Η επανάληψη, σύμφωνα με τον Χέγκελ, παίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία: όταν κάτι συμβαίνει μόνο μία φορά, μπορεί να εκληφθεί ως ατύχημα, κάτι δηλαδή που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν η κατάσταση είχε εξελιχθεί διαφορετικά. Αλλά όταν το ίδιο γεγονός επαναλαμβάνεται, αυτό είναι σημάδι ότι μια βαθύτερη ιστορική διαδικασία εκτυλίσσεται. Όταν ο Ναπολέων ηττήθηκε στη Λειψία το 1813, φάνηκε σαν κακοτυχία. Όταν όμως ηττήθηκε και πάλι στο Waterloo, ήταν σαφές πλέον ότι η εποχή του τελείωνε.
Το ίδιο ισχύει και για τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση. Τον Σεπτέμβριο του 2008, παρουσιάστηκε από κάποιους ως μια ανωμαλία που θα μπορούσε να διορθωθεί με καλύτερους κανονισμούς κλπ. Τώρα που συγκεντρώνονται τα σημάδια μιας επαναλαμβανόμενης οικονομικής διάλυσης, είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με ένα διαρθρωτικό φαινόμενο.
Μας λένε ξανά και ξανά ότι ζούμε σε μια κρίση χρέους, και ότι όλοι πρέπει να μοιραστούμε το βάρος και σφίξουμε το ζωνάρι μας. Όλοι, δηλαδή, εκτός από τους (πολύ) πλούσιους. Η ιδέα μεγαλύτερης φορολόγησής τους είναι ταμπού: αν το κάναμε, το επιχείρημα που επικρατεί είναι ότι οι πλούσιοι δεν θα είχαν πλέον κανένα κίνητρο να επενδύσουν, θα δημιουργούνταν λιγότερες θέσεις εργασίας και όλοι μας θα υποφέραμε. Ο μόνος τρόπος για να σωθούμε στους δύσκολους καιρούς είναι οι φτωχοί να γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι. Τι θα έπρεπε να κάνουν οι φτωχοί? Τι μπορούν να κάνουν?...
Αν και οι ταραχές στο Ηνωμένο Βασίλειο προκλήθηκαν από τον πυροβολισμό του Mark Duggan, όλοι συμφωνούν ότι εκφράζουν μια βαθύτερη ανησυχία - αλλά τι είδους? Όπως και με το κάψιμο αυτοκινήτων στα περίχωρα (banlieues) του Παρισιού το 2005, οι εξεγερμένοι του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είχαν κανένα μήνυμα να παραδώσουν. (Υπάρχει σαφής αντίθεση με τις μαζικές φοιτητικές διαδηλώσεις το Νοέμβριο του 2010, οι οποίες επίσης στράφηκαν προς τη βία. Οι φοιτητές έκαναν σαφές ότι απέρριπταν τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση). Γι 'αυτό και είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τους ταραξίες του Ηνωμένου Βασιλείου με μαρξιστικούς όρους, ως ένα περιστατικό που σχετίζεται με την εμφάνιση του επαναστατικού υποκειμένου. Οι ταραξίες ταιριάζουν πολύ καλύτερα στην εγελιανή (του Hegel) έννοια του «όχλου», εκείνων δηλαδή που βρίσκονται εκτός οργανωμένων κοινωνικών χώρων και οι οποίοι μπορούν να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους μόνο μέσα από «παράλογες» εκρήξεις καταστροφικής βίας - αυτό που ο Χέγκελ που ονομάζεται «αφηρημένη αρνητικότητα». Υπάρχει μια παλιά ιστορία για έναν εργαζόμενο ύποπτο για κλοπή: κάθε βράδυ, καθώς φεύγει από το εργοστάσιο, το καροτσάκι που σπρώχνει μπροστά του ελέγχεται προσεκτικά. Οι φρουροί δεν βρίσκουν τίποτα. Το καρότσι είναι πάντα άδειο. Τελικά το μυστήριο αποκαλύπτεται: αυτό που ο εργαζόμενος κλέβει είναι τα ίδια τα καροτσάκια. Οι φρουροί δεν έβλεπαν την προφανή αλήθεια, όπως ακριβώς κάνουν και οι σχολιαστές των ταραχών. Μας λένε ότι η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σήμανε το τέλος της ιδεολογίας: η ώρα των μεγάλης κλίμακας ιδεολογικών προγραμμάτων που κορυφώνονται με απολυταρχική καταστροφή τελείωσε. Είχαμε εισέλθει σε μια νέα εποχή ορθολογικής και ρεαλιστικής πολιτικής. Εάν η κοινοτυπία ότι ζούμε σε μια μετα-ιδεολογική εποχή ισχύει υπό οποιαδήποτε έννοια, αυτό μπορεί να ειδωθεί σε αυτό το πρόσφατο ξέσπασμα της βίας. Αυτό ήταν μια μηδενικού βαθμού διαμαρτυρία, μια βίαιη δράση που δεν απαιτούσε τίποτα. Στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να βρουν νόημα στις ταραχές, οι κοινωνιολόγοι και οι συντάκτες-συγγραφείς συσκότισαν το αίνιγμα που αυτές παρουσιάζουν.
Οι διαδηλωτές, αν και μη προνομιούχοι και εκ των πραγμάτων κοινωνικά αποκλεισμένοι, δεν ζουν στα όρια της λιμοκτονίας. Άλλοι άνθρωποι, σε πολύ μεγαλύτερες υλικές δυσκολίες - για να μην αναφέρουμε περιπτώσεις φυσικής και ιδεολογικής καταπίεσης – είχαν καταφέρει να αυτοοργανωθούν σε πολιτικές δυνάμεις με ξεκάθαρο πρόγραμμα. Το γεγονός ότι οι εξεγερμένοι δεν έχουν πρόγραμμα, είναι επομένως το ίδιο ένα γεγονός που πρέπει να ερμηνευθεί: μας αποκαλύπτει πολλά για την ιδεολογική-πολιτική κατάστασή μας και για το είδος της κοινωνίας που ζούμε, μια κοινωνία η οποία διατυμπανίζει την επιλογή, αλλά στην οποία η μόνη διαθέσιμη εναλλακτική λύση στην επιβαλλόμενη δημοκρατική συναίνεση είναι μια τυφλή δράση.
Η αντίθεση με το σύστημα δεν μπορεί πλέον να εκφραστεί με τη μορφή μιας ρεαλιστικής εναλλακτικής λύσης, ή ακόμα και ως ένα ουτοπικό πρόγραμμα, αλλά μπορεί μόνο να λάβει τη μορφή ενός χωρίς νόημα ξεσπάσματος. Ποιο είναι το νόημα της διατυμπανιζόμενης ελευθερίας μας για επιλογή, όταν η μόνη επιλογή είναι μεταξύ τήρησης των κανόνων και (αυτο) καταστροφικής βίας?
Ο Alain Badiou (σ.τ.μτφρ. 1937-, γάλλος φιλόσοφος, εξέχουσα φιγούρα του αντι-μεταμοντέρνου κινήματος. Εργάζεται πάνω στην ανασύνθεση των εννοιών της ύπαρξης, της αλήθειας και του υποκειμένου με έναν τρόπο που δεν θα είναι ούτε μεταμοντέρνος ούτε μια απλή επανάληψη του μοντερνισμού. Πολιτικά ανήκει στην άκρα αριστερά και στην κομμουνιστική παράδοση: http://en.wikipedia.org/wiki/Alain_Badiou) υποστηρίξει ότι ζούμε σε έναν κοινωνικό χώρο ο οποίος ολοένα και περισσότερο βιώνεται ως «χωρίς παγκοσμιότητα» (worldless): σε ένα τέτοιο χώρο, η μόνη μορφή που μπορεί να λάβει η διαμαρτυρία είναι η χωρίς νόημα βία. Ίσως αυτός είναι ένας από τους κύριους κινδύνους του καπιταλισμού: αν και – ακριβώς επειδή είναι παγκοσμιοποιημένος - αγκαλιάζει όλο το κόσμο, διατηρεί έναν χωρίς παγκοσμιότητα (worldless) ιδεολογικό αστερισμό στον οποίο οι άνθρωποι δεν διαθέτουν τα μέσα για να ανακαλύπτουν νοήματα. Το θεμελιώδες δίδαγμα της παγκοσμιοποίησης είναι ότι ο καπιταλισμός μπορεί να εγκατασταθεί σε όλους τους πολιτισμούς, από χριστιανικούς και ινδουιστικούς ή βουδιστικούς, από τη Δύση στην Ανατολή: δεν υπάρχει παγκόσμια «καπιταλιστική κοσμοθεωρία», δεν υπάρχει πρότυπο «καπιταλιστικού πολιτισμού». Η παγκόσμια διάσταση του καπιταλισμού, αντιπροσωπεύει αλήθειες χωρίς νόημα.
Το πρώτο συμπέρασμα που πρέπει να εξαχθεί από τις ταραχές, ως εκ τούτου, είναι ότι τόσο οι συντηρητικές όσο και οι φιλελεύθερες αντιδράσεις (reactions) απέναντι στις ταραχές είναι ανεπαρκείς. Η συντηρητική αντίδραση ήταν προβλέψιμη: δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τέτοιου είδους βανδαλισμούς. πρέπει κανείς να χρησιμοποιήσει όλα τα απαραίτητα μέσα για να αποκαταστήσει την τάξη. για να αποτραπούν περαιτέρω εκρήξεις τέτοιου είδους δεν χρειάζεται περισσότερη ανοχή και κοινωνική βοήθεια, αλλά περισσότερη πειθαρχία, σκληρή δουλειά και αίσθημα ευθύνης.
Το λάθος με αυτό τον συλλογισμό είναι όχι μόνο ότι αγνοεί την απελπιστική κοινωνική κατάσταση η οποία ωθεί τους νέους προς βίαια ξεσπάσματα, αλλά, ίσως πιο σημαντικό, ότι αγνοεί τον τρόπο που αυτά τα ξεσπάσματα αντηχούν τις κρυφές προϋποθέσεις της ίδιας της συντηρητικής ιδεολογίας. Όταν, στη δεκαετία του 1990, οι Συντηρητικοί ξεκίνησαν την εκστρατεία τους για «επιστροφή στα βασικά», το άσεμνο συμπλήρωμά της αποκαλύφθηκε από τον Norman Tebbitt: Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ζώο της κοινωνίας (social animal) αλλά και ζώο της περιοχής (territorial animal). Πρέπει να είναι μέρος του προγράμματός μας να ικανοποιούνται τα βασικά ένστικτα του φυλετισμού (της φυλής, tribalism) και της εδαφικότητας (territorialism). Αυτή ήταν η πραγματική ουσία του προγράμματος «επιστροφή στα βασικά: η απελευθέρωση του βαρβάρου που κρύβεται κάτω από την φαινομενικά πολιτισμένη, αστική κοινωνία μας, μέσα από την ικανοποίηση των βαρβάρων "βασικών ενστίκτων».
Στη δεκαετία του 1960, Herbert Marcuse εισήγαγε την έννοια του «καταπιεστικού απο-εξαγνισμού» για να εξηγήσει την «σεξουαλική επανάσταση»: τα ανθρώπινα κίνητρα θα μπορούσαν να από-εξαγνιστούν, να αφεθούν αχαλίνωτα, και παρ’ όλα αυτά να εξακολουθούν να υπόκεινται στον καπιταλιστικό έλεγχο – βλέπε την βιομηχανία του πορνό. Στους βρετανικούς δρόμους κατά τη διάρκεια των ταραχών, αυτό που είδαμε δεν ήταν άνθρωποι που είχαν μετατραπεί σε «θηρία», αλλά η απογυμνωμένη μορφή του «θηρίου» που παράγεται από την καπιταλιστική ιδεολογία.
Εν τω μεταξύ αριστεροί φιλελεύθεροι, όχι λιγότερο προβλέψιμα, παραμένουν προσκολλημένοι στα δικά τους «μάντρα» (σ.τ.μτφρ.: τα mantra είναι στιχάκια που βοηθούν στον διαλογισμό, στην συγκέντρωση και στην σωστή αναπνοή, στην γιόγκα) σχετικά με τα κοινωνικά προγράμματα και τις πρωτοβουλίες ενσωμάτωσης, η εγκατάλειψη των οποίων έχει στερήσει τους δεύτερης και τρίτης γενιάς μετανάστες από οποιαδήποτε οικονομική και κοινωνική προοπτική: τα βίαια ξεσπάσματα είναι τα μόνα μέσα που διαθέτουν για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους. Αντί να εντρυφούμε σε φαντασιώσεις εκδίκησης, θα έπρεπε να κάνουμε προσπάθεια να κατανοήσουμε τα βαθύτερα αίτια των ξεσπασμάτων αυτών. Μπορούμε κάν να φανταστούμε τι σημαίνει να είσαι ένας νεαρός άνδρας σε μια φτωχή, φυλετικά μικτή περιοχή, να θεωρείσαι εκ των προτέρων ύποπτος και να παρενοχλείσαι από την αστυνομία, όχι μόνο άνεργος, αλλά συχνά μη «απασχολήσιμος», χωρίς καμία ελπίδα για το μέλλον?
Η επίπτωση είναι ότι οι όροι μέσα στους οποίους βρίσκονται αυτοί οι άνθρωποι καθιστούν αναπόφευκτο ότι θα βγουν στους δρόμους. Το πρόβλημα με αυτό το συλλογισμό, όμως, είναι ότι εμφανίζει μόνο τις αντικειμενικές συνθήκες για τις ταραχές. Η εξέγερση είναι μια υποκειμενική δήλωση, διακηρύσσει εμμέσως τον τρόπο με τον οποίο κάποιος συσχετίζεται με τις αντικειμενικές του συνθήκες.
Ζούμε σε κυνικούς καιρούς, και εύκολα φανταζόμαστε ότι αν ένας διαδηλωτής πιανόταν να λεηλατεί και να καίει ένα κατάστημα και πιεζόταν να δηλώσει τους λόγους για τις πράξεις του, θα απαντούσε στη γλώσσα που χρησιμοποιείται από τους κοινωνικούς λειτουργούς και τους κοινωνιολόγους, και θα επικαλούνταν την μειωμένη κοινωνική του κινητικότητα, την αύξηση της ανασφάλειάς του, την αποσύνθεση της πατρικής εξουσίας, την έλλειψη της μητρικής αγάπης στην πρώιμη παιδική ηλικία του. Ξέρει τι κάνει, αλλά το κάνει παρ 'όλα αυτά.
Είναι άσκοπο να αναλογιστούμε ποια από τις δύο αυτές αντιδράσεις, η συντηρητική ή η φιλελεύθερη, είναι χειρότερη: όπως θα το έθετε Στάλιν, είναι και οι δύο χειρότερες, και αυτό περιλαμβάνει την προειδοποίηση που δίνεται και από τις δύο πλευρές ότι ο πραγματικός κίνδυνος από αυτά τα ξεσπάσματα έγκειται στην προβλέψιμη ρατσιστική αντίδραση της «σιωπηλής πλειοψηφίας». Μία από τις μορφές που πήρε αυτή την αντίδραση ήταν η «φυλετική» δραστηριότητα των τοπικών (τουρκικής, Καραϊβικής, Σιχ) κοινοτήτων που οργάνωσαν γρήγορα τις δικές τους μονάδες επαγρύπνησης για να προστατεύσουν τις περιουσίες τους.
Είναι οι καταστηματάρχες, η μικρή αστική τάξη που υπερασπίζεται την περιουσία της από μια πραγματική, αν και βίαιη, διαμαρτυρία, ενάντια στο σύστημα? Ή είναι (οι καταστηματάρχες) εκπρόσωποι της εργατικής τάξης, που καταπολεμούν τις δυνάμεις της κοινωνικής αποσύνθεσης?
Και εδώ επίσης, θα πρέπει να απορρίψει κανείς το αίτημα να πάρει θέση. Η αλήθεια είναι ότι η σύγκρουση ήταν ανάμεσα σε δύο πόλους των μη προνομιούχων: εκείνους που έχουν καταφέρει να λειτουργούν μέσα στο σύστημα ενάντια σε εκείνους που είναι πολύ απογοητευμένοι για να συνεχίσουν να προσπαθούν.
Η βία των εξεγερμένων ήταν σχεδόν αποκλειστικά ενάντια στους δικούς τους. Τα αυτοκίνητα που κάηκαν και τα καταστήματα που λεηλατήθηκαν δεν ήταν σε πλούσιες γειτονιές, αλλά στις ίδιες τις γειτονιές των εξεγερμένων. Η σύγκρουση δεν είναι μεταξύ διαφορετικών τμημάτων της κοινωνίας. Είναι, στην πιο ριζοσπαστική τους μορφή, η σύγκρουση μεταξύ κοινωνίας και κοινωνίας. Μεταξύ αυτών που έχουν τα πάντα, και εκείνων που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Μεταξύ εκείνων που δεν έχουν τίποτε στην κοινότητά τους και εκείνων που έχουν.
Ο Zygmunt Bauman χαρακτήρισε τις ταραχές ως πράξεις «ελαττωματικών και αποκλεισμένων καταναλωτών»: περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ήταν μια εκδήλωση καταναλωτικής επιθυμίας η οποία εκδηλώνεται βίαια όταν αδυνατεί να υλοποιηθεί με τον «κατάλληλο» τρόπο – δηλαδή με ψώνια.
Ως εκ τούτου, περιέχουν επίσης μια στιγμή πραγματικής διαμαρτυρίας, με τη μορφή μιας ειρωνικής απάντησης στην καταναλωτική ιδεολογία: «Μας καλείτε να καταναλώνουμε, ενώ ταυτόχρονα μας στερείτε από τα μέσα για να το κάνουμε με κατάλληλο τρόπο – έτσι το κάνουμε με το μόνο τον τρόπο που μπορούμε!»
Οι ταραχές είναι μια επίδειξη της υλικής δύναμης της ιδεολογίας – πολύ περισσότερο, ίσως, για την « μετα-ιδεολογική κοινωνία». Από μια επαναστατική σκοπιά, το πρόβλημα με τις εξεγέρσεις δεν είναι η βία ως τέτοια, αλλά το γεγονός ότι η βία δεν είναι πραγματικά αυτο-κατηγορηματική. Είναι ανίσχυρη οργή και απελπισία μεταμφιεσμένη ως επίδειξη δύναμης. Είναι ο φθόνος μασκαρεμένος ως θριαμβευτής καρνάβαλος.
Οι ταραχές θα πρέπει να τοποθετηθούν σε σχέση με ένα άλλο είδος βίας που η φιλελεύθερη πλειοψηφία σήμερα αντιλαμβάνεται ως απειλή για τον τρόπο ζωής μας: τις τρομοκρατικές επιθέσεις και τις βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας. Και στις δύο περιπτώσεις, η βία και η καταπολέμηση της βίας είναι παγιδευμένες σε έναν φαύλο κύκλο, κάθε μία τους δημιουργεί τις δυνάμεις που η ίδια προσπαθεί να καταπολεμήσει. Και στις δύο περιπτώσεις, έχουμε να κάνουμε με τυφλά passages à l’acte (στμτφρ ψυχολ: παρορμητικά ξεσπάσματα), όπου η βία αποτελεί μια σιωπηρή αποδοχή της ανικανότητας. Η διαφορά είναι ότι, σε αντίθεση με τις ταραχές στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στο Παρίσι, οι τρομοκρατικές επιθέσεις πραγματοποιούνται στην υπηρεσία του απόλυτου Νοήματος που παρέχεται από τη θρησκεία.
Αλλά δεν ήταν οι αραβικές εξεγέρσεις μια συλλογική πράξη αντίστασης που απέφυγε την ψευδή εναλλακτική λύση της αυτοκαταστροφικής βίας και του θρησκευτικού φονταμενταλισμού? Δυστυχώς, το Αιγυπτιακό καλοκαίρι του 2011 θα μείνει στην ιστορία ως η σηματοδοσία του τέλους της επανάστασης, μια εποχή που η απελευθερωτική της δυνατότητα έπαθε ασφυξία. Νεκροθάφτες του είναι ο στρατός και οι ισλαμιστές. Το περίγραμμα της συμφωνίας μεταξύ του στρατού (που είναι στρατός του Μουμπάρακ) και των Ισλαμιστών (που ήταν στο περιθώριο κατά τους πρώτους μήνες της αναταραχής, αλλά κερδίζουν πλέον έδαφος) είναι όλο και πιο σαφές: οι ισλαμιστές θα ανεχτούν τα υλικά προνόμια του στρατού και σε αντάλλαγμα θα εξασφαλίσουν την ιδεολογική τους ηγεμονία.
Οι χαμένοι θα είναι οι φιλοδυτικοί φιλελεύθεροι, πολύ αδύναμοι - παρά τη χρηματοδότηση που παίρνουν από την CIA – για να «προωθήσουν την δημοκρατία», καθώς και οι πραγματικοί φορείς των γεγονότων της άνοιξης, η αναδυόμενη κοσμική (σ.τμτφρ. =secular, σε αντίθεση με το θρησκευτική) αριστερά που προσπαθεί να στήσει ένα δίκτυο οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, από συνδικαλιστικές οργανώσεις έως φεμινίστριες.
Η ραγδαία επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης αργά ή γρήγορα θα φέρουν τους φτωχούς, οι οποίοι ήταν σε μεγάλο βαθμό απόντες από τις διαμαρτυρίες της άνοιξης, στους δρόμους.
Είναι πιθανό να υπάρξει μια νέα έκρηξη, και το δύσκολο ερώτημα για τα πολιτικά υποκείμενα της Αιγύπτου είναι ποιος θα καταφέρει να κατευθύνει την οργή των φτωχών; Ποιος θα την μεταφράσει σε πολιτικό πρόγραμμα: η νέα κοσμική αριστερά ή οι ισλαμιστές?
Η κυρίαρχη αντίδραση της δυτικής κοινής γνώμης για το σύμφωνο μεταξύ Ισλαμιστών και στρατού, αναμφίβολα θα είναι μια θριαμβευτική επίδειξη κυνικής σοφίας: θα μας πουν ότι, όπως έγινε σαφές και στην περίπτωση του (μη αραβικού) Ιράν, οι λαϊκές εξεγέρσεις - αναταραχές στις αραβικές χώρες πάντα καταλήγουν σε μαχητικό ισλαμισμό. Ο Μουμπάρακ θα εμφανιστεί ότι αποτελούσε ένα πολύ μικρότερο κακό - καλύτερα να μείνεις με το διάβολο που γνωρίζεις παρά να κάνεις παιχνίδια με τη χειραφέτηση. Ενάντια σε τέτοιο κυνισμό, θα πρέπει κανείς να παραμείνει πιστός χωρίς όρους στον ριζοσπαστικό-απελευθερωτικό πυρήνα της Αιγυπτιακής εξέγερσης.
Αλλά θα πρέπει να αποφύγει κανείς και τον πειρασμό του ναρκισσισμού της χαμένης υπόθεσης: είναι πάρα πολύ εύκολο να θαυμάζουμε την μεγαλειώδη ομορφιά εξεγέρσεων καταδικασμένων να αποτύχουν. Η σημερινή αριστερά αντιμετωπίζει το πρόβλημα της «προκαθορισμένης άρνησης»: ποια νέα τάξη θα πρέπει να αντικαταστήσει το παλιό μετά την εξέγερση, όταν ο μεγαλειώδης ενθουσιασμός της πρώτης στιγμής έχει τελειώσει? Στο πλαίσιο αυτό, το μανιφέστο των ισπανών indignados (αγανακτισμένων), που εκδόθηκε μετά από τις διαδηλώσεις τους το Μάιο, είναι αποκαλυπτικό. Το πρώτο πράγμα που πιάνει το μάτι είναι ο επίμονα απολιτικός τόνος: «Μερικοί από εμάς θεωρούμε τους εαυτούς μας προοδευτικούς, άλλοι συντηρητικούς. Μερικοί από εμάς είναι θρησκευόμενοι, άλλοι όχι. Μερικοί από εμάς έχουν σαφώς καθορισμένες ιδεολογίες, άλλοι είναι απολιτικοί, αλλά είμαστε όλοι ανησυχούντες και θυμωμένοι για τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προοπτικές που βλέπουμε γύρω μας: η διαφθορά ανάμεσα στους πολιτικούς, τους επιχειρηματίες, τους τραπεζίτες, μας αφήνει αβοήθητους, χωρίς φωνή».
Κάνουν τη διαμαρτυρία τους για λογαριασμό του: «αναφαίρετες αλήθειες που πρέπει να τηρούμε στην κοινωνία μας: το δικαίωμα στη στέγαση, την απασχόληση, τον πολιτισμό, την υγεία, την εκπαίδευση, την πολιτική συμμετοχή, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και τα δικαιώματα των καταναλωτών για μια υγιή και ευτυχισμένη ζωή».
Απορρίπτοντας τη βία, καλούν σε μια: «ηθική επανάσταση, αντί να τοποθετούμε τα χρήματα πάνω από τα ανθρώπινα όντα, θα τα θέσουμε εκ νέου στην υπηρεσία μας. Είμαστε άνθρωποι, όχι προϊόντα. Δεν είμαι το προϊόν του τι αγοράζω, γιατί αγοράζω και από ποιόν αγοράζω».
Ποιοί θα είναι οι φορείς αυτής της επανάστασης; Οι indignados απορρίπτουν το σύνολο της πολιτικής τάξης, δεξιά και αριστερά, ως διεφθαρμένης και ελεγχόμενης από τον πόθο για εξουσία, αλλά το μανιφέστο αποτελείται παρ 'όλα αυτά από μια σειρά αιτημάτων που απευθύνεται σε - ποιον;
Ούτε στους ίδιους: οι indignados δεν υποστηρίζουν (ακόμη) ότι κανένας άλλος δεν θα το κάνει για αυτούς, ότι αυτοί οι ίδιοι θα πρέπει να είναι η αλλαγή που θέλουν να δουν. Και αυτή είναι η θανάσιμη αδυναμία των πρόσφατων διαδηλώσεων: εκφράζουν μια αυθεντική οργή που όμως δεν είναι σε θέση να μεταμορφωθεί σε ένα θετικό πρόγραμμα κοινωνικοπολιτικών αλλαγών. Εκφράζουν ένα πνεύμα εξέγερσης, χωρίς επανάσταση.
Η κατάσταση στην Ελλάδα φαίνεται πιο ελπιδοφόρα, ίσως εξ’ αιτίας της πρόσφατης παράδοσης για προοδευτική αυτο-οργάνωση (η οποία εξαφανίστηκε στην Ισπανία μετά την πτώση του καθεστώτος του Φράνκο).
Αλλά ακόμα και στην Ελλάδα, το κίνημα διαμαρτυρίας εμφανίζει τα όρια της αυτο-οργάνωσης: οι διαδηλωτές διατηρούν ένα χώρο ισόνομης ελευθερίας χωρίς κεντρική αρχή για να το ρυθμίσει, έναν δημόσιο χώρο όπου σε όλους παραχωρείται το ίδιο χρονικό διάστημα για να μιλήσει και ούτω καθεξής.
Όταν οι διαδηλωτές άρχισαν να συζητάνε τι θα κάνουν στη συνέχεια, πώς να προχωρήσουν πέρα από την απλή διαμαρτυρία, η συναίνεση της πλειοψηφίας έλεγε ότι αυτό που χρειαζόταν δεν ήταν ένα νέο κόμμα ή μια άμεση προσπάθεια να καταληφθεί η κρατική εξουσία, αλλά ένα κίνημα που σκοπός του θα είναι να ασκεί πίεση στα πολιτικά κόμματα. Αυτό σαφώς δεν αρκεί για να επιβάλει μια αναδιοργάνωση της κοινωνικής ζωής. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ένα ισχυρό σώμα (body) ικανό να παίρνει γρήγορα αποφάσεις και να τις υλοποιεί με όλη την απαραίτητη δριμύτητα. Ο Slavoj Zizek είναι Σλοβένος φιλόσοφος που εργάζεται πάνω στις παραδόσεις του Χέγκελ, του Μάρξ και της ψυχανάλυσης του Λακάν.
Αναδημοσίευση από http://giatinkinonikiaristera.blogspot.com/2011/08/slavoj-zizek.html για την κοινωνική αριστερά Noam Chomsky
Το ίδιο ισχύει και για τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση. Τον Σεπτέμβριο του 2008, παρουσιάστηκε από κάποιους ως μια ανωμαλία που θα μπορούσε να διορθωθεί με καλύτερους κανονισμούς κλπ. Τώρα που συγκεντρώνονται τα σημάδια μιας επαναλαμβανόμενης οικονομικής διάλυσης, είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με ένα διαρθρωτικό φαινόμενο.
Μας λένε ξανά και ξανά ότι ζούμε σε μια κρίση χρέους, και ότι όλοι πρέπει να μοιραστούμε το βάρος και σφίξουμε το ζωνάρι μας. Όλοι, δηλαδή, εκτός από τους (πολύ) πλούσιους. Η ιδέα μεγαλύτερης φορολόγησής τους είναι ταμπού: αν το κάναμε, το επιχείρημα που επικρατεί είναι ότι οι πλούσιοι δεν θα είχαν πλέον κανένα κίνητρο να επενδύσουν, θα δημιουργούνταν λιγότερες θέσεις εργασίας και όλοι μας θα υποφέραμε. Ο μόνος τρόπος για να σωθούμε στους δύσκολους καιρούς είναι οι φτωχοί να γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι. Τι θα έπρεπε να κάνουν οι φτωχοί? Τι μπορούν να κάνουν?...
Αν και οι ταραχές στο Ηνωμένο Βασίλειο προκλήθηκαν από τον πυροβολισμό του Mark Duggan, όλοι συμφωνούν ότι εκφράζουν μια βαθύτερη ανησυχία - αλλά τι είδους? Όπως και με το κάψιμο αυτοκινήτων στα περίχωρα (banlieues) του Παρισιού το 2005, οι εξεγερμένοι του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είχαν κανένα μήνυμα να παραδώσουν. (Υπάρχει σαφής αντίθεση με τις μαζικές φοιτητικές διαδηλώσεις το Νοέμβριο του 2010, οι οποίες επίσης στράφηκαν προς τη βία. Οι φοιτητές έκαναν σαφές ότι απέρριπταν τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση). Γι 'αυτό και είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τους ταραξίες του Ηνωμένου Βασιλείου με μαρξιστικούς όρους, ως ένα περιστατικό που σχετίζεται με την εμφάνιση του επαναστατικού υποκειμένου. Οι ταραξίες ταιριάζουν πολύ καλύτερα στην εγελιανή (του Hegel) έννοια του «όχλου», εκείνων δηλαδή που βρίσκονται εκτός οργανωμένων κοινωνικών χώρων και οι οποίοι μπορούν να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους μόνο μέσα από «παράλογες» εκρήξεις καταστροφικής βίας - αυτό που ο Χέγκελ που ονομάζεται «αφηρημένη αρνητικότητα». Υπάρχει μια παλιά ιστορία για έναν εργαζόμενο ύποπτο για κλοπή: κάθε βράδυ, καθώς φεύγει από το εργοστάσιο, το καροτσάκι που σπρώχνει μπροστά του ελέγχεται προσεκτικά. Οι φρουροί δεν βρίσκουν τίποτα. Το καρότσι είναι πάντα άδειο. Τελικά το μυστήριο αποκαλύπτεται: αυτό που ο εργαζόμενος κλέβει είναι τα ίδια τα καροτσάκια. Οι φρουροί δεν έβλεπαν την προφανή αλήθεια, όπως ακριβώς κάνουν και οι σχολιαστές των ταραχών. Μας λένε ότι η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σήμανε το τέλος της ιδεολογίας: η ώρα των μεγάλης κλίμακας ιδεολογικών προγραμμάτων που κορυφώνονται με απολυταρχική καταστροφή τελείωσε. Είχαμε εισέλθει σε μια νέα εποχή ορθολογικής και ρεαλιστικής πολιτικής. Εάν η κοινοτυπία ότι ζούμε σε μια μετα-ιδεολογική εποχή ισχύει υπό οποιαδήποτε έννοια, αυτό μπορεί να ειδωθεί σε αυτό το πρόσφατο ξέσπασμα της βίας. Αυτό ήταν μια μηδενικού βαθμού διαμαρτυρία, μια βίαιη δράση που δεν απαιτούσε τίποτα. Στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να βρουν νόημα στις ταραχές, οι κοινωνιολόγοι και οι συντάκτες-συγγραφείς συσκότισαν το αίνιγμα που αυτές παρουσιάζουν.
Οι διαδηλωτές, αν και μη προνομιούχοι και εκ των πραγμάτων κοινωνικά αποκλεισμένοι, δεν ζουν στα όρια της λιμοκτονίας. Άλλοι άνθρωποι, σε πολύ μεγαλύτερες υλικές δυσκολίες - για να μην αναφέρουμε περιπτώσεις φυσικής και ιδεολογικής καταπίεσης – είχαν καταφέρει να αυτοοργανωθούν σε πολιτικές δυνάμεις με ξεκάθαρο πρόγραμμα. Το γεγονός ότι οι εξεγερμένοι δεν έχουν πρόγραμμα, είναι επομένως το ίδιο ένα γεγονός που πρέπει να ερμηνευθεί: μας αποκαλύπτει πολλά για την ιδεολογική-πολιτική κατάστασή μας και για το είδος της κοινωνίας που ζούμε, μια κοινωνία η οποία διατυμπανίζει την επιλογή, αλλά στην οποία η μόνη διαθέσιμη εναλλακτική λύση στην επιβαλλόμενη δημοκρατική συναίνεση είναι μια τυφλή δράση.
Η αντίθεση με το σύστημα δεν μπορεί πλέον να εκφραστεί με τη μορφή μιας ρεαλιστικής εναλλακτικής λύσης, ή ακόμα και ως ένα ουτοπικό πρόγραμμα, αλλά μπορεί μόνο να λάβει τη μορφή ενός χωρίς νόημα ξεσπάσματος. Ποιο είναι το νόημα της διατυμπανιζόμενης ελευθερίας μας για επιλογή, όταν η μόνη επιλογή είναι μεταξύ τήρησης των κανόνων και (αυτο) καταστροφικής βίας?
Ο Alain Badiou (σ.τ.μτφρ. 1937-, γάλλος φιλόσοφος, εξέχουσα φιγούρα του αντι-μεταμοντέρνου κινήματος. Εργάζεται πάνω στην ανασύνθεση των εννοιών της ύπαρξης, της αλήθειας και του υποκειμένου με έναν τρόπο που δεν θα είναι ούτε μεταμοντέρνος ούτε μια απλή επανάληψη του μοντερνισμού. Πολιτικά ανήκει στην άκρα αριστερά και στην κομμουνιστική παράδοση: http://en.wikipedia.org/wiki/Alain_Badiou) υποστηρίξει ότι ζούμε σε έναν κοινωνικό χώρο ο οποίος ολοένα και περισσότερο βιώνεται ως «χωρίς παγκοσμιότητα» (worldless): σε ένα τέτοιο χώρο, η μόνη μορφή που μπορεί να λάβει η διαμαρτυρία είναι η χωρίς νόημα βία. Ίσως αυτός είναι ένας από τους κύριους κινδύνους του καπιταλισμού: αν και – ακριβώς επειδή είναι παγκοσμιοποιημένος - αγκαλιάζει όλο το κόσμο, διατηρεί έναν χωρίς παγκοσμιότητα (worldless) ιδεολογικό αστερισμό στον οποίο οι άνθρωποι δεν διαθέτουν τα μέσα για να ανακαλύπτουν νοήματα. Το θεμελιώδες δίδαγμα της παγκοσμιοποίησης είναι ότι ο καπιταλισμός μπορεί να εγκατασταθεί σε όλους τους πολιτισμούς, από χριστιανικούς και ινδουιστικούς ή βουδιστικούς, από τη Δύση στην Ανατολή: δεν υπάρχει παγκόσμια «καπιταλιστική κοσμοθεωρία», δεν υπάρχει πρότυπο «καπιταλιστικού πολιτισμού». Η παγκόσμια διάσταση του καπιταλισμού, αντιπροσωπεύει αλήθειες χωρίς νόημα.
Το πρώτο συμπέρασμα που πρέπει να εξαχθεί από τις ταραχές, ως εκ τούτου, είναι ότι τόσο οι συντηρητικές όσο και οι φιλελεύθερες αντιδράσεις (reactions) απέναντι στις ταραχές είναι ανεπαρκείς. Η συντηρητική αντίδραση ήταν προβλέψιμη: δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τέτοιου είδους βανδαλισμούς. πρέπει κανείς να χρησιμοποιήσει όλα τα απαραίτητα μέσα για να αποκαταστήσει την τάξη. για να αποτραπούν περαιτέρω εκρήξεις τέτοιου είδους δεν χρειάζεται περισσότερη ανοχή και κοινωνική βοήθεια, αλλά περισσότερη πειθαρχία, σκληρή δουλειά και αίσθημα ευθύνης.
Το λάθος με αυτό τον συλλογισμό είναι όχι μόνο ότι αγνοεί την απελπιστική κοινωνική κατάσταση η οποία ωθεί τους νέους προς βίαια ξεσπάσματα, αλλά, ίσως πιο σημαντικό, ότι αγνοεί τον τρόπο που αυτά τα ξεσπάσματα αντηχούν τις κρυφές προϋποθέσεις της ίδιας της συντηρητικής ιδεολογίας. Όταν, στη δεκαετία του 1990, οι Συντηρητικοί ξεκίνησαν την εκστρατεία τους για «επιστροφή στα βασικά», το άσεμνο συμπλήρωμά της αποκαλύφθηκε από τον Norman Tebbitt: Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ζώο της κοινωνίας (social animal) αλλά και ζώο της περιοχής (territorial animal). Πρέπει να είναι μέρος του προγράμματός μας να ικανοποιούνται τα βασικά ένστικτα του φυλετισμού (της φυλής, tribalism) και της εδαφικότητας (territorialism). Αυτή ήταν η πραγματική ουσία του προγράμματος «επιστροφή στα βασικά: η απελευθέρωση του βαρβάρου που κρύβεται κάτω από την φαινομενικά πολιτισμένη, αστική κοινωνία μας, μέσα από την ικανοποίηση των βαρβάρων "βασικών ενστίκτων».
Στη δεκαετία του 1960, Herbert Marcuse εισήγαγε την έννοια του «καταπιεστικού απο-εξαγνισμού» για να εξηγήσει την «σεξουαλική επανάσταση»: τα ανθρώπινα κίνητρα θα μπορούσαν να από-εξαγνιστούν, να αφεθούν αχαλίνωτα, και παρ’ όλα αυτά να εξακολουθούν να υπόκεινται στον καπιταλιστικό έλεγχο – βλέπε την βιομηχανία του πορνό. Στους βρετανικούς δρόμους κατά τη διάρκεια των ταραχών, αυτό που είδαμε δεν ήταν άνθρωποι που είχαν μετατραπεί σε «θηρία», αλλά η απογυμνωμένη μορφή του «θηρίου» που παράγεται από την καπιταλιστική ιδεολογία.
Εν τω μεταξύ αριστεροί φιλελεύθεροι, όχι λιγότερο προβλέψιμα, παραμένουν προσκολλημένοι στα δικά τους «μάντρα» (σ.τ.μτφρ.: τα mantra είναι στιχάκια που βοηθούν στον διαλογισμό, στην συγκέντρωση και στην σωστή αναπνοή, στην γιόγκα) σχετικά με τα κοινωνικά προγράμματα και τις πρωτοβουλίες ενσωμάτωσης, η εγκατάλειψη των οποίων έχει στερήσει τους δεύτερης και τρίτης γενιάς μετανάστες από οποιαδήποτε οικονομική και κοινωνική προοπτική: τα βίαια ξεσπάσματα είναι τα μόνα μέσα που διαθέτουν για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους. Αντί να εντρυφούμε σε φαντασιώσεις εκδίκησης, θα έπρεπε να κάνουμε προσπάθεια να κατανοήσουμε τα βαθύτερα αίτια των ξεσπασμάτων αυτών. Μπορούμε κάν να φανταστούμε τι σημαίνει να είσαι ένας νεαρός άνδρας σε μια φτωχή, φυλετικά μικτή περιοχή, να θεωρείσαι εκ των προτέρων ύποπτος και να παρενοχλείσαι από την αστυνομία, όχι μόνο άνεργος, αλλά συχνά μη «απασχολήσιμος», χωρίς καμία ελπίδα για το μέλλον?
Η επίπτωση είναι ότι οι όροι μέσα στους οποίους βρίσκονται αυτοί οι άνθρωποι καθιστούν αναπόφευκτο ότι θα βγουν στους δρόμους. Το πρόβλημα με αυτό το συλλογισμό, όμως, είναι ότι εμφανίζει μόνο τις αντικειμενικές συνθήκες για τις ταραχές. Η εξέγερση είναι μια υποκειμενική δήλωση, διακηρύσσει εμμέσως τον τρόπο με τον οποίο κάποιος συσχετίζεται με τις αντικειμενικές του συνθήκες.
Ζούμε σε κυνικούς καιρούς, και εύκολα φανταζόμαστε ότι αν ένας διαδηλωτής πιανόταν να λεηλατεί και να καίει ένα κατάστημα και πιεζόταν να δηλώσει τους λόγους για τις πράξεις του, θα απαντούσε στη γλώσσα που χρησιμοποιείται από τους κοινωνικούς λειτουργούς και τους κοινωνιολόγους, και θα επικαλούνταν την μειωμένη κοινωνική του κινητικότητα, την αύξηση της ανασφάλειάς του, την αποσύνθεση της πατρικής εξουσίας, την έλλειψη της μητρικής αγάπης στην πρώιμη παιδική ηλικία του. Ξέρει τι κάνει, αλλά το κάνει παρ 'όλα αυτά.
Είναι άσκοπο να αναλογιστούμε ποια από τις δύο αυτές αντιδράσεις, η συντηρητική ή η φιλελεύθερη, είναι χειρότερη: όπως θα το έθετε Στάλιν, είναι και οι δύο χειρότερες, και αυτό περιλαμβάνει την προειδοποίηση που δίνεται και από τις δύο πλευρές ότι ο πραγματικός κίνδυνος από αυτά τα ξεσπάσματα έγκειται στην προβλέψιμη ρατσιστική αντίδραση της «σιωπηλής πλειοψηφίας». Μία από τις μορφές που πήρε αυτή την αντίδραση ήταν η «φυλετική» δραστηριότητα των τοπικών (τουρκικής, Καραϊβικής, Σιχ) κοινοτήτων που οργάνωσαν γρήγορα τις δικές τους μονάδες επαγρύπνησης για να προστατεύσουν τις περιουσίες τους.
Είναι οι καταστηματάρχες, η μικρή αστική τάξη που υπερασπίζεται την περιουσία της από μια πραγματική, αν και βίαιη, διαμαρτυρία, ενάντια στο σύστημα? Ή είναι (οι καταστηματάρχες) εκπρόσωποι της εργατικής τάξης, που καταπολεμούν τις δυνάμεις της κοινωνικής αποσύνθεσης?
Και εδώ επίσης, θα πρέπει να απορρίψει κανείς το αίτημα να πάρει θέση. Η αλήθεια είναι ότι η σύγκρουση ήταν ανάμεσα σε δύο πόλους των μη προνομιούχων: εκείνους που έχουν καταφέρει να λειτουργούν μέσα στο σύστημα ενάντια σε εκείνους που είναι πολύ απογοητευμένοι για να συνεχίσουν να προσπαθούν.
Η βία των εξεγερμένων ήταν σχεδόν αποκλειστικά ενάντια στους δικούς τους. Τα αυτοκίνητα που κάηκαν και τα καταστήματα που λεηλατήθηκαν δεν ήταν σε πλούσιες γειτονιές, αλλά στις ίδιες τις γειτονιές των εξεγερμένων. Η σύγκρουση δεν είναι μεταξύ διαφορετικών τμημάτων της κοινωνίας. Είναι, στην πιο ριζοσπαστική τους μορφή, η σύγκρουση μεταξύ κοινωνίας και κοινωνίας. Μεταξύ αυτών που έχουν τα πάντα, και εκείνων που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Μεταξύ εκείνων που δεν έχουν τίποτε στην κοινότητά τους και εκείνων που έχουν.
Ο Zygmunt Bauman χαρακτήρισε τις ταραχές ως πράξεις «ελαττωματικών και αποκλεισμένων καταναλωτών»: περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ήταν μια εκδήλωση καταναλωτικής επιθυμίας η οποία εκδηλώνεται βίαια όταν αδυνατεί να υλοποιηθεί με τον «κατάλληλο» τρόπο – δηλαδή με ψώνια.
Ως εκ τούτου, περιέχουν επίσης μια στιγμή πραγματικής διαμαρτυρίας, με τη μορφή μιας ειρωνικής απάντησης στην καταναλωτική ιδεολογία: «Μας καλείτε να καταναλώνουμε, ενώ ταυτόχρονα μας στερείτε από τα μέσα για να το κάνουμε με κατάλληλο τρόπο – έτσι το κάνουμε με το μόνο τον τρόπο που μπορούμε!»
Οι ταραχές είναι μια επίδειξη της υλικής δύναμης της ιδεολογίας – πολύ περισσότερο, ίσως, για την « μετα-ιδεολογική κοινωνία». Από μια επαναστατική σκοπιά, το πρόβλημα με τις εξεγέρσεις δεν είναι η βία ως τέτοια, αλλά το γεγονός ότι η βία δεν είναι πραγματικά αυτο-κατηγορηματική. Είναι ανίσχυρη οργή και απελπισία μεταμφιεσμένη ως επίδειξη δύναμης. Είναι ο φθόνος μασκαρεμένος ως θριαμβευτής καρνάβαλος.
Οι ταραχές θα πρέπει να τοποθετηθούν σε σχέση με ένα άλλο είδος βίας που η φιλελεύθερη πλειοψηφία σήμερα αντιλαμβάνεται ως απειλή για τον τρόπο ζωής μας: τις τρομοκρατικές επιθέσεις και τις βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας. Και στις δύο περιπτώσεις, η βία και η καταπολέμηση της βίας είναι παγιδευμένες σε έναν φαύλο κύκλο, κάθε μία τους δημιουργεί τις δυνάμεις που η ίδια προσπαθεί να καταπολεμήσει. Και στις δύο περιπτώσεις, έχουμε να κάνουμε με τυφλά passages à l’acte (στμτφρ ψυχολ: παρορμητικά ξεσπάσματα), όπου η βία αποτελεί μια σιωπηρή αποδοχή της ανικανότητας. Η διαφορά είναι ότι, σε αντίθεση με τις ταραχές στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στο Παρίσι, οι τρομοκρατικές επιθέσεις πραγματοποιούνται στην υπηρεσία του απόλυτου Νοήματος που παρέχεται από τη θρησκεία.
Αλλά δεν ήταν οι αραβικές εξεγέρσεις μια συλλογική πράξη αντίστασης που απέφυγε την ψευδή εναλλακτική λύση της αυτοκαταστροφικής βίας και του θρησκευτικού φονταμενταλισμού? Δυστυχώς, το Αιγυπτιακό καλοκαίρι του 2011 θα μείνει στην ιστορία ως η σηματοδοσία του τέλους της επανάστασης, μια εποχή που η απελευθερωτική της δυνατότητα έπαθε ασφυξία. Νεκροθάφτες του είναι ο στρατός και οι ισλαμιστές. Το περίγραμμα της συμφωνίας μεταξύ του στρατού (που είναι στρατός του Μουμπάρακ) και των Ισλαμιστών (που ήταν στο περιθώριο κατά τους πρώτους μήνες της αναταραχής, αλλά κερδίζουν πλέον έδαφος) είναι όλο και πιο σαφές: οι ισλαμιστές θα ανεχτούν τα υλικά προνόμια του στρατού και σε αντάλλαγμα θα εξασφαλίσουν την ιδεολογική τους ηγεμονία.
Οι χαμένοι θα είναι οι φιλοδυτικοί φιλελεύθεροι, πολύ αδύναμοι - παρά τη χρηματοδότηση που παίρνουν από την CIA – για να «προωθήσουν την δημοκρατία», καθώς και οι πραγματικοί φορείς των γεγονότων της άνοιξης, η αναδυόμενη κοσμική (σ.τμτφρ. =secular, σε αντίθεση με το θρησκευτική) αριστερά που προσπαθεί να στήσει ένα δίκτυο οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, από συνδικαλιστικές οργανώσεις έως φεμινίστριες.
Η ραγδαία επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης αργά ή γρήγορα θα φέρουν τους φτωχούς, οι οποίοι ήταν σε μεγάλο βαθμό απόντες από τις διαμαρτυρίες της άνοιξης, στους δρόμους.
Είναι πιθανό να υπάρξει μια νέα έκρηξη, και το δύσκολο ερώτημα για τα πολιτικά υποκείμενα της Αιγύπτου είναι ποιος θα καταφέρει να κατευθύνει την οργή των φτωχών; Ποιος θα την μεταφράσει σε πολιτικό πρόγραμμα: η νέα κοσμική αριστερά ή οι ισλαμιστές?
Η κυρίαρχη αντίδραση της δυτικής κοινής γνώμης για το σύμφωνο μεταξύ Ισλαμιστών και στρατού, αναμφίβολα θα είναι μια θριαμβευτική επίδειξη κυνικής σοφίας: θα μας πουν ότι, όπως έγινε σαφές και στην περίπτωση του (μη αραβικού) Ιράν, οι λαϊκές εξεγέρσεις - αναταραχές στις αραβικές χώρες πάντα καταλήγουν σε μαχητικό ισλαμισμό. Ο Μουμπάρακ θα εμφανιστεί ότι αποτελούσε ένα πολύ μικρότερο κακό - καλύτερα να μείνεις με το διάβολο που γνωρίζεις παρά να κάνεις παιχνίδια με τη χειραφέτηση. Ενάντια σε τέτοιο κυνισμό, θα πρέπει κανείς να παραμείνει πιστός χωρίς όρους στον ριζοσπαστικό-απελευθερωτικό πυρήνα της Αιγυπτιακής εξέγερσης.
Αλλά θα πρέπει να αποφύγει κανείς και τον πειρασμό του ναρκισσισμού της χαμένης υπόθεσης: είναι πάρα πολύ εύκολο να θαυμάζουμε την μεγαλειώδη ομορφιά εξεγέρσεων καταδικασμένων να αποτύχουν. Η σημερινή αριστερά αντιμετωπίζει το πρόβλημα της «προκαθορισμένης άρνησης»: ποια νέα τάξη θα πρέπει να αντικαταστήσει το παλιό μετά την εξέγερση, όταν ο μεγαλειώδης ενθουσιασμός της πρώτης στιγμής έχει τελειώσει? Στο πλαίσιο αυτό, το μανιφέστο των ισπανών indignados (αγανακτισμένων), που εκδόθηκε μετά από τις διαδηλώσεις τους το Μάιο, είναι αποκαλυπτικό. Το πρώτο πράγμα που πιάνει το μάτι είναι ο επίμονα απολιτικός τόνος: «Μερικοί από εμάς θεωρούμε τους εαυτούς μας προοδευτικούς, άλλοι συντηρητικούς. Μερικοί από εμάς είναι θρησκευόμενοι, άλλοι όχι. Μερικοί από εμάς έχουν σαφώς καθορισμένες ιδεολογίες, άλλοι είναι απολιτικοί, αλλά είμαστε όλοι ανησυχούντες και θυμωμένοι για τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προοπτικές που βλέπουμε γύρω μας: η διαφθορά ανάμεσα στους πολιτικούς, τους επιχειρηματίες, τους τραπεζίτες, μας αφήνει αβοήθητους, χωρίς φωνή».
Κάνουν τη διαμαρτυρία τους για λογαριασμό του: «αναφαίρετες αλήθειες που πρέπει να τηρούμε στην κοινωνία μας: το δικαίωμα στη στέγαση, την απασχόληση, τον πολιτισμό, την υγεία, την εκπαίδευση, την πολιτική συμμετοχή, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και τα δικαιώματα των καταναλωτών για μια υγιή και ευτυχισμένη ζωή».
Απορρίπτοντας τη βία, καλούν σε μια: «ηθική επανάσταση, αντί να τοποθετούμε τα χρήματα πάνω από τα ανθρώπινα όντα, θα τα θέσουμε εκ νέου στην υπηρεσία μας. Είμαστε άνθρωποι, όχι προϊόντα. Δεν είμαι το προϊόν του τι αγοράζω, γιατί αγοράζω και από ποιόν αγοράζω».
Ποιοί θα είναι οι φορείς αυτής της επανάστασης; Οι indignados απορρίπτουν το σύνολο της πολιτικής τάξης, δεξιά και αριστερά, ως διεφθαρμένης και ελεγχόμενης από τον πόθο για εξουσία, αλλά το μανιφέστο αποτελείται παρ 'όλα αυτά από μια σειρά αιτημάτων που απευθύνεται σε - ποιον;
Ούτε στους ίδιους: οι indignados δεν υποστηρίζουν (ακόμη) ότι κανένας άλλος δεν θα το κάνει για αυτούς, ότι αυτοί οι ίδιοι θα πρέπει να είναι η αλλαγή που θέλουν να δουν. Και αυτή είναι η θανάσιμη αδυναμία των πρόσφατων διαδηλώσεων: εκφράζουν μια αυθεντική οργή που όμως δεν είναι σε θέση να μεταμορφωθεί σε ένα θετικό πρόγραμμα κοινωνικοπολιτικών αλλαγών. Εκφράζουν ένα πνεύμα εξέγερσης, χωρίς επανάσταση.
Η κατάσταση στην Ελλάδα φαίνεται πιο ελπιδοφόρα, ίσως εξ’ αιτίας της πρόσφατης παράδοσης για προοδευτική αυτο-οργάνωση (η οποία εξαφανίστηκε στην Ισπανία μετά την πτώση του καθεστώτος του Φράνκο).
Αλλά ακόμα και στην Ελλάδα, το κίνημα διαμαρτυρίας εμφανίζει τα όρια της αυτο-οργάνωσης: οι διαδηλωτές διατηρούν ένα χώρο ισόνομης ελευθερίας χωρίς κεντρική αρχή για να το ρυθμίσει, έναν δημόσιο χώρο όπου σε όλους παραχωρείται το ίδιο χρονικό διάστημα για να μιλήσει και ούτω καθεξής.
Όταν οι διαδηλωτές άρχισαν να συζητάνε τι θα κάνουν στη συνέχεια, πώς να προχωρήσουν πέρα από την απλή διαμαρτυρία, η συναίνεση της πλειοψηφίας έλεγε ότι αυτό που χρειαζόταν δεν ήταν ένα νέο κόμμα ή μια άμεση προσπάθεια να καταληφθεί η κρατική εξουσία, αλλά ένα κίνημα που σκοπός του θα είναι να ασκεί πίεση στα πολιτικά κόμματα. Αυτό σαφώς δεν αρκεί για να επιβάλει μια αναδιοργάνωση της κοινωνικής ζωής. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ένα ισχυρό σώμα (body) ικανό να παίρνει γρήγορα αποφάσεις και να τις υλοποιεί με όλη την απαραίτητη δριμύτητα. Ο Slavoj Zizek είναι Σλοβένος φιλόσοφος που εργάζεται πάνω στις παραδόσεις του Χέγκελ, του Μάρξ και της ψυχανάλυσης του Λακάν.
Αναδημοσίευση από http://giatinkinonikiaristera.blogspot.com/2011/08/slavoj-zizek.html για την κοινωνική αριστερά Noam Chomsky
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου