Του Ramzy Baroud*
«Μεγάλωσα δίπλα στη θάλασσα της Γάζας. Στην παιδική μου ηλικία, δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς πως ένα τέτοιο γιγάντιο σώμα νερού, που υποσχόταν μιαν απεριόριστη ελευθερία, μπορούσε επίσης να οριοθετεί μια τόσο μικροσκοπική και στριμωγμένη έκταση γης – μιας γης που διαρκώς βρισκόταν υπό ομηρεία, παρ’ ότι διαρκώς αντιστεκόταν.
Από μικρή ηλικία, έκανα μαζί με την οικογένειά μου, το κοντινό ταξίδι από το προσφυγικό μας στρατόπεδο, προς την παραλία. Πηγαίναμε πάνω σ’ ένα καταρρακωμένο αμαξάκι, που το ‘σερνε κοπιαστικά ένας εξίσου εξασθενημένος γαϊδαράκος. Τη στιγμή που τα πόδια μας άγγιζαν τη ζεστή άμμο, άρχιζαν οι εκκωφαντικές τσιρίδες. Με τα μικρά μας ποδαράκια τρέχαμε γρηγορότερα από τους πρωταθλητές στους Ολυμπιακούς και για λίγες ώρες όλες οι έγνοιες μας έμπαιναν στην άκρη. Εδώ δε υπήρχε κατοχή, ούτε φυλακή, ούτε ήμασταν πρόσφυγες. Εδώ όλα μύριζαν και είχαν γεύση αλατιού και καρπουζιού. Η μητέρα μου καθόταν πάνω στη φθαρμένη κουβέρτα για να προσέχει να μην την παίρνει ο δυνατός αέρας. Γελούσε με τον πατέρα μας που φώναζε απεγνωσμένα προς τους γιους του, προσπαθώντας να τους πείσει να μην ανοίγονται στα βαθιά. Εγώ, βούταγα το κεφάλι μου κάτω απ’ το νερό, και αφουγκραζόμουν το επίμονο μουρμουρητό της θάλασσας. Μετά έβγαινα, έκανα πίσω και κοιτούσα τον ορίζοντα.
Όταν ήμουν πέντε ή έξι χρονών, πίστευα ότι ακριβώς πίσω από τον ορίζοντα ήταν η χώρα που λεγόταν Αυστραλία. Οι άνθρωποι εκεί ήταν ελεύθεροι να έρχονται και να φεύγουν όποτε ήθελαν.... Δεν υπήρχαν στρατιώτες, όπλα ή ελεύθεροι σκοπευτές. Οι Αυστραλοί – για κάποιο άγνωστο λόγο – μας συμπαθούσαν πάρα πολύ, και μια μέρα θα μας επισκέπτονταν. Όταν αποκάλυψα τις πεποιθήσεις μου στα αδέλφια μου, δεν πείστηκαν. Αλλά η φαντασία μου μεγάλωνε, όπως και ο κατάλογος όλων των άλλων χωρών που ήταν ακριβώς πίσω από τον ορίζοντα. Μια απ’ αυτές ήταν η Αμερική, όπου οι άνθρωποι μίλαγαν αστεία. Μια άλλη ήταν η Γαλλία, όπου οι άνθρωποι δεν έτρωγαν τίποτ’ άλλο, παρά μόνο τυρί.
Όργωνα την παραλία αναζητώντας «στοιχεία» για τον κόσμο που υπήρχε πίσω απ’ τον ορίζοντα. Έψαχνα για μπουκάλια με παράξενες γραμματοσειρές, κονσέρβες και βρώμικα πλαστικά που είχαν ξεβραστεί από μακρινά πλοία. Η χαρά μου μεγάλωνε όταν τα γράμματα ήταν στα αραβικά. Πάλευα να τα διαβάσω μόνος μου. Έμαθα τότε και για χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, η Αλγερία και το Μαρόκο. Οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί ήταν Άραβες σαν κι εμάς, μουσουλμάνοι που προσεύχονταν πέντε φορές τη μέρα. Έμενα άλαλος… Η θάλασσα ήταν προφανώς πιο μυστηριώδης απ’ όσο μπορούσα ποτέ να φανταστώ.
Πριν απ’ τον πρώτο Παλαιστινιακό ξεσηκωμό το 1987, η παραλία της Γάζας δεν είχε ακόμα κηρυχθεί απαγορευμένη και δεν είχε μετατραπεί σε κλειστή στρατιωτική ζώνη. Οι ψαράδες επιτρεπόταν ακόμα να ψαρεύουν, αν και μόνο μέσα σε λίγα ναυτικά μίλια. Μας επέτρεπαν να κολυμπάμε και να κάνουμε πικ-νικ αν και όχι μετά τις 6.οο το απόγευμα. Μετά, μια μέρα, ισραηλινά στρατιωτικά τζιπ κατέβηκαν με θόρυβο το δρόμο που χώριζε την παραλία από το προσφυγικό στρατόπεδο. Διέταξαν άμεση εκκένωση υπό την απειλή των όπλων. Οι γονείς μου έβαλαν τις φωνές πανικόβλητοι και μας ξαναμάζεψαν πίσω στο στρατόπεδο, με τα μπανιερά μας.
Σε έκτακτο δελτίο ειδήσεων στην ισραηλινή τηλεόραση είπαν ότι το ισραηλινό ναυτικό είχε αναχαιτίσει Παλαιστίνιους τρομοκράτες πάνω σε λαστιχένια πλοιάρια που προσπαθούσαν να περάσουν στο Ισραήλ. Όλοι σκοτώθηκαν ή συνελήφθησαν, εκτός από ένα πλοιάριο που μπορεί να κατευθύνεται στην ακτή της Γάζας. Η σύγχυση ήταν αποκαρδιωτική, ειδικά όταν είδα εικόνες από τους συλληφθέντες Παλαιστίνιους στην ισραηλινή τηλεόραση. Μετέφεραν τα νεκρά σώματα των Παλαιστινίων συντρόφων τους ενώ ήταν περικυκλωμένοι από πάνοπλους, νικηφόρους Ισραηλινούς κομάντος. Προσπάθησα να πείσω τον πατέρα μου να πάω και να περιμένω στην παραλία τους άλλους Παλαιστίνιους. Χαμογέλασε λυπημένα και δεν είπε τίποτα. Οι ειδήσεις αργότερα ανακοίνωσαν ότι το πλοιάριο ίσως είχε χαθεί στη θάλασσα, ή είχε βουλιάξει. Και πάλι, δεν έχασα τις ελπίδες μου. Ικέτευσα τη μητέρα μου να ετοιμάσει τη σπεσιαλιτέ της, τσάι με φασκόμηλο, και ν’ αφήσει έξω λίγο ψημένο ψωμί και τυρί. Περίμενα μέχρι το ξημέρωμα τους «τρομοκράτες» που είχαν χαθεί στη θάλασσα να φθάσουν στο προσφυγικό μας στρατόπεδο. Αν τα κατάφερναν, ήθελα να έχουν κάτι να φάνε. Αλλά δεν έφθασαν ποτέ.
Μετά απ’ αυτό το επεισόδιο, πλοία άρχισαν να φαίνονται στον ορίζοντα. Ανήκαν στο ισραηλινό ναυτικό. Η μάλλον κακότυχη θάλασσα της Γάζας ήταν τώρα πια επικίνδυνη και έκρυβε όλες τις πιθανότητες. Έτσι, οι εξορμήσεις μου στην παραλία αυξήθηκαν. Ακόμα κι όταν μεγάλωσα, ακόμα και κατά τη διάρκεια των απαγορεύσεων κυκλοφορίας από τον ισραηλινό στρατό, σκαρφάλωνα στη στέγη του σπιτιού μας και κοιτούσα τον ορίζοντα. Μερικά πλοία, κάπου, κάπως κατευθύνονταν προς τη Γάζα. Όσο πιο δύσκολη γινόταν η ζωή, τόσο η πίστη μου μεγάλωνε.
Σήμερα, που έχουν περάσει δεκαετίες, στέκομαι δίπλα σε κάποια ξένη θάλασσα, πολύ μακρυά απ’ το σπίτι μου, από τη Γάζα. Μου έχουν στερήσει το δικαίωμα να επισκεφθώ την Παλαιστίνη εδώ και χρόνια. Στέκομαι εδώ και σκέφτομαι όλους εκείνους πίσω στην πατρίδα, που περιμένουν τα καράβια να έρθουν. Αυτή τη φορά η πιθανότητα είναι πραγματική. Παρακολουθώ τις ειδήσεις, με τη σφιγμένη εγρήγορση ενός μεγάλου, αλλά και με το δέος που με διακατείχε όταν ήμουν έξι χρονών. Φαντάζομαι το Στόλο της Ελευθερίας, φορτωμένο με φαγητό, φάρμακα και παιχνίδια, ακριβώς πίσω από τον ορίζοντα, να κοντεύει να κάνει το όνειρό μου πραγματικότητα. Το όνειρο ότι όλες οι χώρες που τ’ αδέλφια μου πίστευαν ότι ήταν φανταστικές στην πραγματικότητα υπάρχουν, πήρε σάρκα και οστά με τα πέντε καράβια και τους 700 ειρηνικούς ακτιβιστές. Αντιπροσώπευσαν την ανθρωπιά, νοιάστηκαν για μας. Σκέφτηκα κάποια μικρά παιδιά να φτιάχνουν ένα γεύμα με ψητό ψωμί, κίτρινο τυρί και τσάι από φασκόμηλο και να περιμένουν τους σωτήρες τους.
Όταν στις ειδήσεις ανήγγειλαν ότι εκδηλώθηκε επίθεση στα καράβια πριν διασχίσουν τον ορίζοντα της Γάζας, σκοτώνοντας και πληγώνοντας πολλούς ακτιβιστές, το εξάχρονο παιδί μέσα μου έσπασε. Έκλαψα. Έχασα τη δύναμη να αρθρώσω λέξεις. Καμία πολιτική ανάλυση δεν ήταν αρκετή. Καμιά είδηση δεν μπορούσε να εξηγήσει στο εξάχρονο παιδί από τη Γάζα γιατί οι ήρωές του δολοφονήθηκαν και απήχθηκαν, μόνο και μόνο επειδή προσπάθησαν να γκρεμίσουν τα τείχη του ορίζοντα. Αλλά πέρα απ’ τον πόνο που τώρα είναι πολύ βαθύς, τις ζωές που τόσο άδικα αφαιρέθηκαν, τα δάκρυα που χύθηκαν σ’ όλο τον κόσμο για το Στόλο της Ελευθερίας, τώρα ξέρω ότι η φαντασία μου δεν ήταν ένα παιδικό όνειρο. Ότι υπάρχουν άνθρωποι από την Αυστραλία, τη Γαλλία, την Τουρκία, το Μαρόκο, την Αλγερία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και από πολλές άλλες χώρες, που έρχονταν σε μας με τα καράβια τους φορτωμένα δώρα απ’ αυτούς που για κάποιο λόγο, μας συμπαθούν πραγματικά. Ανυπομονώ να φθάσω στη Γάζα, πάνω σ’ ένα καράβι, για να μπορώ να πω στ’ αδέλφια μου «Σας το ‘λεγα».
http://counterpunch.org/baroud06082010.html
—
Ο Ramzy Baroud είναι συγγραφέας. Ενδεικτικά δυο βιβλία του: «My Father Was a Freedom Fighter: Gaza’s Untold Story» και «The Second Palestinian Intifada: A Chronicle of a People’s Struggle» Σύλλογος Ιντιφάντα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου