Το πρώτο βιβλίο, το Μαραμπού, του 23ετούς ναύτη Νίκου Καββαδία, που βγήκε σε 245 αντίτυπα το 1933, ιδίοις αναλώμασιν, εξαντλήθηκε πολύ γρήγορα και άρχισε να κυκλοφορεί σε δακτυλογραφημένα αντίτυπα, ώστε να καλυφθεί η αυξανόμενη ζήτηση.
Αυτό σημαίνει πως οι στίχοι του διαδίδονταν από στόμα σε στόμα και μοιράζονταν -γραμμένοι στο χαρτί- σε φίλους της ποίησής του, δημιουργώντας έναν μύθο. Οταν εκδόθηκε, έπεσε σαν πέτρα στα τελματωμένα νερά της ελληνικής ποίησης, τη γεμάτη απαισιοδοξία και σκεπτικισμό. Οι καινούριες λέξεις του -λέξεις από τη ναυτική αργκό-, οι περιπέτειες που αφηγείται -κάθε ποίημα και μια ιστορία-, ο εξωτισμός, η άγρια ομορφιά των ταξιδιών του, γοήτευσαν αναγνώστες και κριτικούς. Σύντομα, ο Καββαδίας ξεπέρασε σε δημοτικότητα τους συγκαιρινούς του ποιητές. Το όνομά του έγινε πασίγνωστο στους κύκλους των διανοουμένων, οι οποίοι εγκλωβισμένοι στη στεριά ήταν ανίκανοι να δουν και να βιώσουν όσα είδε και βίωσε εκείνος ο άγνωστος νεαρός.
Κι όμως, δέκα χρόνια μετά, στο περιοδικό Ορίζοντες, αρ. 9-10 του 1944, ο Γιώργος Θεοτοκάς δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Οι ποιητές της θάλασσας», όπου σημείωνε πως από την εντατική ναυτική ζωή της σύγχρονης Ελλάδας «έλειψε ώς σήμερα η λογοτεχνική έκφραση, έλειψαν τα δυνατά και πλατιά έργα που θα μπορούσαν ν' αποδώσουν συνθετικά τα πάθη της και τα μεγαλεία της».....πρΔεν έχουμε, έγραφε, έναν επικό συγγραφέα των ναυτικών περιπετειών, «σαν τον Κόνραντ, λόγου χάριν». Στη συνέχεια ανέφερε δύο ονόματα, τον Νίκο Καββαδία και τον Δημήτρη Αντωνίου, οι οποίοι ενώ ήταν «πολύ γνωστοί στους λογοτεχνικούς κύκλους, δεν είναι αρκετά στο πλατύτερο κοινό». Μιλώντας για το Μαραμπού, ο Θεοτοκάς υπογράμμισε πως το βιβλίο ήταν πολύ νεανικό και «από καλλιτεχνική άποψη ανώριμο», ωστόσο, πρόσθετε, αυτό το μικρό έργο θα το μνημονεύουν οι αυριανές γραμματολογίες «ως την πρώτη χρονολογικά λογοτεχνική εκδήλωση του σύγχρονου ναυτικού μας κόσμου». Μετά τον Καββαδία, σχολίασε το έργο του καπετάνιου-ποιητή Αντωνίου, ο οποίος παρουσιάστηκε δίπλα στον Σεφέρη και τον Ελύτη, ως συνοδοιπόρος τους στη μοντέρνα ποίηση, και έκλεισε το άρθρο του λέγοντας πως τα ποιήματά τους «είναι ίσως τα χελιδόνια που προαναγγέλλουν μια άνθηση στον τόπο μας της λογοτεχνίας των μεγάλων θαλασσών».
Από εκείνο το δημοσίευμα έχουν περάσει πολλά χρόνια και ελάχιστοι το θυμούνται. Στο μεταξύ, μετά τη μεταθανάτια ποιητική συλλογή Τραβέρσο που ακολούθησε το πεζογράφημα Βάρδια, έχουν εκδοθεί τα άπαντα του Καββαδία -κυκλοφορούν από την Αγρα-, ώστε να έχουμε σήμερα μια πλήρη και σαφή εικόνα της δουλειάς του. Τα ποιήματα και τα πεζά του επανεκδίδονται συνεχώς, ενώ κυκλοφορούν και αρκετές μελέτες για τη ζωή και το έργο του. Από την άλλη μεριά, παρά την εκπεφρασμένη ελπίδα -ίσως και σιγουριά-, του Θεοτοκά για την άνθηση της ελληνικής ναυτικής λογοτεχνίας, ελάχιστοι ναυτικοί τόλμησαν να ασχοληθούν με την ποίηση και την πεζογραφία ακολουθώντας τα βήματα του Καββαδία και του Αντωνίου. Τα λιγοστά δείγματα από τις λογοτεχνικές προσπάθειες ορισμένων μαρτυρούν την έλλειψη ανανέωσης, μα και συνέχειας. Ο ναύτης-πεζογράφος Βασίλης Λούλης έγραψε μερικά καλά αφηγήματα, μα δεν δημιούργησε αίσθηση. Ο καπετάνιος-ποιητής Αλέξανδρος Μοντεσάντος, που πέθανε σε ίδρυμα, δεν έβγαλε βιβλίο όσο ζούσε. Οι πρώην ναυτικοί Αγις Φωτεινός, Πάνος Ξένος, Φάνης Φαντέμης, Τάσος Μαρκόπουλος, Κώστας Δουράλας-Ασίνιος, Γ. Καραμαλάκης, Ηλίας Σιαμέλας, Μιχάλης Καρακατσάνης, Γιώργος Κακουλίδης, Βασίλης Ιωακείμ, Γιώργος Φερεντίνος, Τζώρτζης και Τηλέμαχος Μαράτος, Γεωργία Δαλιανά (ίσως η μοναδική ασυρματίστρια-ποιήτρια), Γιώργος Μανέτας, Αντώνης Σουρούνης, Μάκης Αποστολάτος, Σπύρος Καρυδάκης έγραψαν ποιήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα για καράβια και λιμάνια, μα σταμάτησαν ή στράφηκαν σε άλλα θέματα. Επομένως, έμεινε ο Καββαδίας ως ο μοναδικός διαχρονικός εκπρόσωπος της ελληνικής λογοτεχνικής ναυτοσύνης.
Τι ακριβώς όμως ήταν αυτό που έκανε τον Καββαδία να ξεχωρίσει και τον κατέστησε αγαπητό στο αναγνωστικό κοινό αλλά και λίαν ευπώλητο; Ο εξωτισμός των ποιημάτων του; Η μουσικότητά τους; Οι παράξενες άγνωστες λέξεις; Μήπως ήταν η έκδηλη ευαισθησία του και ο φανερός ουμανισμός του; Μπορούμε να ισχυριστούμε πως η σκληρή ζωή της θάλασσας, οι άσχημες συνθήκες και η καθημερινή μιζέρια την οποία μοιραζόταν με τους συντρόφους του στο καράβια, τον σημάδεψαν ανεξίτηλα. Αυτά έβγαζε, αυτά εξέφραζε. Η προδιάθεση συμπάθειας για τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, τον ώθησαν να μιλήσει για τους απόκληρους της γης και τα λόγια του κατάφεραν ν' αγγίξουν τους αναγνώστες.
Ωστόσο, κάποιοι κριτικοί (Αιμίλιος Χουρμούζιος) ή αριστεροί διανοούμενοι (Στέλιος Γεράνης) ή ακόμα και συνάδελφοί του (Βασίλης Λούλης) τον κατηγόρησαν για αδιαφορία απέναντι στα γεγονότα που κατά καιρούς συγκλόνιζαν την Ελλάδα και τον κόσμο. Του καταλόγισαν πως μοναδικός του στόχος ήταν ο εξωραϊσμός της ναυτικής ζωής, πως προσπάθησε να εντυπωσιάσει τους στεριανούς με φανταχτερές περιγραφές λιμανιών και τόπων, με τέρατα και σημεία, τη στιγμή που οι ναυτικοί αντιμετώπιζαν εν πλω μύρια όσα βάσανα και κακουχίες, κι ενώ οι Ελληνες αλληλοσφάζονταν ή ζούσαν στη μιζέρια.
Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Στο Μαραμπού δεν υπάρχουν πολιτικές νύξεις, ωστόσο, γίνεται αμέσως αντιληπτή η αλληλεγγύη του προς τους κολασμένους της θάλασσας (ναύτες, καπεταναίους, πιλότους), τους νέγρους, τους αλκοολικούς, τους ναρκομανείς, μα και τις πόρνες, τους απελπισμένους. Η συμπάθειά του για τους πάσχοντες είναι πιο εμφανής στη Βάρδια, ένα παράξενο και γοητευτικό αφήγημα, στο οποίο προσπαθεί να απομυθοποιήσει τη ναυτική ζωή. Εκεί κάθε ναυτικός μπορεί να βρει κομμάτια από τον εαυτό του, επειδή ο Καββαδίας μιλάει ακριβώς για τα βιώματά του.
Σήμερα, το ναυτικό επάγγελμα βρίσκεται σε παρακμή, πράγμα που σημαίνει πως λίγοι Ελληνες ενδιαφέρονται να σταδιοδρομήσουν στη θάλασσα. Τα πληρώματα των ελληνόκτητων πλοίων απαρτίζονται από αλλοδαπούς και μόνον ορισμένοι αξιωματικοί (πλοίαρχοι και μηχανικοί), απόφοιτοι κρατικών σχολών, συνεχίζουν να ταξιδεύουν. Νομίζω πως αν ζούσε ο Καββαδίας, μετά και την κατάργηση της ειδικότητας του ασυρματιστή στο Εμπορικό Ναυτικό, την οφειλόμενη στην πρόοδο της τεχνολογίας και τα δορυφορικά συστήματα, θα μαράζωνε από τη θλίψη. Δεν θα μπορούσε να βρει δουλειά και μη μπορώντας να διοριστεί στον ΟΤΕ και στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, όπως τόσοι συνάδελφοί του, θα ζούσε με το επίδομα ανεργίας, κουτσουρεμένο κι αυτό. Θα έπαιρνε βέβαια ποσοστά από τις πωλήσεις των βιβλίων του και των δίσκων με τα μελοποιημένα ποιήματά του. Το σίγουρο πάντως είναι πως θα είχε περισσότερους φίλους απ' όσους είχε τότε, κυρίως νέους, οι οποίοι δεν στρέφονται μεν προς το ναυτικό επάγγελμα -αξιοπρεπές και επικερδές, αλλά και τόσο δύσκολο-, μα μπορούν να ταξιδέψουν νοερά στα πέρατα της γης, διαβάζοντας τους στίχους του ή ακούγοντάς τους τραγουδισμένους.*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου