Είναι άνδρες, γυναίκες και παιδιά που χώνονται ανάμεσα στα αμάξια, χτυπούν με επιμονή τα τζάμια, φωνάζουν, μπλοκάρουν το δρόμο, άλλοτε κάνουν τους γελωτοποιούς, άλλοτε τους χαζούς, τα παιδιά σκαρφαλώνουν στα καπό των αυτοκινήτων και ανεμίζουν το εμπόρευμά τους. Προσπαθούν με κάθε τρόπο να τραβήξουν την προσοχή των εκνευρισμένων οδηγών.
Όλοι τους δείχνουν να έχουν μεγάλη άνεση, καθώς στριφογυρίζουν ανάμεσα στα καθηλωμένα αυτοκίνητα, και επίσης πολύ θράσος, έτσι όπως πιέζουν ασφυκτικά τους οδηγούς να αγοράσουν τα πραγματάκια που πουλούν. «Θα προσευχηθώ στον Αλλάχ να πάρεις λιβανέζα γυναίκα», λέει ένας μικροπωλητής σε κάποιον και είναι αυτό κατά τη γνώμη του πολύ ισχυρό επιχείρημα για να τον δελεάσει να αγοράσει ένα πακέτο χαρτομάντιλα..........
Οι κάτοικοι της Sana’a διαμαρτύρονται, λένε ότι αυτοί οι μικροπωλητές είναι αντιπαθητικοί και προκλητικοί. Για να τους ξεφορτωθούν, βρίσκουν διάφορα τεχνάσματα. «Δείχνω προς τον ουρανό», λέει ένας οδηγός, « και υπονοώ ότι για όλους έχει ο Αλλάχ. Αυτό συνήθως τους κάνει να φεύγουν». Ένας άλλος ακολουθεί μια πιο παθητική στρατηγική: «Κοιτάζω κάτω, πέρα, αλλού, αλλά δεν κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Αν έχεις οπτική επαφή μαζί τους, την πάτησες».
Οι μικροπωλητές των οδικών διασταυρώσεων αποτελούν συνεχή ενόχληση για τους οδηγούς που ωστόσο τους ξεχνούν, μόλις περάσουν τη διασταύρωση. Είναι όμως ένα μέρος από τη ζωή της πόλης.
Αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος.
Η άλλη όψη δεν είναι ενοχλητική, είναι θλιβερή.
Πρόκειται για τους Άθλιους του Ουγκώ μεταφυτευμένους σε άλλο χωροχρόνο, για νέους, γέρους, γυναίκες και παιδιά που ζουν μέσα σε σκληρή φτώχεια, έρημοι κι ελεεινοί, πληγιασμένοι, κουτσοί, παραμορφωμένοι από τη γέννησή τους. Οι γυναίκες κουκουλωμένες στις αμπάγιες τους κρατούν τα μωρά τους με το ένα χέρι και με το άλλο παίζουν με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις τα πακετάκια με τα χαρτομάντιλα.
Τα παιδιά φαίνονται να διασκεδάζουν, παίζουν με τα παιχνίδια που πουλούν, γελούν, κάνουν πειράγματα μεταξύ τους και με τους οδηγούς. Δείχνουν να είναι πολύ κεφάτα.
Δεν είναι όμως.
«Πρέπει να το κάνω αυτό», λέει ένας δωδεκάχρονος που τριγυρίζει στις διασταυρώσεις μαζί με τον αδελφό του δώδεκα ώρες την ημέρα.
«Έχω μεγάλη οικογένεια που πρέπει να φάει». Ένα άλλο παιδί λέει: «Πήγαινα σχολείο, αλλά τα χρήματα τέλειωσαν κι έπρεπε να δουλέψω, να στηρίξω την οικογένειά μου». Είναι μικροπωλητής εδώ και τέσσερα χρόνια και βγάζει 1,5 με 2,5 δολάρια την ημέρα. Ζήτησε να μείνει ανώνυμος, γιατί ντρέπεται και δεν θέλει να ξέρουν οι πρώην συμμαθητές του για ποιο λόγο σταμάτησε το σχολείο. Είπε ότι δεν ξέρει την ακριβή ηλικία του, πρέπει να είναι δεκατριών-δεκατεσσάρων χρονών. «Δεν ξέρω», λέει, «έχω χάσει το λογαριασμό».
Οι μικροπωλητές των διασταυρώσεων δουλεύουν όλη μέρα κάτω από τον καυτό ήλιο για πενταροδεκάρες. Το κέρδος τους κυμαίνεται από 1,5 ως 5 δολάρια την ημέρα. Οι κάτοικοι μιλούν για συμμορίες επαιτών και μικροπωλητών που δρουν μαζί, αλλά οι περισσότεροι μικροπωλητές λένε ότι δουλεύουν μόνοι ή με ένα-δυο μέλη της οικογένειάς τους.
Ένας ενήλικος πουλά cd με αραβικές επιτυχίες. Είναι πάρα πολύ αδύνατος, ακόμα και για τα στάνταρ των διασταυρώσεων. Αρνείται να δώσει το όνομά του και δεν γνωρίζει την ηλικία του. Ίσως είναι εικοσιενός-εικοσιδύο χρονών. Κάνει αυτή τη δουλειά εδώ και εφτά χρόνια. Έχει επανειλημμένα προσπαθήσει να βρει σταθερή δουλειά, αλλά απέτυχε. Βρίσκεται σε άθλια οικονομική κατάσταση. «Έχω γυναίκα και δυο παιδιά», λέει, «και αυτή είναι η μόνη δουλειά που μπορώ να κάνω για να βγάζω το ψωμί μου».
Ένας άλλος πωλητής cd, είκοσι τεσσάρων ετών, προσπάθησε κι αυτός να βρει σταθερή δουλειά αλλά απέτυχε. «Δεν υπάρχουν δουλειές. Αυτή είναι η μόνη που μπορούσα να έχω. Κουράστηκα να το κάνω αυτό κάθε μέρα μες τον ήλιο και οι οδηγοί είναι απότομοι και αγενείς».
Κι όμως.
Αυτοί οι αποδιωγμένοι της ζωής δεν παραιτούνται από τη ζωή. Έχουν την ακράδαντη πεποίθηση πως, αν δουλέψουν σκληρά, αυτοί ή τα παιδιά τους θα έχουν καλύτερο μέλλον. Ένα παιδί λέει: «Πρέπει να βγάλω χρήματα για την οικογένειά μου τώρα, αλλά σκέφτομαι το σχολείο κάθε μέρα. Με τη βοήθεια του Αλλάχ θα καταφέρω να πάω κάποια μέρα».
Μια γυναίκα είκοσι εννέα χρονών πουλά εφημερίδες εδώ κι εννιά χρόνια, από τότε που πέθανε ο άντρας της και την άφησε στο δρόμο με δυο παιδιά. Δεν ξέρει να κάνει καμιά δουλειά για να συντηρήσει τα παιδιά της κι έτσι τα έστειλε στο ορφανοτροφείο. Αρνείται όμως να το βάλει κάτω. Όταν τα καταφέρνει, τους πηγαίνει φαγητό στο ορφανοτροφείο. Έχει πρόβλημα στο ένα της πόδι και πηγαίνει κουτσαίνοντας από αμάξι σε αμάξι κρατώντας τις εφημερίδες με το ένα χέρι και με το άλλο χτυπώντας τα παράθυρα.
Παρά την άθλια ζωή τους οι μικροπωλητές πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να ήταν ακόμα χειρότερα τα πράγματα.
«Δόξα το Θεό που έχω αυτή τη δουλειά», λέει ένας. «Insh’ Allah, τα πράγματα θα καλυτερέψουν κάποια μέρα».
Insh’ Allah.
Η ελπίδα είναι αυτή που πεθαίνει τελευταία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου