Tου Παντελη Μπουκαλα
Φθηνή ζωή η ζωή του μετανάστη, σε όποια εποχή κι αν μίσεψε, ατομικά ή μαζικά, όποιος κι αν ήταν ο τόπος που άφησε πίσω του, όποια ανάγκη κι αν τον ξενίτεψε. Τώρα, κι όσο ζυγίζουμε, με θεϊκή ψυχρότητα στα όρια της αδιαφορίας, τις πιθανότητες του θανάτου από πείνα και δίψα, στην Υπατία και στη Θεσσαλονίκη, κι όσο οι υπουργοί εξαπολύουν τα αυστηρά τους λόγια και πέφτουν σε σύγχυση για το ποιον ρόλο θα πρωτοδιαλέξουν, του Πιλάτου, του Αννα ή του Καϊάφα, ο θάνατος, με τη δεινή μορφή της θάλασσας ή της πυρκαγιάς, βρίσκει τον τρόπο να μετριάσει κάπως το μεταναστευτικό μας πρόβλημα, πνίγοντας και καίγοντας ανθρώπους που, έτσι κι αλλιώς δίχως χαρτιά όπως ήταν, δεν θα πιάσουν χώρο στα κατάστιχα των τελευτησάντων.
Οι Μπανγκλαντεσιανοί, φυγάδες από μια Λιβύη που ο ηγεμόνας της προτιμά να τη συμπαρασύρει στην καταστροφή, επέλεξαν (αν στέκει ένα τέτοιο ρήμα μέσα στα δεσμά της ανάγκης) να πέσουν στα νερά της Κρήτης για να μην επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Είδαν τους ένστολους στο λιμάνι, φοβήθηκαν κι έπαιξαν τη ζωή τους κορόνα γράμματα, αλλά με νόμισμα σημαδεμένο. Γιατί αν δεν ξέρεις να κολυμπάς, αν έχεις δει τη θάλασσα μόνο μέσα από τα καραβοκάτεργα που σε μεταφέρουν αλαλιασμένο από τη μια χώρα στην άλλη, το νόμισμα έχει μία μόνο όψη: μαύρη. Τρεις πνίγηκαν, ένδεκα αγνοούνται....
Αλλοι έξι, Κινέζοι αυτοί, αν έχει σημασία η εθνικότητα, βρέθηκαν απανθρακωμένοι από την πυρκαγιά που ξέσπασε σε κατάστημα με κινέζικα προϊόντα στο Αιγάλεω. Κάποιος θεός, θα πουν, είχε γράψει να σωθεί εδώ το λαδάκι τους. «Νόμιμοι» ήταν; «Παράνομοι; Θα το βρουν οι υπηρεσίες. Αλλά κι αυτές δεν θα μπορέσουν να απαντήσουν στο ερώτημα να υπάρχει θάνατος νόμιμος και θάνατος παράνομος.
Σκέφτομαι, πάλι, το δημοτικό μας τραγούδι, πολύπειρο, μετρημένο μες στην τόση σοφία του, δίκαιο. «Μα είδαν τα ματάκια μου τους ξένους πώς τους θάφτουν, / δίχως θυμίαμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη, / δίχως μανούλας κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια, / δίχως γυναίκα στο πλευρό και αδερφή στο πλάι», μάς λέει το ηπειρώτικο, ιστορώντας έναν κόσμο γυμνό, σκληρότατο, που ούτε καν στο τελετουργικό του θανάτου και στο ξόδι δεν συγκρατεί ανθρώπινα στοιχεία. Δεν ξέρω πώς κηδεύονται Μπανγκλαντεσιανοί και Κινέζοι, αν τους προπέμπουν με κεριά και θυμιάματα. Μα κάποια μάνα θα ’χαν κι αυτοί, δεν μπορεί, κάποια αγαπημένη. Οπως θα ’χουν κι όσοι συνεχίζουν να απεργούν, παίζοντας επίσης κορόνα - γράμματα τη ζωή τους, σε μια Ελλάδα που, μπορεί και από τύψεις, εξακολουθεί να δίνει πρώτη είδηση τον «αποκλεισμό στη Μαλακάσα», ακόμα κι όταν έχει τελειώσει: στο χθεσινό μεσημεριανό δελτίο του, το μεγάλο κανάλι αφιέρωσε ένα ολόκληρο λεπτό στους έξι νεκρούς του Αιγάλεω, μισή ώρα μετά το ξεκίνημά του: 2.31 έως 2.32... Γιατί τα λόγια είναι ακριβά. Πιο ακριβά από τη ζωή. kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου