Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Περί παραισθήσεων

Tης Καίτης Βασιλάκου      (Απόσπασμα από την ανέκδοτη νουβέλα μου «Αγαπημένε μου ψυχίατρε»)                                 .Μου λέει η παραίσθησή μου:
«Δεν θέλω να είμαι η παραίσθησή σου».
 Ξεπέρασε δηλαδή η αναρχία κάθε όριο,
έφτασε ως τα όνειρά μας.

  Οι παραισθήσεις, λένε οι ρεαλιστές, δεν έχουν θέση στον κόσμο τούτο της πραγματικότητας.
Οι παραισθήσεις, λένε οι πιο σκληροί, οι πιο ακραίοι από τους ρεαλιστές, έχουν απόλυτη θέση στον κόσμο τούτο της πραγματικότητας.


Γιατί η παραίσθηση είναι προϊόν αυτού του κόσμου και όχι κάποιου άυλου και υπερβατικού. Γιατί η παραίσθηση έχει για υλικό της την ύλη αυτού του κόσμου και χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει. Γιατί η παραίσθηση γεννιέται μέσα στο πολύ υλικό, πραγματικό μυαλό  μας. Γιατί η παραίσθηση μάς προκαλεί αισθήματα και συναισθήματα που ανήκουν σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο και στην πραγματικότητά του....




Η παραίσθηση γεννά την Τέχνη.
Χωρίς αυτήν η Τέχνη θα ήταν μια ψυχρή, γυμνή κατασκευή και οι άνθρωποι θα ήταν φτωχότεροι.
Η παραίσθηση είναι ο πυρήνας της Θρησκείας.
Οι άγιοι, οι προφήτες και οι πιστοί βιώνουν όλη τους τη ζωή  μέσα σ’ αυτήν. Είναι η πιο ισχυρή, επίσημη, παγκόσμια παραίσθηση στην ανθρώπινη Ιστορία.
Η παραίσθηση κυριαρχεί στην πολιτική.
Αιματηροί πόλεμοι εξαπολύθηκαν, επαναστάσεις ξέσπασαν, κράτη ολόκληρα καταποντίστηκαν ή αναδύθηκαν από το πουθενά, φανατικές ιδεολογίες τρέλαναν τους λαούς μες τους αιώνες, γράφτηκε Ιστορία.
Όλα για χάρη της παραίσθησης.
Η παραίσθηση θεραπεύει, η παραίσθηση αρρωσταίνει.
Άρρωστοι γίνονται καλά και υγιείς αρρωσταίνουν, γιατί πιστεύουν στις παραισθήσεις – τις δικές τους ή των άλλων.
Η παραίσθηση παροικεί στις ανθρώπινες σχέσεις.
Φτιάχνουμε είδωλα των ανθρώπων που μας περιβάλλουν και σ’ αυτά πιστεύουμε. Οι ίδιοι οι άνθρωποι βρίσκονται έξω από τις δυνατότητές μας. Δεν μπορούμε να τους κατανοήσουμε.
Η παραίσθηση παράγει συνεχώς γεγονότα στην καθημερινή μας ζωή.
Φαίνεται πως χωρίς αυτήν δυσκολευόμαστε να ζήσουμε. Είναι επομένως βασικό συστατικό του κόσμου μας. Αν την αφαιρούσαμε, ο κόσμος μας θα ήταν διαφορετικός.
Δεν έχω ιδέα τι μορφή θα είχε.



Η παραίσθηση είναι χρήσιμη εκεί που η αίσθηση είναι ανεπαρκής.
Τι μου δίνει αυτός ο κόσμος;
Μου δίνει πολλά και διάφορα. Άλλα είναι ασήμαντα, άλλα είναι δυσάρεστα, άλλα είναι πολύ γνωστά και γι αυτό βαρετά, μερικά έχουν κάποιο ενδιαφέρον. Συνολικά αυτό που μου δίνει ο κόσμος δεν είναι αρκετό για να κινήσει δυναμικά τις αισθήσεις μου. Είναι ανάγκη επομένως να κινητοποιήσω τις παραισθήσεις μου.
Αλλά δεν έχω «παραισθήσεις», γνωρίζω τι κάνω, έχω απόλυτη συνείδηση γι αυτό. Οποιαδήποτε στιγμή θελήσω, επανέρχομαι στην πραγματικότητα και με αστραπιαία μάλιστα ταχύτητα. Αλλά γιατί να το κάνω; Γιατί να μείνω καθηλωμένη σε μια μονότονα επαναλαμβανόμενη πραγματικότητα, χρόνια βιωμένη και επομένως ανιαρή πλέον, χωρίς εκπλήξεις;
Αυτή τη στιγμή που γράφω η πραγματικότητα μού δίνει εικόνες μιας αγχόνης στο Ιράκ. Βλέπω το δικτάτορα εξαθλιωμένο, αδύναμο στα χέρια των ισχυρών τώρα εχθρών του. Περνούν τη θηλιά στο λαιμό του.
Αποστρέφω το βλέμμα, αρνούμαι να βιώσω αυτή την αισχρή πραγματικότητα που θέλουν οι άλλοι να μου επιβάλλουν.



Η πραγματικότητα ορίζει:
Δύο και δύο κάνουν πάντα τέσσερα.
Δύο και δύο θα κάνουν πάντα, πάντα, πάντα τέσσερα.
Αυτό μας δίνει βέβαια μια σιγουριά, από την άλλη όμως είναι τόσο πολύ αναμενόμενο που καταντά αδιάφορο.
Τόσο πολύ αδιάφορο που με βάζει στον πειρασμό να επέμβω.
Αν παρά πάσα λογική τα πράγματα του κόσμου μού έδιναν ένα μη αναμενόμενο αποτέλεσμα;
Κάνω κατ’ αρχήν τη διάκριση: πράγματα αδύνατα – πράγματα απίθανα.
Αποκλείω τα αδύνατα για να μη χαθώ τελείως μέσα στα όνειρα. Επιθυμώ όμως τα απίθανα, αυτά που έχουν μια μικρή, μια ελάχιστη πιθανότητα να συμβούν. Αλλά η πιθανότητα βρίσκεται εκεί, εν δυνάμει,  μια ισχνή υπόσχεση υλοποίησης: τίποτα δεν αποκλείεται.
Προκαλώ τώρα την πραγματικότητα και τους νόμους των πιθανοτήτων της. Όλα είναι ανοιχτά, όλα  είναι ενδεχόμενα.
Τι λέει η λογική; Η λογική λέει ότι το απίθανο μάλλον δεν θα συμβεί.
Μάλλον.
Μου αρέσει αυτό το επίρρημα, γιατί κρύβει μέσα του αντίθετες δυνατότητες. Μάλλον δεν, δηλαδή σχεδόν όχι. Σχεδόν όχι, δηλαδή λίγο, ελάχιστο ναι.
Λίγο, ελάχιστο ναι.
Εδώ στήνω την παραίσθηση, γιατρέ, και παίζω.
Το τέλος του παιχνιδιού προς το παρόν δεν το σκέφτομαι. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η πρόκληση. Προκαλώ την πραγματικότητα, της θυμίζω ότι μπορεί να πάρει κι άλλους δρόμους εκτός από τους προβλεπόμενους, της ζητώ να μου κάνει την έκπληξη. Ξέρω πως η πραγματικότητα είναι νωθρή, είναι τεμπέλα και δυσκίνητη, προτιμά να ακολουθεί την πεπατημένη. Δεν της αρέσουν οι εκπλήξεις – ειδικά οι ευχάριστες. Αλλά εγώ την πειράζω, την ξύνω, την πιέζω, καμιά φορά της δίνω και κλωτσιές.
Της ζητώ την ελάχιστη πιθανότητα.
Η ελάχιστη πιθανότητα βρίσκεται κάπου στον Υποθετικό Χώρο, κάθεται εκεί αδρανής και περιμένει να κληρωθεί.
Με άλλα λόγια, προκαλώ το νόμο των πιθανοτήτων. Μ’ αυτό το είδος των παραισθήσεων παίζω και γι αυτό τώρα ποντάρω να σε δω στο κρεβάτι μου, γιατρέ.



Χόρχε Λουίς Μπόρχες: «Οι Γαλάζιες Τίγρεις».
«…Μάζευα τους δίσκους, τους σήκωνα ψηλά, τους άφηνα να πέσουν, τους σκόρπιζα, τους έβλεπα να αυξάνονται, να πολλαπλασιάζονται ή να λιγοστεύουν ανεξήγητα…αυτή μου η παραίσθηση είχε λιγότερη σημασία από κείνη την απόδειξη πως στο σύμπαν βασιλεύει η αταξία. Αν τρία συν ένα μπορούν να είναι δύο ή δεκατέσσερα, η λογική γίνεται τρέλα… Σαράντα δίσκοι μπορούσαν, αν τους διαιρούσα, να δώσουν εννέα, αν τους ξαναδιαιρούσα, να δώσουν τριακόσιους…»

Όσο για σένα και το συνετό, δειλό ρεαλισμό σου, το στενάχωρο,  σου χαρίζω αυτή τη φράση από το διήγημα:

«Μείνε  εσύ εδώ, με τις μέρες, με τις νύχτες, με τη σύνεση, με τις συνήθειες, με τον κόσμο».



Εγώ, γιατρέ, θα κολυμπώ πάντα μέσα σ’ αυτή την παράξενη θάλασσα που κρύβει στο βυθό της τόσες παράδοξες ιστορίες.                   Καίτη Βασιλάκου

1 σχόλιο:

Avengeil είπε...

wow αυτό ήταν πανέμορφο