Αν είναι στα τριάντα του ή στα σαράντα, δεν είναι εύκολο να το συμπεράνεις· και τρία χρόνια, αν είναι βαριά, μετρούν για δέκα, έτσι όπως σκάβουν τη μορφή. Αδυνατισμένος, βασανισμένο πρόσωπο, σκυμμένο βλέμμα. Στέκεται στην είσοδο του σταθμού του μετρό· πιο κάτω, στις αποβάθρες, δεν επιτρέπονται τέτοια πράγματα, το επιβεβλημένο λούστρο δεν τα συγχωρεί. Κρατάει μια πρόχειρη πινακιδούλα, ένα κομμάτι από χαρτόκουτο: «Είμαι άνεργος και άστεγος. Χρειάζομαι τη βοήθειά σας». Κεφαλαιογράμματη η έκκλησή του, μήπως και τυπωθεί βαθύτερα στο βλέμμα των βιαστικών περαστικών. Ενστικτώδης η σκέψη την πρώτη φορά που τον βλέπεις, αλλά και κάπως αυτοπροστατευτική είναι η αλήθεια: «Μπα, τίποτα κακό δεν του συνέβη. Απλώς επαιτεί, αν δεν είναι και τεμπέλης».
Από αμηχανία, καχυποψία ή και φόβο, τις συνηθίζουμε τέτοιες σκέψεις, που μοιάζουν αρκετά με ξόρκια, με αυτοπαραμυθητική επωδή. Αντίθετα, είναι πολύ δύσκολο να συνηθίσουμε εικόνες σαν αυτή που καθόλου δεν ταιριάζουν με το μοντέλο του επαίτη όπως το έχει σχηματίσει η άγευστη πραγματικότητας φαντασία μας. Πληθαίνουν όμως, όσο κι αν θέλουμε να παρηγοριόμαστε λέγοντας πως δεν έχουμε γίνει ακόμα Παρίσι, ούτε βέβαια λατινοαμερικανική ή αφρικανική πρωτεύουσα...
. Στο κέντρο των μεγαλουπόλεων και στις συνοικίες της περιφέρειας. Στο μετρό, στις καφετέριες και στις λαϊκές, κι όχι μονάχα έξω από τις εκκλησίες και τα νεκροταφεία όπως κάποτε, όπως μέχρι προχθές. Κι όσοι ζητούν βοήθεια, σιωπηρά συνήθως, μ’ ένα κομμάτι από χαρτόκουτο σαν επιτύμβια στήλη μιας ζωής που νύχτωσε άκαιρα, δεν ανήκουν στις ηλικιακές κατηγορίες ούτε στις κοινωνικές τάξεις ή τις φυλετικές ομάδες όπου βολικά τους κατατάσσαμε ώς τώρα. Δεν είναι αποκλειστικά γέροντες δίχως παιδιά ή, εξίσου πιθανό κι αυτό, δίχως παιδιά που να τους νοιάζονται, ούτε Τσιγγάνοι «που το συνηθίζουν» ή ξένοι που βρέθηκαν σε βαριά ανάγκη. Δεν έρχονται από τον μυθιστορηματικό κόσμο του Ανδρέα Καρκαβίτσα αλλά από την παραδιπλανή συνοικία ή και πολυκατοικία. Ηδη, όσοι ανασκαλεύουν στις γειτονιές τούς κάδους των απορριμμάτων, μήπως κι έχουν την τύχη να ανασύρουν κάτι που να μπορούν να το αξιοποιήσουν σε μια κοινωνία που ζωσμένη από την ανάγκη της αρχίζει να ξαναθυμάται την τέχνη της ανταλλακτικής οικονομίας, και περισσότεροι είναι και σαφώς χαμηλότερης ηλικίας και δεν φορούν κουρέλια.
Οι νεόπτωχοι δεν είναι αδιάφοροι αριθμοί σε στατιστικές ταξινομήσεις, δεν είναι καν οι συνήθεις κατατρεγμένοι. Και οι άστεγοι, που κι αυτοί πληθαίνουν, όσοι κοιμούνται στα κάπως απόμερα παγκάκια των συνοικιακών ή και των κεντρικών πλατειών αλλά κι εκείνοι που στήνουν με κουτιά και πεταμένα στρώματα και καρέκλες το φτωχικό τους κάτω από αερογέφυρες (σαν πυρήνες για φαβέλες στην καρδιά του δευτερόπρωτου κόσμου), έχουν οικείο πρόσωπο, αναγνωρίσιμο· κι ας προσπαθούν οι ίδιοι να το αποκρύψουν από αμηχανία ή και ντροπή, κι ας προσπαθούμε κι εμείς οι περαστικοί να μην το δούμε. Δεν πρόκειται λοιπόν για έναν κόσμο παράλληλο προς τον κεντρικό, τον κανονικό, αυτόν που βρίσκει τρόπους ν’ αντέχει και να τα βολεύει, και να καλοπερνάει ακόμα. Πρόκειται για έναν κόσμο, διευρυνόμενο μάλιστα, που διεμβολίζει τον επίσημο και καλοστεκούμενο και δεν του επιτρέπει να γυαλίζεται στη βιτρίνα του. Το 12,1% υπολογίζεται ότι θα φτάσει φέτος η ανεργία, η επίσημη και δηλωμένη, το 14,3% του χρόνου. Και δεν είναι αριθμοί. Συνήθεις άνθρωποι είναι.
Συνήθεις άνθρωποι είναι κι αυτοί που, στην αγωνία τους και στην ανάγκη τους, μπορεί να επιτρέψουν στον εαυτό τους να καταπιεί και το ολοφάνερο δόλωμα, και το χονδροειδέστερο ψέμα, αρκεί ν’ ακούγεται κάπως γλυκά. Διαβάζεις λοιπόν στην αγγελία της εφημερίδας, όπου αγχωμένος ψάχνεις κάτι που να μοιάζει με αποκούμπι, ότι σοβαρή εταιρεία δεσμεύεται πως θα σου προσφέρει σταθερή δουλειά και ζηλευτό εισόδημα. Ακόμα κι αν όλα αυτά σού φέρνουν αμέσως στο μυαλό τα γενναιόδωρα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων, από τα οποία έχεις πικρή πείρα πια, σηκώνεις το τηλέφωνο για λεπτομέρειες. Μια σίγουρη φωνή σού κλείνει ραντεβού, για περισσότερες εξηγήσεις και πιθανά συμβόλαια. Στο ραντεβού δεν είσαι μόνος. Αλλοι πενήντα βρέθηκαν στην ίδια ανάγκη: να πιστέψουν κάτι που κανονικά, σε άλλους καιρούς, θα το προσπερνούσαν χλευάζοντας. Ο «σουπερβάιζορ» κατεβάζει τον ουρανό με τ’ άστρα για να τον προσφέρει και στους πενήντα – ο παράδεισος δεν μπορεί να είναι για λίγους. Κάποιος ενοχλητικός ζητάει περισσότερες εξηγήσεις: «Και τι ακριβώς θα κάνουμε;». «Α, αυτό θα σας το πούμε μετά τα σεμινάρια που πρέπει να παρακολουθήσετε». «Και πώς θα τα κάνουμε αυτά τα σεμινάρια;». «Α, θα δώσετε εκατό ευρώ για εγγραφή και στο τέλος θα αναλάβετε τη δουλειά». «Τι δουλειά;». «Από το σπίτι σας, ήρεμα και χαλαρά. Θα βρίσκετε άλλους διανομείς και θα ’χετε μπόνους για κάθε κεφάλι και ποσοστά». «Και τι θα πουλάμε;». «Α, καλλυντικά, βιταμίνες, τέτοια». «Και πού θα τα βρούμε;». «Από μας. Θα αγοράσετε προϊόντα για χίλια ευρώ και θα τα πουλήσετε σε άλλους διανομείς που θα βρείτε ή σε πελάτες»...
Πυραμίδα. Σαν εκείνη που παίζαμε κάπως ανέμελοι στα φοιτητικά μας χρόνια ή, χειρότερα, σαν εκείνη που κλόνισε προ ετών την Αλβανία. Ε λοιπόν, παρά το προφανές του πράγματος, αρκετοί (η ανάγκη είπαμε) αποφασίζουν να ανέβουν την πυραμίδα αυτή και δίνουν τα εκατό ευρώ για να εγγραφούν στα σεμινάρια και να τους δοθεί το «χρυσό κλειδί της επιτυχίας». Κι όσοι δεν κόβονται αμέσως μετά (διότι τα πράγματα είναι αυστηρά, όλα κι όλα, τύφλα να ’χουν οι πανελλαδικές), βρίσκουν δανεικά κι αγύριστα και δίνουν και τα χίλια ευρώ για να προμηθευτούν τα προϊόντα. Και κλαίνε οι μεν «τυχεροί» τα εκατό ευρώ που χάνουν, οι δε άτυχοι τα χίλια εκατό, κλαίγοντας μαζί και τους αποκηρυγμένους πλέον φίλους τους που δεν μπόρεσαν να τους πείσουν να μπουν στην πυραμίδα, να πλουτίσουν κι αυτοί.
«Αφελείς άνθρωποι και ευκολόπιστοι, άρα μη προστατευτέοι και μη προστατεύσιμοι», αυτό θα πουν οι κυνικοί της «ελεύθερης αγοράς», της απελεύθερης λαμογιάς δηλαδή, καθώς και οι ράθυμοι της Πολιτείας, η οποία υποτίθεται ότι οφείλει να προστατεύει τους πολίτες και από την ευπιστία τους ακόμα, δηλαδή από όσους επιχειρούν να εκμεταλλευτούν μιαν ευπιστία που τη γεννάει και τη συντηρεί η ανάγκη. Μα πού να απευθυνθεί κανείς, να βρει τα τρίμματα του δίκιου του; Σε κάποιο από τα υπουργεία που ακόμα δεν έχουν μοιράσει τις αρμοδιότητές τους; Σε ινστιτούτα προστασίας του καταναλωτή, του καταναλωτή οργανωμένων ψευδαισθήσεων εν προκειμένω; Στον Συνήγορο του Πολίτη; Στο Ιντερνετ καταφεύγουν τελικά οι περισσότεροι, να πουν το πάθημά τους και να προειδοποιήσουν όσους θα τύχει να διαβάσουν την καταγγελία τους. Αλλά φαίνεται ότι αυτοί που «έβαλαν το Διαδίκτυο στη διακυβέρνηση» δεν παρασερφάρουν. Πώς να γνωρίζουν λοιπόν τι συμβαίνει στον κόσμο, τον κόσμο αυτόν που κυβερνούν από το ύψος της αυταρέσκειάς τους. kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου