις πραγματικές δυνατότητες της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτό κάνει τον καπιταλισμό συστημικά λιγότερο ελκυστικό για τους καπιταλιστές, οι πιο διορατικοί από τους οποίους αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους για να εξασφαλίσουν τα προνόμιά τους. Δεύτερον, η ικανότητα των αναδυόμενων χωρών να αυξήσουν βραχυπρόθεσμα την απόκτησή πλούτου έχει ασκήσει μεγάλη πίεση στη διαθεσιμότητα των πόρων για την εξασφάλιση των αναγκών τους. Ως εκ τούτου, δημιουργείται ένας συνεχής αυξανόμενος ανταγωνισμός για την απόκτηση γης, νερού, τροφίμων κι ενεργειακών πόρων, ο οποίος όχι μόνο οδηγεί σε άγριες διαμάχες, αλλά επακόλουθα και στη μείωση της παγκόσμιας δυνατότητας των καπιταλιστών να συσσωρεύουν κεφάλαιο. Τρίτον, η τεράστια επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής έχει δημιουργήσει εντέλει μια πολύ σοβαρή πίεση-πληγή στο οικοσύστημα και ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια κλιματική κρίση, της οποίας οι συνέπειες απειλούν την ποιότητα ζωής σε όλο τον κόσμο. Έχει ενθαρρύνει, επίσης, ένα κίνημα για τη ριζική επανεξέταση της αρετής της «μεγέθυνσης» και της «ανάπτυξης» σαν οικονομικούς στόχους. Το συνεχώς αυξανόμενο αίτημα για μια διαφορετική «πολιτιστική» προοπτική είναι αυτό που ονομάζεται στη λατινική Αμερική κίνημα του «el buen vivir» (ευζωίας). Τέταρτον, τα αιτήματα των κατώτερων κοινωνικών ομάδων για πραγματική συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του κόσμου έχουν αρχίσει να απευθύνονται όχι μόνο στους «καπιταλιστές», αλλά και σε «αριστερές» κυβερνήσεις που προωθούν σε εθνικό επίπεδο την «ανάπτυξη» Πέμπτον, ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων, καθώς και η ορατή αποδυνάμωση της μέχρι πρότινος ηγεμονικής δύναμης, έχει δημιουργήσει ένα κλίμα συνεχούς και ριζικής αναταραχής, τόσο στην παγκόσμια οικονομία όσο και τη γεωπολιτική κατάσταση, η οποία έχει παραλυτικά αποτελέσματα τόσο στον κόσμο των επιχειρήσεων όσο και στις κυβερνήσεις. Ο βαθμός αβεβαιότητας -όχι μόνο μακροπρόθεσμα αλλά και πολύ βραχυπρόθεσμα- έχει κλιμακωθεί σημαντικά, και μαζί με αυτόν και το επίπεδο της πραγματικής βίας. Η σοσιαλδημοκρατική λύση είναι πια σήμερα μια ψευδαίσθηση. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των πληθυσμών στον κόσμο, το ερώτημα είναι τι θα την αντικαταστήσει. Πολιτική Επιθεώρηση ppol.gr,Μετάφραση: Κωνσταντίνος Νικολόπουλος Ο Immanuel Wallerstein είναι Αμερικανός ιστορικός και κοινωνικός επιστήμονας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου