Στην τελευταία ταινία του Λαρς φον Τρίερ «Μελαγχολία», η Γη καταστρέφεται από έναν τερατώδη μπλε (blue - εκ του θλιμμένου) πλανήτη που φέρει το όνομα Μελαγχολία. Υποφέροντας ο ίδιος από κατάθλιψη, ο Τρίερ έκανε μια ταινία μέσα από την οποία μιλά για τη λεγόμενη «νόσο του αιώνα», για το πώς ολόκληρη η ανθρωπότητα είναι αντιμέτωπη με τη μελαγχολία, αλλά και με μια αρχέγονη εμμονή: το τέλος του κόσμου. Κατά ένα ειρωνικό τρόπο, η ταινία του Τρίερ μοιάζει (και) επίκαιρη σήμερα ή έστω εκφράζει το γενικό κλίμα με το οποίο παλεύουν καθημερινά οι Ελληνες τα τελευταία δύο χρόνια.
Η «Μελαγχολία» μοιάζει με όπερα: μια ονειρική, ποιητική οβερτούρα στην αρχή παραθέτει μερικά από τα βασικά μοτίβα που επαναλαμβάνονται αργότερα, είναι χωρισμένη σε δύο «πράξεις» και έχει ένα πραγματικά grand φινάλε. Στο μυθοπλαστικό σύμπαν του Τρίερ δεν επιβεβαιώνεται ο Τ. Σ. Ελιοτ των «Κούφιων ανθρώπων»: «Ετσι τελειώνει ο κόσμος / Οχι μ’ ένα βρόντο μα μ’ ένα λυγμό»....
Στον Τρίερ ο κόσμος τελειώνει μέσα σε μια κόλαση φωτιάς - αφού όμως έχει προηγηθεί μια σειρά λυγμών από τις δύο πρωταγωνίστριες, η μία εκ των οποίων υποφέρει από μια ενδογενή μελαγχολία, ενώ η άλλη πέφτει σε μια παρόμοια κατάσταση όταν συνειδητοποιεί ότι όλα τελειώνουν.
Στον Τρίερ ο κόσμος τελειώνει μέσα σε μια κόλαση φωτιάς - αφού όμως έχει προηγηθεί μια σειρά λυγμών από τις δύο πρωταγωνίστριες, η μία εκ των οποίων υποφέρει από μια ενδογενή μελαγχολία, ενώ η άλλη πέφτει σε μια παρόμοια κατάσταση όταν συνειδητοποιεί ότι όλα τελειώνουν.
Είπαμε προηγουμένως ότι η μελαγχολία χαρακτηρίστηκε ως «η ασθένεια του αιώνα», για την ακρίβεια, του εικοστού αιώνα. Πιο ακριβές θα ήταν να την ορίσουμε ως «νόσο των αιώνων» καθώς η ψυχιατρική μάς διαβεβαιώνει ότι είναι ένας αρχαίος σύντροφος του ανθρώπου, από το χυμώδες μοντέλο της μελαγχολίας, αυτό που περιέγραψε ο Ιπποκράτης πέντε αιώνες προ Χριστού, έως τη συνάρτησή της με διαβολικές επιρροές κατά τον Μεσαίωνα και έως τις μέρες μας, στην εποχή του Prozak και του ντιβανιού.
Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, ειδικά στη χώρα μας, έχει γίνει πολύς λόγος για αύξηση των κρουσμάτων μελαγχολίας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Δεν είναι μονάχα το σοκ της απώλειας (εργασίας, κοινωνικότητας, προνομίων κάθε είδους) αλλά και ο τρόμος, η αβεβαιότητα γι’ αυτό που έρχεται: ο πλανήτης Μελαγχολία είναι σαν να έχει βάλει στόχο τη χώρα μας - τουλάχιστον, κάπως έτσι βιώνουν πολλοί την τρέχουσα κατάσταση, πόσω μάλλον όταν ο Ελληνας πρωθυπουργός δηλώνει ανυποψίαστος για το βαθύτερο μήνυμα του λόγου του πως «στόχος μας είναι τουλάχιστον ένας εργαζόμενος σε κάθε οικογένεια».
Πέρα πάντως από εξωγενείς παράγοντες, αυτός ο εσωτερικός εμφύλιος της ανθρώπινης ψυχής, η μελαγχολία, είτε ως μποντλερικό spleen είτε ως «καθαρό ennui ή το taedium vitae», κατά τον Ντε Κουίνσι, μας ανήκει και της ανήκουμε διότι αν κάτι καθορίζει τον άνθρωπο είναι ότι γνωρίζει πως κουβαλάει μέσα του το τέλος του. Οσο κι αν κάνουμε τα πάντα για να το ξεχάσουμε (μάθαμε να μη μιλάμε γι’ αυτό), έρχεται κάποτε η στιγμή που συνέρχεσαι από τον νυχτερινό ύπνο και υποφέρεις πριν καν ανοίξεις τα βλέφαρά σου. Σε κατακλύζει η αίσθηση της απίστευτης διαστολής του χρόνου με αποτέλεσμα να έχεις μια βασανιστική συναίσθηση της ύπαρξής σου (μόνο τα παιδιά ξεχνιούνται μέσα στο παιχνίδι τους - και οι ερωτευμένοι στην υπέροχη γελοιότητά τους), ενώ, από την άλλη, στις πιο όμορφες στιγμές, ο χρόνος βιώνεται σαν ένα ιλιγγιώδες βίντεο-κλιπ. Η παντελής απουσία του παρόντος, η κυριαρχία ενός μονίμως κακοφορμισμένου παρελθόντος και η απειλή ενός επερχόμενου, σκοτεινού μέλλοντος: γίνεσαι ο άνθρωπος της στοιχειωμένης μνήμης ή της παθητικής νοσταλγίας, ο άνθρωπος της προσμονής και της ανυπομονησίας.
Η δυσφορική μανία για δραστηριότητες, για on line «επαφές» που συνοδεύονται από έναν μύχιο ναρκισσισμό -ο μελαγχολικός συγκινείται με τον εαυτό του- είναι ένα από τα πολλά πρόσωπα της μελαγχολίας. «Βρίσκομαι σαν τον σκορπιό περικυκλωμένος από φλόγες», έγραφε ο εκρηκτικός μουσουργός Εκτόρ Μπερλιόζ τον 19ο αιώνα. «Στην κατάσταση αυτή το μόνο που δεν μπορώ να κάνω είναι να βάλω τέρμα στη ζωή μου». Σωστά. Αλλο η ηττοπάθεια και άλλο το να έχεις συνείδηση της ήττας σου, υπαρξιακής ή άλλης. Το πρώτο προϋποθέτει παραίτηση, το δεύτερο μάχη μέχρις εσχάτων. Επιλέγουμε το δεύτερο. φωτο:David Galstyan kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου