Της Καίτης Βασιλάκου Κάποτε, πριν αρκετά χρόνια, αναρωτήθηκα κάποια στιγμή πώς έγινε και πλούτισε τόσο ξαφνικά η Ελλάδα, τι ήταν αυτό που μεσολάβησε και από χώρα φτωχή και αναπτυσσόμενη, χώρα αποστολής μεταναστών, μεταμορφώθηκε μέσα σε ελάχιστα χρόνια σε χώρα πλούσια και υπερκαταναλωτική που υποδεχόταν μετανάστες για να κάνουν τις παρακατιανές δουλειές που εμείς πια δεν καταδεχόμασταν.
Περί τα οικονομικά ήμουν και είμαι ανίδεη, αλλά πάντως δεν έβλεπα να έχουν γίνει τέτοιες αλλαγές στον τόπο που να δικαιολογούν τόσο ξαφνικό πλούτο. Βαριά βιομηχανία δεν είχαμε, την αγροτική παραγωγή την είχαμε εγκαταλείψει, η ναυτιλία μας δεν είχε προοδεύσει περισσότερο και μόνο ο τουρισμός έφερνε κάποιο χρήμα.
Πώς είχαμε πλουτίσει έτσι απότομα; Ασφαλώς, σκέφτηκα, αυτό έχει να κάνει με την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τώρα ανήκουμε στις ευημερούσες χώρες του πλανήτη και κάπου εκεί στα γραφεία των Βρυξελλών κλείνονται συμφωνίες επωφελείς για τους Έλληνες. Μέχρι εκεί έφτανε το μυαλό μου..... Εννοείται ότι είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στους πολιτικούς που κυβερνούσαν τον τόπο, διότι, σκεφτόμουν, εγώ μπορεί να είμαι αδαής περί τα οικονομικά, εκείνοι όμως δεν είναι, γιατί αυτή είναι η δουλειά τους, και επίσης μπορεί να τσακώνονται μεταξύ τους τα κόμματα εξουσίας και να αλληλοκατηγορούνται - έτσι παίζεται το δημοκρατικό παιχνίδι - αλλά, όταν αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση, εργάζονται για το καλό του τόπου.
Είχα τόση αφέλεια, το παραδέχομαι. Δεν πέρασε στιγμή από το μυαλό μου ότι αυτοί που είχαν κάθε φορά την εξουσία της χώρας, ήταν τόσο άσχετοι στα οικονομικά όσο είμαι κι εγώ. Λίγο πολύ καταλάβαινα ότι κάποιοι από αυτούς δεν ήταν έντιμοι, από την άλλη όμως αρνιόμουν να δεχτώ ότι τόση πολυπραγμοσύνη, τόσα πήγαιν’ έλα στις Βρυξέλλες, τόσες συναντήσεις, χειραψίες, χαμόγελα και συμφωνίες δεν αποσκοπούσαν στο συμφέρον της χώρας. Δεν μπορεί, κάτι έκαναν όλοι αυτοί που πηγαινοέρχονταν μεταξύ Αθήνας και Βρυξελλών και ιδού το εκπληκτικό αποτέλεσμα: γίναμε κι εμείς επί τέλους Ευρωπαίοι, απαλλαχθήκαμε από το κόμπλεξ του Βαλκάνιου, δεν έχουμε σε τίποτα να ζηλέψουμε τον Ιταλό, το Γάλλο, τον Ολλανδό.
Έτσι η γενιά μου που μεγάλωσε σε μια Ελλάδα της φτώχιας και της μιζέριας, που στο σχολείο οι δάσκαλοι τής έλεγαν «είμαστε μια χώρα φτωχή αλλά περήφανη με ένδοξο παρελθόν», που η μόνη της διασκέδαση ήταν το κυριακάτικο σινεμά (καμιά φορά και στα όρθια, γιατί δεν υπήρχαν θέσεις), που φορούσε τα ίδια ρούχα χρόνος έμπαινε χρόνος έβγαινε και πήγαινε στη δουλειά με τα πόδια και μόνο αν έβρεχε, έπαιρνε το λεωφορείο, αυτή η γενιά πριν το καλοκαταλάβει, βρέθηκε με διαμερίσματα και εξοχικά, με τρία ιδιωτικά αυτοκίνητα ανά οικογένεια, με μικρά σκάφη, με σινιέ ρούχα, με απαραιτήτως θερινές διακοπές και με τακτικές αποδράσεις για ψώνια στο Λονδίνο και τη Ρώμη, με φιλιππινέζες και ιδιωτικό διδακτικό προσωπικό για τους βλαστούς της, με φανταχτερά περιοδικά που πρότειναν το επιβεβλημένο lifestyle και με αλλόκοτα ρεστοράν που σέρβιραν αλλόκοτα και πανάκριβα εδέσματα.
Τόσο χρήμα, τόσο άφθονο χρήμα και κανείς ποτέ δεν βγήκε δημόσια να ρωτήσει: «Μα πώς πλουτίσαμε έτσι ξαφνικά;» Κανείς ποτέ δεν βγήκε να μας προειδοποιήσει: «Προσέξτε, σπαταλάτε ξένα χρήματα, θα έρθει η ώρα της λυπητερής και θα είναι πολύ δύσκολη». Έτσι λοιπόν, των οικιών ημών εμπιμπραμένων, ημείς άδομεν, όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας. Είχε μπει φωτιά στα σπίτια μας κι εμείς τραγουδούσαμε ανέμελα. Ή καλύτερα: τραγουδούσαμε ανεύθυνα, σαν ανήλικα που τα χαρτζιλικώνει ο μπαμπάς για να μη κάνουν φασαρία.
Πρώτοι που φταίνε είναι οι ανεύθυνοι που διαχειρίστηκαν τα οικονομικά της χώρας, καταχράστηκαν το δημόσιο χρήμα και κατασπατάλησαν δανεικά χρήματα σε άρτο και θεάματα χαρτζιλικώνοντας έναν επίσης ανεύθυνο λαό. Αυτός ο λαός, δηλαδή εμείς, είμαστε οι δεύτεροι που φταίμε. Γιατί ουδέποτε αναρωτηθήκαμε για τίποτε, απλώς αφεθήκαμε να διαφθαρούμε και να αποχαυνωθούμε και τώρα φωνάζουμε πως δεν μπορούμε να ζήσουμε φτωχικά.
Θα μάθουμε όμως. Ή καλύτερα, θα θυμηθούμε πώς είναι ζει κανείς φτωχικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου