Tου Παντελη Μπουκαλα
Φωνή λαού, βουλή Θεού, θα ’λεγε κανείς, ιδιαίτερα αν πιστεύει πως οι θρησκευτικοί ηγέτες εκπροσωπούν αυθεντικά και κατ’ αποκλειστικότητα τον Θεό (τον Θεό του ο καθένας) επί γης, άρα μπορούν ασφαλώς να υποθέτουν τη θεϊκή σκέψη και να την προκαταβάλλουν, δεδομένου ότι η Εσχάτη Κρίση φαίνεται να αργεί. «Santo subito!» φώναζαν λοιπόν τα πλήθη το 2005 στη Ρώμη, όπου είχαν συρρεύσει για να αποχαιρετίσουν τον θανόντα Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄. «Γρήγορα άγιος» δηλαδή. Και ιδού, έπειτα από μόλις έξι χρόνια τα πλήθη συνέρρευσαν ξανά στη Ρώμη για να παρακολουθήσουν την τελετή «μακαριοποίησης» του ποντίφικα - άλλοι από πίστη, άλλοι μετέχοντας στο τεράστιο «κίνημα» του θρησκευτικού τουρισμού, κι άλλοι για να φτιάξουν αναμνήσεις και να λένε κάποτε «ήμουν κι εγώ εκεί». Στο περιθώριο των εκδηλώσεων εξαρθρώθηκε σπείρα που είχε εισαγάγει στην αγορά λατρευτικά και παραλατρευτικά κατασκευάσματα, χωρίς άδεια. Συνεχίζεται πάντως ο λογιστικός έλεγχος για να κριθεί ποιο συμβάν των τελευταίων ημερών υπήρξε τουριστικά αποδοτικότερο: ο βρετανικός πριγκιπικός γάμος ή η ρωμαϊκή οσιοποίηση.....
Το γεγονός ότι η οσιοποίηση του Πάπα, επικοινωνιακού μαέστρου και ηγέτη κατεξοχήν πολιτικού παρά θρησκευτικού, έγινε την Κυριακή που τιμούσαμε τη μνήμη του άπιστου ή δύσπιστου Θωμά, ήρθε να ενισχύσει τη δυσπιστία με την οποία οφείλουμε, κατά τη γνώμη μου, να αντιμετωπίζουμε θρησκευτικά ή παραθρησκευτικά (και σίγουρα επικοινωνιακά) επεισόδια σαν αυτό της Ρώμης. Φυσικά και δικαιούται ο καθείς να πιστεύει οτιδήποτε και οποιονδήποτε, όπως δικαιούνται και οι υπόλοιποι να κρίνουν, να ελέγχουν, να ενίστανται, χωρίς να χλευάζουν και να νιώθουν αναιτίως ανώτεροι αλλά και χωρίς να κινδυνεύουν να δεχτούν λίθους αναθέματος. Στην περιπέτεια του ανθρώπινου πνεύματος και ψυχισμού χωρούν, στη διαρκή σύγκρουσή τους, η πίστη, η απιστία αλλά και η αδιαφορία. Κι όσο διαπιστώνεται ότι ο φονταμενταλισμός δεν είναι «προνόμιο» καμίας θρησκείας, τόσο δικαιώνεται ο «ασεβής» Πρωταγόρας που μας κληροδότησε τον κριτικό ορθολογισμό του συνοψισμένο ως εξής: «Περί μεν θεών ουκ έχω ειδέναι ούθ’ ως εισίν ούθ’ ως ουκ εισίν ούθ’ οποίοί τινες ιδέαν· πολλά γαρ τα κωλύοντα ειδέναι ή τ’ αδηλότης και βραχύς ων ο βίος του ανθρώπου». Για τους θεούς, δηλαδή, δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα, ούτε ότι υπάρχουν ούτε ότι δεν υπάρχουν ούτε ποια η μορφή τους· πολλά εμποδίζουν τη γνώση, η αδηλότητα του ζητήματος αφενός, η βραχύτητα του ανθρώπινου βίου αφετέρου.
Η βραχύτητα ωστόσο του ανθρώπινου βίου και τα βάσανά του είναι πολύ συχνά και ο κύριος λόγος που ευνοεί την πίστη, την προσήλωση σε κάποιο δόγμα, με την ελπίδα της συνδρομής που θα λάβει ο πιστός εν ζωή, για να αντέξει όσα τον ταλανίζουν, ή με την προσδοκία της μεταθανάτιας ανταμοιβής. Τα βάσανα από τη μια, οι ελπίδες από την άλλη είναι πρώτης τάξεως ύλη για να δουλέψουν και, υποσχόμενα παραδείσους, να οικοδομήσουν την εξουσία τους κόμματα αφενός, στον κοσμικό βίο, και δόγματα αφετέρου, στον μεταφυσικό. Ο Ιωάννης Παύλος Β΄ πάντως, επί των ημερών του οποίου η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επλήγη από το σκάνδαλο της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων από ιερωμένους, υπήρξε κοσμικότατος και πολιτικότατος. Η θεολογική αναζήτηση μπορεί να μην του χρωστάει πολλά, οι παρεμβάσεις του ωστόσο στο πολιτικό πεδίο συγκαθόρισαν την αναδιαμόρφωση του χάρτη της Ευρώπης. Και μπορεί οι Εβραίοι να περίμεναν μάταια μια σαφή καταδίκη από την πλευρά του της «τελικής λύσης» του Χίτλερ, μπορεί να μην αποφάσισε ποτέ ότι η αντισύλληψη δεν είναι αμαρτία, αφήνοντας έτσι την Αφρική στο έλεος του έιτζ, ο μέγας εχθρός πάντως, ο κομμουνισμός, στην τυραννική «υπαρκτή» του εκδοχή, κατέρρευσε και χάρη στις παπικές «προσευχές». Σαν έναν «τιτάνα που επιτάχυνε την κατάρρευση του σιδηρού παραπετάσματος» τον ύμνησε άλλωστε ο διάδοχός του Βενέδικτος.
Οτι υπήρξε λοιπόν σπουδαία προσωπικότητα δεν αμφισβητείται. Αν δικαιούται, και τόσο γρήγορα, τον τίτλο του οσίου, είναι ένα ερώτημα που οι Θωμάδες δεν μπορούν παρά να το προσεγγίσουν φέρνοντας στη μνήμη τους πόσοι αγιοποιήθηκαν ενώ δεν συγκέντρωναν καν τα προσόντα για να χαρακτηριστούν ενάρετοι άνθρωποι (πόσα φονικά μέτρησε άραγε ο Μέγας Κωνσταντίνος;), ή πόσες άλλες απόπειρες οσιοποίησης έμειναν στη μέση (όπως προ ετών εδώ, με τον μοναχό Βησσαρίωνα), όταν τα πράγματα δεν διευκόλυναν τους αγιοποιούς. Ο Ιωάννης Παύλος ανακηρύχτηκε όσιος επειδή του αποδόθηκε ένα θαύμα: θεράπευσε τη Γαλλίδα μοναχή Μαρί Σιμόν Πιέρ που έπασχε από Πάρκινσον. Για να αναβαθμιστεί σε άγιο πρέπει να πιστοποιηθεί άλλο ένα θαύμα και ήδη η προσφορά «θεραπευθέντων» υπερβαίνει τη ζήτηση. Θαυματουργική ήταν πάντως, με άλλους όρους, η απόφασή του το 1998 να αγιοποιήσει τον Κροάτη καρδινάλιο Αλοΐσιο Στέπινατς, συνεργάτη των ναζιστών.
Δεν ξέρω πώς πιστοποιεί τα θαύματα το Βατικανό. Η Παναγία της Λούρδης πάντως (που τον τελευταίο ενάμιση αιώνα την επισκέφθηκαν διακόσια εκατομμύρια άνθρωποι από όλο τον κόσμο, γεγονός που της δίνει τα πρωτεία ακόμα και σε σχέση με την επίσης πολυσύχναστη Φατιμά της Πορτογαλίας), διαθέτει αυστηρό πρωτόκολλο και συγκεκριμένα μέτρα και σταθμά βάσει των οποίων ζυγίζεται αν σημειώθηκε θαύμα ή όχι. Οι όροι για να τεθεί η σφραγίδα «θαύμα» είναι εφτά, ίσως επειδή ο αριθμός αυτός τυγχάνει ανέκαθεν μαγικοϊερός: να είναι η νόσος γνωστή και καταγεγραμμένη, να είναι σοβαρή, να υπάρχουν διαπιστωμένες οργανικές βλάβες, να μην έχει εμπλακεί η ιατρική, πέμπτον, η ίαση να είναι αιφνίδια, έκτον να είναι πλήρης και έβδομον μόνιμη. Με αυτούς τους όρους η τελευταία αναγνώριση θαύματος της Παναγίας της Λούρδης ανακοινώθηκε μόλις προ μηνός και αφορούσε έναν εξηντατετράχρονο εργατοτεχνίτη που θεραπεύτηκε από τη δισκοπάθειά του και απέφυγε τις σπονδυλοδεσίες και τα βάσανα που τις συνοδεύουν. Πόσες από τις εφτά προϋποθέσεις της Λούρδης ικανοποιήθηκαν στην περίπτωση της ιαθείσης μοναχής δεν ξέρω, πάντως η πίστη μετακινεί και βουνά, έστω κι αν ενίοτε προσαρμόζεται στους καιρούς, με αποτέλεσμα η προσευχή να μην απευθύνεται στον Θεό ή την Παναγία, ούτε καν σε κάποιον αναγνωρισμένο άγιο, αλλά σε έναν διάσημο εκκλησιαστικό ταγό. Κι αν αυτό φέρνει προς την προσωπολατρία, πιστοί, δύσπιστοι, κακόπιστοι και άπιστοι μάλλον θα συμφωνούσαν, αν έβρισκαν τον τρόπο να συνομιλήσουν ελεύθερα και λογικά, ότι το να εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα ένα φιαλίδιο με αίμα του Ποντίφικα έχει σαφή γνωρίσματα ψυχοπνευματικής σιμωνίας και ειδωλολατρίας, αν συνυπολογιστεί ότι άλλου το αίμα τιμούν οι χριστιανοί: του Χριστού. Τέσσερα φιαλίδια αίμα πήραν από τον Πάπα τις τελευταίες μέρες της ζωής του, εν γνώσει του ή όχι δεν ξέρω. Και επειδή ο Μεσαίωνας είναι πάντοτε μπροστά μας, ίσως στο μέλλον αυξηθούν σε δεκατέσσερα ή εκατό, όπως γινόταν παλιά με τα δαχτυλάκια αγίων που αποδεικνύονταν εκατόγχειρες ή με το «τίμιο ξύλο» που κάλυπτε δάση ολόκληρα. kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου