Του Γκασμεντ Καπλανι Διακόπτω για λίγο το οδοιπορικό μου στην Αμερική και επιστρέφω στην Ελλάδα. Εβδομάδες τώρα σιωπώ, παρόλο την παρότρυνση πολλών να τοποθετηθώ στο θέμα της απεργίας πείνας των 300 μεταναστών. Ίσως θα επανέλθω γρήγορα. Απλά, για όσους πέφτουν από τα σύννεφα πως φθάσαμε έως εδώ αναδημοσιεύω ένα παλιό μου άρθρο στα ΝΕΑ, τον Δεκέμβριο του 2008:
«ΤΕΤΑΡΤΗ πρωί στα Χανιά. Η μέρα της γενικής απεργίας. Η Πλατεία 1866 είναι γεμάτη νεαρούς, που στήνονται από το χάραμα στο πεζοδρόμιο και περιμένουν κάποιον εργοδότη να τους «προσφέρει» μία μέρα εργασίας. Άνθρωποι που ζουν μέρα παρά μέρα. Δεν ξέρουν τι σημαίνει ρεπό ούτε απεργία. Δεν ξέρουν καν τι θα τους ξημερώσει αύριο. Οι περισσότεροι έρχονται από το Ιράκ, το Μαρόκο, το Αφγανιστάν. Είναι το νέο κύμα προσφύγων, που άρχισε να έρχεται μαζικά στις αρχές του 2000. Κάποτε, στις αρχές του ΄90, στη θέση τους ήταν άλλοι μετανάστες: από την Αλβανία, τη Γεωργία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία. Τώρα οι «παλαιοί μετανάστες» εντάχθηκαν, κατά κάποιον τρόπο, στην παραγωγική διαδικασία. Οι Βούλγαροι και οι Ρουμάνοι είναι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παλεύουν βέβαια ακόμα με τα χαρτιά τους αλλά δεν είναι μετέωροι, όπως αυτοί οι «νέοι μετανάστες» που έχουν αφεθεί στο έλεος της μοίρας.....
ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ των «νέων μεταναστών» είναι τόσο διαφορετικές και τόσο όμοιες. Στη διαδρομή τους υπάρχει βία, σύνορα, χιόνι, δουλέμποροι, βάρκες, νύχτα, θάλασσα, ακτές. Μερικοί έχουν δει τον Χάρο με τα μάτια τους... Η διαδρομή τους σχεδόν ίδια: Τουρκία- Ελλάδα, με σκοπό να ταξιδέψουν πιο πέρα, στην Ευρώπη. Οι περισσότεροι καταλήγουν εδώ χωρίς χρήματα: τα έχουν αφήσει στους δουλεμπόρους. Δεν κάνουν καν αίτηση πολιτικού ασύλου. Δεν τους δίνεται καν η δυνατότητα όταν φθάνουν στην Ελλάδα, αν και σύμφωνα με τη Συνθήκη της Γενεύης πολλοί εμπίπτουν στο καθεστώς του πρόσφυγα. Η συνηθισμένη διαδικασία είναι η εξής: περνούν μερικές μέρες σε «κέντρα υποδοχής» σε κάποιο ελληνικό νησί, όπου τους δίνουν ένα χαρτί και τους «ενημερώνουν» να πάνε στην Αθήνα και μέσα σε έναν μήνα να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Έτσι, οι περισσότεροι καταλήγουν στην Αθήνα, στη «χώρα του πουθενά», ελπίζοντας ότι θα βρουν τα χρήματα για να πληρώσουν άλλους δουλεμπόρους, ώστε να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Μένουν σε ερειπωμένα διαμερίσματα που έχουν μετατραπεί σε αυτοσχέδια ξενοδοχεία, στην Πλατεία Βικτωρίας, στον Άγιο Παντελεήμονα, στην Ομόνοια, δέκα, δεκαπέντε άτομα μαζί. Ένας ολόκληρος κόσμος αφημένος στο έλεος της μοίρας, ενώ ολόκληρες περιοχές της Αθήνας μετατρέπονται καθημερινά σε «παράδεισο» των δουλεμπόρων, σωματεμπόρων και των εμπόρων ναρκωτικών. Άλλοι μετανάστες συνωστίζονται, σε ουρές χιλιομέτρων, στη Διεύθυνση Αλλοδαπών στην Πέτρου Ράλλη για να κάνουν αίτηση ασύλου, όπου ουκ ολίγες φορές αντιμετωπίζονται με κλομπς ή πεθαίνουν «μυστηριωδώς». Άλλοι, πάνε αλλού, όπου υπάρχουν άλλοι συγγενείς ή φίλοι. Και εκεί που πάνε, σιγά σιγά διαμορφώνουν κοινότητες, όπως συμβαίνει με τους μαγκρεμπίνους στα Χανιά. Μία από τις μεγαλύτερες κοινότητες πλέον στην πόλη, τα περισσότερα μέλη της οποίας όμως είναι χωρίς άδεια παραμονής. Άνθρωποι με σάρκα και οστά, που, νομικά, δεν υπάρχουν πουθενά.
ΣΤΟ ΣΤΕΚΙ Μεταναστών Χανίων συναντώ κάποιον από αυτούς, τον Σαΐντ. Είναι ένας από τους δεκαπέντε Μαροκινούς μετανάστες που έκαναν είκοσι πέντε μέρες απεργία πείνας διεκδικώντας μια προσωρινή άδεια παραμονής. Ο Σαΐντ, τριάντα δύο χρόνων, έχει σπουδάσει Φιλοσοφία στο Μαρόκο και προέρχεται από μεσοαστική οικογένεια από την πόλη Φεζ. Ευγενικός και εξαντλημένος από την απεργία μού αφηγείται τη ζωή του. Πως ονειρευόταν να γίνει ποδοσφαιριστής, μέχρι την ημέρα που ο πατέρας του σκοτώθηκε στο Μέτωπο Πολισάριο. «Ήμουν δεκαέξι χρόνων. Τότε τα πάντα άλλαξαν στη ζωή μου», λέει. «Απομακρύνθηκα από το ποδόσφαιρο, άρχισε να με ενδιαφέρει η πολιτική. Έγινα μαρξιστής», καταλήγει. Τότε μπήκε στο μάτι των μυστικών υπηρεσιών. Συνελήφθη και φυλακίστηκε. Για να μη συλληφθεί ξανά αποφάσισε να φύγει. Τελικός προορισμός του, το Βέλγιο. Πέρασε στην Τουρκία, μετά μπάρκαρε σε ένα φουσκωτό που χάθηκε τη νύχτα στα νερά του Αιγαίου και έπειτα από αρκετή περιπλάνηση έφθασε σε κάποιο ελληνικό νησί. Από εκεί σε «κέντρο υποδοχής», όπου του έδωσαν ένα χαρτί και τον ενημέρωσαν ότι πρέπει να εγκαταλείψει την Ελλάδα μέσα σε έναν μήνα. «Πήγα στην Αθήνα γιατί εκεί υπήρχε ένας συγγενής μου που με φιλοξένησε. Ήμουν παράνομος. Δεν έβγαινα σχεδόν από το σπίτι και ζούσα με χρήματα που μου έστελναν οι δικοί μου από το Μαρόκο», συνεχίζει. Κάποια στιγμή βρήκε κάποιους φίλους και ήρθε στα Χανιά. «Εδώ σχεδόν όλοι οι Μαροκινοί είναι παράνομοι. Μερικοί έχουν πληρώσει ένα σωρό χρήματα για να βγάλουν άδεια παραμονής αλλά δεν γίνεται τίποτα», λέει. «Κάθε τόσο μας συλλαμβάνει η Αστυνομία, μας κρατούν από τρεις μέρες έως τρεις μήνες στο κελί και μετά μας αφήνουν». «Γιατί δεν σας απελαύνουν;», τον ρωτώ. Σηκώνει τους ώμους. Υποθέτω ότι επειδή κοστίζει η απέλασή τους και γιατί χρειάζονται φθηνά χέρια εργασίας που να στήνονται κάθε πρωί στην «Πλατεία 1866». «Εάν δεν έχεις άδεια παραμονής, είσαι τίποτε! Εμείς είμαστε άνθρωποι, δεν είμαστε τίποτε. Με την απεργία διεκδικήσαμε το δικαίωμα για μια αξιοπρεπή ζωή», καταλήγει. Τώρα οι δεκαπέντε απεργοί πείνας ελπίζουν ότι θα τους δοθεί μια άδεια παραμονής. Χιλιάδες άλλοι όμως θα συνεχίσουν να είναι τίποτε...»
ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ των «νέων μεταναστών» είναι τόσο διαφορετικές και τόσο όμοιες. Στη διαδρομή τους υπάρχει βία, σύνορα, χιόνι, δουλέμποροι, βάρκες, νύχτα, θάλασσα, ακτές. Μερικοί έχουν δει τον Χάρο με τα μάτια τους... Η διαδρομή τους σχεδόν ίδια: Τουρκία- Ελλάδα, με σκοπό να ταξιδέψουν πιο πέρα, στην Ευρώπη. Οι περισσότεροι καταλήγουν εδώ χωρίς χρήματα: τα έχουν αφήσει στους δουλεμπόρους. Δεν κάνουν καν αίτηση πολιτικού ασύλου. Δεν τους δίνεται καν η δυνατότητα όταν φθάνουν στην Ελλάδα, αν και σύμφωνα με τη Συνθήκη της Γενεύης πολλοί εμπίπτουν στο καθεστώς του πρόσφυγα. Η συνηθισμένη διαδικασία είναι η εξής: περνούν μερικές μέρες σε «κέντρα υποδοχής» σε κάποιο ελληνικό νησί, όπου τους δίνουν ένα χαρτί και τους «ενημερώνουν» να πάνε στην Αθήνα και μέσα σε έναν μήνα να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Έτσι, οι περισσότεροι καταλήγουν στην Αθήνα, στη «χώρα του πουθενά», ελπίζοντας ότι θα βρουν τα χρήματα για να πληρώσουν άλλους δουλεμπόρους, ώστε να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Μένουν σε ερειπωμένα διαμερίσματα που έχουν μετατραπεί σε αυτοσχέδια ξενοδοχεία, στην Πλατεία Βικτωρίας, στον Άγιο Παντελεήμονα, στην Ομόνοια, δέκα, δεκαπέντε άτομα μαζί. Ένας ολόκληρος κόσμος αφημένος στο έλεος της μοίρας, ενώ ολόκληρες περιοχές της Αθήνας μετατρέπονται καθημερινά σε «παράδεισο» των δουλεμπόρων, σωματεμπόρων και των εμπόρων ναρκωτικών. Άλλοι μετανάστες συνωστίζονται, σε ουρές χιλιομέτρων, στη Διεύθυνση Αλλοδαπών στην Πέτρου Ράλλη για να κάνουν αίτηση ασύλου, όπου ουκ ολίγες φορές αντιμετωπίζονται με κλομπς ή πεθαίνουν «μυστηριωδώς». Άλλοι, πάνε αλλού, όπου υπάρχουν άλλοι συγγενείς ή φίλοι. Και εκεί που πάνε, σιγά σιγά διαμορφώνουν κοινότητες, όπως συμβαίνει με τους μαγκρεμπίνους στα Χανιά. Μία από τις μεγαλύτερες κοινότητες πλέον στην πόλη, τα περισσότερα μέλη της οποίας όμως είναι χωρίς άδεια παραμονής. Άνθρωποι με σάρκα και οστά, που, νομικά, δεν υπάρχουν πουθενά.
ΣΤΟ ΣΤΕΚΙ Μεταναστών Χανίων συναντώ κάποιον από αυτούς, τον Σαΐντ. Είναι ένας από τους δεκαπέντε Μαροκινούς μετανάστες που έκαναν είκοσι πέντε μέρες απεργία πείνας διεκδικώντας μια προσωρινή άδεια παραμονής. Ο Σαΐντ, τριάντα δύο χρόνων, έχει σπουδάσει Φιλοσοφία στο Μαρόκο και προέρχεται από μεσοαστική οικογένεια από την πόλη Φεζ. Ευγενικός και εξαντλημένος από την απεργία μού αφηγείται τη ζωή του. Πως ονειρευόταν να γίνει ποδοσφαιριστής, μέχρι την ημέρα που ο πατέρας του σκοτώθηκε στο Μέτωπο Πολισάριο. «Ήμουν δεκαέξι χρόνων. Τότε τα πάντα άλλαξαν στη ζωή μου», λέει. «Απομακρύνθηκα από το ποδόσφαιρο, άρχισε να με ενδιαφέρει η πολιτική. Έγινα μαρξιστής», καταλήγει. Τότε μπήκε στο μάτι των μυστικών υπηρεσιών. Συνελήφθη και φυλακίστηκε. Για να μη συλληφθεί ξανά αποφάσισε να φύγει. Τελικός προορισμός του, το Βέλγιο. Πέρασε στην Τουρκία, μετά μπάρκαρε σε ένα φουσκωτό που χάθηκε τη νύχτα στα νερά του Αιγαίου και έπειτα από αρκετή περιπλάνηση έφθασε σε κάποιο ελληνικό νησί. Από εκεί σε «κέντρο υποδοχής», όπου του έδωσαν ένα χαρτί και τον ενημέρωσαν ότι πρέπει να εγκαταλείψει την Ελλάδα μέσα σε έναν μήνα. «Πήγα στην Αθήνα γιατί εκεί υπήρχε ένας συγγενής μου που με φιλοξένησε. Ήμουν παράνομος. Δεν έβγαινα σχεδόν από το σπίτι και ζούσα με χρήματα που μου έστελναν οι δικοί μου από το Μαρόκο», συνεχίζει. Κάποια στιγμή βρήκε κάποιους φίλους και ήρθε στα Χανιά. «Εδώ σχεδόν όλοι οι Μαροκινοί είναι παράνομοι. Μερικοί έχουν πληρώσει ένα σωρό χρήματα για να βγάλουν άδεια παραμονής αλλά δεν γίνεται τίποτα», λέει. «Κάθε τόσο μας συλλαμβάνει η Αστυνομία, μας κρατούν από τρεις μέρες έως τρεις μήνες στο κελί και μετά μας αφήνουν». «Γιατί δεν σας απελαύνουν;», τον ρωτώ. Σηκώνει τους ώμους. Υποθέτω ότι επειδή κοστίζει η απέλασή τους και γιατί χρειάζονται φθηνά χέρια εργασίας που να στήνονται κάθε πρωί στην «Πλατεία 1866». «Εάν δεν έχεις άδεια παραμονής, είσαι τίποτε! Εμείς είμαστε άνθρωποι, δεν είμαστε τίποτε. Με την απεργία διεκδικήσαμε το δικαίωμα για μια αξιοπρεπή ζωή», καταλήγει. Τώρα οι δεκαπέντε απεργοί πείνας ελπίζουν ότι θα τους δοθεί μια άδεια παραμονής. Χιλιάδες άλλοι όμως θα συνεχίσουν να είναι τίποτε...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου