του ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΛΩΝΙΑΤΗ
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Αυγή, 13/06/2010
Είναι μόνο το ευρώ που φταίει για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας; Ο οικονομολόγος Κώστας Καλλωνιάτης απαντάει στο παραπάνω ερώτημα ασκώντας κριτική στις ευρωσκεπτικιστικές αναλύσεις και προτάσεις. Υποστηρίζει πως εκτός απο την είσοδο στο ευρώ και την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση το πρόβλημα της Ελλάδας έχει και τοπικά χαρακτηριστικά. Καταθέτει τέλος μία πρόταση εξόδου από την κρίση στα πλαίσια της Ευρωπαικής Ένωσης που στη βάση της έχει την πολιτική μετάλλαξη και την συνεργασία των λαών της ευρώπης. Τελευταία πληθαίνουν οι αναλύσεις αριστερών οικονομολόγων για το αδιέξοδο που υπάρχει στην αντιμετώπιση του ελληνικού δημοσίου χρέους με τα λαμβανόμενα από την κυβέρνηση και υπαγορευόμενα από ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ αυστηρά μέτρα λιτότητας.
Οι αναλύσεις αυτές είναι σωστές γιατί με μηδενικούς ή υποτονικούς ρυθμούς ανάπτυξης και αυξανόμενα επιτόκια διεθνώς την προσεχή 5ετία ή και 10ετία είναι μαθηματικά βέβαιο πως δεν μπορούν να δημιουργηθούν τα απαραίτητα πρωτογενή πλεονάσματα στην Ελλάδα ώστε να μειωθεί το δημόσιο χρέος και να ανακάμψει βιώσιμα η οικονομία.
Ακόμη και με την πιθανή αλλά αβέβαιη ανανέωση του δανεισμού της χώρας από τον ευρωμηχανισμό για το επόμενο 1-1,5 χρόνο ή την χρηματοδότηση από την ΕΚΤ των ελληνικών εκδόσεων ομολόγων, το μόνο που κερδίζεται είναι χρόνος. Τίποτα παραπάνω. Το παραδέχθηκε και η Μέρκελ παρότι αποφάσισε τη συμμετοχή της χώρας της στο πακέτο ‘διάσωσης’. Φυσικά ο χρόνος που κερδίζεται είναι για τις γαλλικές και γερμανικές κυρίως τράπεζες, όχι για την Ελλάδα για την οποία τα βάρη του χρέους θα έχουν αυξηθεί μερικές δεκάδες δις μετά από ένα χρόνο και θα συνεχίσουν να αυξάνονται τουλάχιστον ως το 2012.
Συνεπώς, έχουν δίκιο όσοι αναλυτές ξένοι και ντόπιοι επικαλούνται το αναπόφευκτο της αναδιαπραγμάτευσης του χρέους. Και δεν αναφερόμαστε σε μία απλή επιμήκυνση του χρόνου ωρίμανσης ή σε μία ευνοϊκότερη με όρους επιτοκίων εξυπηρέτηση του χρέους, αλλά σε μία σημαντική μερική (τουλάχιστον 50%) διαγραφή του ελληνικού χρέους για να καταστεί δυνατή η αποπληρωμή του υπόλοιπου χωρίς να γίνεται απαγορευτική η οικονομική ανάπτυξη. Το ζήτημα της παύσης πληρωμών είναι ένα όπλο η χρήση του οποίου θα εξαρτηθεί από την πορεία των σχετικών διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές μας.
Βεβαίως μία μερίδα αναλυτών....
θεωρεί δεδομένη την αρνητική στάση των ευρωπαίων πιστωτών μας επειδή σήμερα η ΕΕ – προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για την ελάφρυνση μέσω της ΕΚΤ των τραπεζών από τα ελληνικά τοξικά ομόλογα - έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο κάθε αναδιαπραγμάτευσης. Γι’ αυτό και θεωρούν ότι η Ελλάδα αναπόφευκτα θα πρέπει να προχωρήσει σε παύση πληρωμών, έξοδο από την Ευρωζώνη και μονομερή ακύρωση του χρέους (πιθανόν όλου) με απαραίτητη τη κρατικοποίηση των τραπεζών, την υποτίμηση της δραχμής, την επιβολή ελέγχων και περιορισμών στη κίνηση κεφαλαίων με στόχο την ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας και την εξαγωγική ανάπτυξη της χώρας.
Για να δικαιολογήσουν, μάλιστα, την αναγκαιότητα της εξόδου από την νομισματική ένωση χρεώνουν στο ευρώ και στην λειτουργία της Ευρωζώνης (την οποία θεωρούν επωφελή μόνο για τη Γερμανία) το γεγονός της απώλειας ανταγωνιστικότητας, της δημιουργίας εμπορικών και δημοσιονομικών ελλειμμάτων, και τελικά την ίδια την υπερχρέωση της Ελλάδας και άλλων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Ασφαλώς η έξοδος από το ευρώ, παρότι δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός γι’ αυτό και δεν πρόκειται να συμφωνήσουν όλες οι χώρες-μέλη για την δημιουργία του στο μέλλον, αποτελεί ένα σοβαρό ενδεχόμενο αν και εφόσον μεταλλαχθεί η Ευρωζώνη σε μία πιο σκληροπυρηνική δημοσιονομικά και νεοφιλελεύθερη ΟΝΕ. Όλα αλλάζουν και η επισφαλής και ανολοκλήρωτη Ευρωζώνη είναι η πρώτη που θα αλλάξει γιατί με τη σημερινή της προβληματική μορφή και λειτουργία δεν μπορεί να επιβιώσει. Όμως, θα μπορούσε εύλογα να υποθέσει κανείς ότι η αλλαγή θα είχε άλλο περιεχόμενο και κατεύθυνση (πολιτική ενοποίηση και ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, δημοσιονομική ολοκλήρωση με μεταβιβάσεις κεφαλαίων προς τις ασθενείς περιφερειακές οικονομίες, αναδιαπραγμάτευση χρεών κλπ). Το γνωστό ερώτημα ‘ποια Ευρώπη θέλουμε’ παραμένει περισσότερο από ποτέ επίκαιρο λόγω της γενικότερης αλλά και ειδικής ευρωπαϊκής κρίσης. Για ποιο λόγο να θεωρήσουμε εκ προοιμίου πως είναι αδύνατη η αναδιαπραγμάτευση και μερική ακύρωση του χρέους εντός της Ευρωζώνης ; Πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν αρκετές άλλες χώρες-μέλη με παρεμφερή δημοσιονομικά προβλήματα ;
Βεβαίως, μία ετυμηγορία του είδους «το ευρώ και η Ευρωζώνη ευθύνονται για το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και την ελληνική κρίση χρέους» ισοδυναμεί με ‘αυτόματη’ επιλογή εξόδου από την Ευρωζώνη. Πόσο έγκυρος, όμως, είναι αυτός ο ισχυρισμός ; Γνώμη μας είναι πως δεν ευσταθεί για τους εξής λόγους :
1. Η μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους έγινε πολύ πριν την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και συγκεκριμένα τη δεκαετία του ’80 (αύξηση 66 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ από 24% το 1980 σε 90% το 1990) και την πρώτη τριετία της δεκαετίας του ‘90 (όταν ο λόγος χρέους/ΑΕΠ εκτινάσσεται στο 112% το 1993 προσθέτοντας άλλες 22 ποσοστιαίες μονάδες). Επιπλέον, τη τελευταία δεκαετία (2000-2010) της μεγάλης πιστωτικής επέκτασης παγκοσμίως, η αύξηση των χρεών δεν αφορά τις χώρες της Ευρωζώνης αλλά όλες τις μεγάλες δυτικές οικονομίες. Μάλιστα, το ύψος και η αύξηση του συνολικού χρέους των εκτός ευρωζώνης οικονομιών είναι μεγαλύτερα αυτών των εντός ευρωζώνης όπως χαρακτηριστικά φαίνεται από τον σχετικό πίνακα της McKinsey (βλ Δ. Καζάκη «Μπορεί να επιβιώσει το ευρώ», Ποντίκι, 27-5-10) όπου χώρες όπως οι Βρετανία, ΗΠΑ, Ιαπωνία και Ελβετία έχουν μέσον όρο συνολικού χρέους που ξεπερνά το 350% του ΑΕΠ έναντι 300% περίπου των 4 μεγάλων χωρών της ευρωζώνης.
2. Μεταπολιτευτικά η ελληνική οικονομία υπέφερε μονίμως από δημόσια και εμπορικά ελλείμματα έχοντας συνεχείς μακροχρονίως απώλειες ανταγωνιστικότητας. Η πενταετία 1980-85 με τις δύο αποτυχημένες υποτιμήσεις και το «Τσοβόλα δώστα όλα» του 1989 υπήρξαν σταθμοί στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και τη κάμψη της ανταγωνιστικότητας. Ο λόγος εξαγωγών/εισαγωγών αγαθών της χώρας πέφτει από 49% το 1980 σε 42% το 1990 και σε 39% το 2000 για να καταλήξει σε 33% το 2009.
3. Αντίθετα, την περίοδο της νομισματικής κυρίως προσαρμογής ενόψει της ένταξης στο ευρώ, η Ελλάδα αρχίζει να μειώνει τα τεράστια δημόσια ελλείμματά της με τη σύνδεση της δραχμής στο ΕΝΣ (ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα), τη μείωση επιτοκίων και πληθωρισμού και τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων στον Προϋπολογισμό (1992-2002). Ακόμη και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών σαν ποσοστό του ΑΕΠ τη δεκαετία αυτή υποχωρεί κατά μέσον όρο στο μισό της προηγούμενης δεκαετίας του ’80. Από τη δεκαετία του ’90, μάλιστα, ως σήμερα η ελληνική οικονομία γίνεται συστηματικός αποδέκτης κοινοτικών πόρων οι οποίοι σύμφωνα με εκτιμήσεις της Κομισιόν συνέβαλαν κατά 0,5 έως 1 ποσοστιαία μονάδα στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας (δηλαδή κατά 1/3 περίπου). Σημαίνει αυτό ότι οι κοινοτικές επιδοτήσεις αξιοποιήθηκαν παραγωγικά για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας ; Ασφαλώς όχι. Όμως, δεν ευθύνεται η Ευρωζώνη εάν η Ελλάδα αναλώνεται σε εικονικά έργα και δραστηριότητες που να δικαιολογούν όργια μίζας και προμηθειών, αν αναλαμβάνει τη διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων που της κοστίζουν 2-3 φορές περισσότερο, ή εάν οι οδικές κατασκευές κοστίζουν 6-7 φορές περισσότερο απ’ ότι στην Ευρωζώνη… Αυτοί οι παράγοντες μαζί με τις εκλογές, τη πολιτική διαφθορά και τη πιστωτική έκρηξη είναι που εκτροχιάζουν τη τρέχουσα δεκαετία το εξωτερικό έλλειμμα (-9% του ΑΕΠ τη περίοδο 2000-2009) και ισορροπία της οικονομίας.
4. Επίσης ενδεικτικός της ποιότητας της ανάπτυξης και των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας είναι και ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ. Ενώ τη στασιμοπληθωριστική διεθνώς δεκαετία του ’70 η μέση ετήσια μεγέθυνση είναι 5,4% για την ελληνική οικονομία, την δεκαετία του ’80 ο ρυθμός αυτός πέφτει σε 1,6% για να αυξηθεί σε 1,9% τη δεκαετία του ’90 και να διπλασιασθεί σε 3,7% τη δεκαετία 2000-2009 της ένταξης στην Ευρωζώνη χωρίς όμως η βελτίωση αυτή να συνοδεύεται από ουσιαστικά κέρδη ανταγωνιστικότητας (δηλαδή αυξήσεις παραγωγικότητας μεγαλύτερες των αυξήσεων στο κατά κεφαλήν εισόδημα από απασχόληση).
5. Οι υποστηρικτές της εξόδου από το ευρώ τονίζουν πως οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της τελευταίας δεκαετίας οφείλονται στις αθρόες πιστώσεις που επέτρεψε η Ευρωζώνη εξυπηρετώντας τα κελεύσματα των τραπεζών που δημιούργησαν το ευρώ για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό αληθές αφού η πιστωτική φούσκα ήταν αποτέλεσμα της τελευταίας κυρίως 10ετίας των χαμηλών επιτοκίων και του φαινομένου των τιτλοποιήσεων. Μόνο που αυτό δεν αφορούσε την Ευρωζώνη, αλλά τον δυτικό κόσμο συνολικά. Σε κάθε, δε, περίπτωση τα νομίσματα και οι κεντρικές τράπεζες που τα χειρίζονται εξυπηρετούν τα μεγάλα συμφέροντα του κυρίαρχου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και αυτό συμβαίνει από την εποχή του Ιμπεριαλισμού του Λένιν. Κλασσικό παράδειγμα το αμερικανικό Fed, το οποίο και πρωτοστάτησε στην κεϋνσιανή επεκτατική νομισματική πολιτική τη περίοδο 1999-2001 και ακόμη πιο πριν. Μάλιστα, μέχρι πρότινος η ΕΚΤ είχε γίνει στόχος αγγλοσαξονικής κριτικής για την συγκριτικά περιορισμένη πιστωτική επέκταση μετά τη κρίση του 2007 η οποία δεν επέτρεπε στην ευρωπαϊκή οικονομία να ανακάμψει. Ακόμη και πρόσφατα που με αφορμή την ελληνική κρίση η ΕΚΤ αποφάσισε να αγοράζει χωρίς περιορισμούς κρατικά και ιδιωτικά ομόλογα για να παράσχει ρευστότητα στο σύστημα, η κριτική αυτή συνεχίζεται γιατί η Ευρωζώνη εξακολουθεί, λέει, σε δημοσιονομικό επίπεδο να μην συμπορεύεται με την αμερικανική πολιτική της επέκτασης των ελλειμμάτων με συνέπεια να θέτει σε κίνδυνο την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.
6. Ενώ, λοιπόν, είναι αλήθεια πως η ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας ήταν σε μεγάλο βαθμό τεχνητή και ενίσχυσε τη πιστωτική φούσκα των χρεών που έσπασε το 2007-2008, το φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να αποδοθεί στη δημιουργία της Ευρωζώνης ειδικά, αλλά στην νέα κερδοσκοπική φάση που εισήλθε γενικότερα ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός παγκοσμίως. Έχει κανείς την εντύπωση πως εάν ο ελληνικός καπιταλισμός είχε παραμείνει εκτός ευρώ θα είχε αποφύγει την πιστωτική φούσκα ; Ή μήπως διέφυγε από τη χρηματοπιστωτική φούσκα ο βρετανικός, ο αμερικανικός, ο ιαπωνικός ή ακόμη και ο κινεζικός καπιταλισμός ; Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρών της Ν. Ευρώπης από τη μία και των χωρών της Β. Ευρώπης ή άλλων αναπτυγμένων οικονομιών από την άλλη είναι στο ότι οι πρώτες απόλαυσαν την αναπτυξιακή ώθηση του ευρώ χωρίς να προετοιμασθούν παραγωγικά για τις νέες δεσμεύσεις και περιορισμούς που αυτό σήμαινε στους όρους του ανταγωνιστικού παιχνιδιού. Δεν προχώρησαν, δηλαδή, στο άνοιγμα των εσωτερικών αγορών τους (μη εμπορεύσιμες διεθνώς υπηρεσίες) στον ανταγωνισμό με συνέπεια υπερβολικές αυξήσεις τιμών και έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Η ενίσχυση της ζήτησης οδήγησε σε μεγαλύτερη στρέβλωση την υφιστάμενη - μέχρι την ένταξη στο ευρώ - παραγωγική βάση, αντί να βοηθήσει στην αλλαγή της.
7. Σε ότι αφορά την απώλεια ελληνικής ανταγωνιστικότητας επί εποχής ευρώ και κατά πόσο αυτή οφείλεται στο κοινό νόμισμα και τις σταθερές ισοτιμίες που ευνοούσαν τη Γερμανία, αξίζει νομίζω να σταθμίσουμε τα στοιχεία. Τη περίοδο 2000-2009 η ισοτιμία του ευρώ από 0,93 δολ (2000) ανήλθε σε 1,40 δολ περίπου (2009) εξαιτίας της κρίσης του δολαρίου που ευνόησε το κοινό νόμισμα. Αυτό σημαίνει 50% ανατίμηση του ευρώ έναντι της ζώνης δολαρίου. Ήταν, άραγε, ανάλογη και η κάμψη της ανταγωνιστικότητας στις χώρες-μέλη ; Ασφαλώς όχι, χάρις στις οικονομίες κλίμακας και τα κέρδη παραγωγικότητας που η Ευρωζώνη επέτρεψε αντισταθμίζοντας μεγάλο μέρος της απώλειας ανταγωνιστικότητας από την ισοτιμία. Όπως διαπιστώνεται από τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΕΚΤ (βλ Πίνακα) σχετικά με τον εναρμονισμένο δείκτη ανταγωνιστικότητας* την περίοδο 1999-2009 η απώλεια ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας ήταν 12,6% έναντι 8,1% του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Όλες οι χώρες-μέλη σημείωσαν απώλειες σε ανταγωνιστικότητα πλην Γερμανίας και Αυστρίας που είχαν κέρδη 10% και 5% αντίστοιχα. Μάλιστα, η απώλεια της Ελλάδας είναι ελαφρά μικρότερη των άλλων χωρών της Ν. Ευρώπης και, εάν αφαιρεθεί η Γερμανία, πρέπει να συμπίπτει με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Στο ερώτημα γιατί η Γερμανία είχε κέρδη ανταγωνιστικότητας σε μία περίοδο ισχυρής ανατίμησης του ευρώ η συνήθης απάντηση είναι ότι αυτή οφείλεται στο τεχνολογικό πλεονέκτημα της χώρας και στη πολιτική συγκράτησης των πραγματικών μισθών σε μηδενικά επίπεδα. Όμως, ξεχνιέται πως η συγκράτηση των μισθών δεν ήταν τόσο αποτέλεσμα της περίφημης γερμανικής αυτοπειθαρχίας ή κάποιας πολιτικής λιτότητας, αλλά συνέπεια της γερμανικής επανένωσης του 1991 και της μεγάλης διαφοράς μισθών Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας που δεν επέτρεψε την αύξηση του μέσου γερμανικού μισθού. Πρόκειται για έναν δομικό και εξαιρετικό παράγοντα που συχνά παραβλέπεται. Εάν δεν υπήρχε αυτός, τότε τα κέρδη ανταγωνιστικότητας της Γερμανίας ίσως να μην υπήρχαν και οι ζημίες σε ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και των άλλων χωρών-μελών θα ήταν σημαντικά μικρότερες.
8. Εάν, λοιπόν, η ανταγωνιστικότητα του μοναδιαίου κόστους εργασίας σε συνδυασμό με την ανατίμηση του ευρώ είχαν μικρή συμβολή στην επιδείνωση της διεθνούς θέσης της χώρας όπως την αποδίδουν η διόγκωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, ο σταθερά χαμηλός βαθμός εξωστρέφειας και εξειδίκευσης της οικονομίας και ο χαμηλός βαθμός προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων, τότε που οφείλεται αυτή η επιδείνωση ; Πιστεύω πως βασικός υπαίτιος είναι το έλλειμμα πολιτικής διαρθρωτικών αλλαγών και καινοτομιών στο παραγωγικό κύκλωμα (ιδίως στους τομείς των μη εμπορεύσιμων διεθνώς αγαθών) που επέτρεψε τη διατήρηση ολιγοπωλιακών και συντεχνιακών καταστάσεων στο εμπόριο και σε πολλούς τομείς υπηρεσιών με αποτέλεσμα μία χαμηλή ανταγωνιστικότητα ποιότητας και τιμών (όχι μισθών και κόστους). Σε συνθήκες τεχνητής τόνωσης της εγχώριας ζήτησης αυτό λογικά εκτίναξε το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της χώρας σαν ποσοστό στο ΑΕΠ από
-5,6% το 2001 (έτος ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωζώνη) σε -14,4% το 2008. Είναι χαρακτηριστικό πως το 63% αυτής της διόγκωσης οφείλεται στην κάμψη του πλεονάσματος των υπηρεσιών και το υπόλοιπο 37% στην αύξηση του εμπορικού ελλείμματος (κυρίως ενεργειακού). Όμως, αν δούμε τι δεν πήγε καλά στο πλεόνασμα των υπηρεσιών θα διαπιστώσουμε πως στην επταετία αυτή τα έσοδα από τη ναυτιλία αυξήθηκαν 111%, οι λοιπές υπηρεσίες κατά 39% και μόνον οι τουριστικές υπηρεσίες απέδωσαν ένα φτωχό 10%. Και στον τουρισμό – με τον οποίο συνδέεται οργανικά το εμπόριο και άλλοι κλάδοι της οικονομίας - είναι γνωστό πως υπάρχουν και προβλήματα ποιότητας και διάρθρωσης των τιμών εξαιτίας της πρωτοφανούς έλλειψης σχεδίου και σοβαρής πολιτικής διαρθρωτικών αλλαγών. Είναι αδιανόητο πχ οι κινέζοι να επισκέπτονται κατά εκατομμύρια τη Γαλλία και η Ελλάδα να προσελκύει 5000 μόνον κινέζους τουρίστες ! Ή τα τουριστικά οφέλη από την Ολυμπιάδα να εξαντλούνται στον χρόνο τέλεσής της. Για τα προβλήματα αυτά δεν φταίει φυσικά το ευρώ και η Ευρωζώνη, αλλά το ελληνικό κράτος και οι κυβερνήσεις του.
9. Οι ευρωσκεπτικιστές που με τη κρίση του χρέους έγιναν ευρωαρνητές προτείνοντας την έξοδο από το ευρώ και την υιοθέτηση μιας νέας δραχμής ικανής να υποτιμηθεί (πόσο
άραγε ;) ώστε να τονώσει τις εξαγωγές και την ανάπτυξη ξεχνάνε πως το τελευταίο εξάμηνο το ευρώ έχει υποτιμηθεί κατά 21% έναντι της ζώνης δολαρίου και πως σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις είναι πιθανόν να υποτιμηθεί ακόμη 16% ώστε να φθάσει στην ισοτιμία με το δολάριο. Αυτό σημαίνει πως σε λιγότερο από ένα χρόνο το ευρώ θα έχει χάσει 35% της αξίας του προσφέροντας σημαντικά κέρδη ανταγωνιστικότητας τιμών σε όλες τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Προς τι, λοιπόν, η πρόταση εξόδου από το ευρώ ; Εκτός και εάν οι υποστηρικτές της επιστροφής στη δραχμή σκέφτονται για τριτοκοσμικές υποτιμήσεις της τάξης του 60% (67% ήταν η υποτίμηση του αργεντινού πέσο). Μόνο που σε αυτή τη περίπτωση καλό θα ήταν να πληροφορήσουν τον ελληνικό λαό πως σκοπεύουν να συγκρατήσουν την εκτίναξη του πληθωρισμού. Γιατί οι μόνες πετυχημένες υποτιμήσεις που έγιναν στο παρελθόν στην Ελλάδα συνοδεύτηκαν με πάγωμα των μισθών, δηλαδή, με μείωση των πραγματικών μισθών ανάλογη του βαθμού συμμετοχής των εισαγομένων στη καταναλωτική δαπάνη (βαθμός ο οποίος είναι πολύ υψηλός).
10. Τέλος, το συχνά προβαλλόμενο επιχείρημα της ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής με την επιστροφή στη δραχμή προκειμένου να τυπώνουμε όσο χρήμα έχουμε ανάγκη για να χρηματοδοτούμε πληθωριστικά το χρέος (εκδόσεις ομολόγων), πρακτικά ήδη ικανοποιείται με την απόφαση της ΕΚΤ να αγοράζει χωρίς περιορισμούς κρατικά και ιδιωτικά ομόλογα. Αφού το κεϋνσιανό μοντέλο του Fed είναι που θεωρείται επιτυχημένο για την αντιμετώπιση της κρίσης του χρέους – η ειρωνεία είναι πως τώρα πληθαίνουν οι κριτικές πως οι ΗΠΑ θα είναι η επόμενη Ελλάδα – οι οπαδοί της εκτύπωσης χρήματος μπορούν να ησυχάζουν : η ΕΚΤ διολισθαίνει ταχέως στο πληθωριστικό αυτό μονοπάτι.. για να σώσει τις τράπεζες. Όμως, είναι ένα μονοπάτι αδιέξοδο (ελπίζεται προσωρινό) αφού ποτέ η εκτύπωση χρήματος δεν αποτέλεσε λύση σε διαρθρωτικά προβλήματα και κρίσεις δυσαναλογιών του καπιταλισμού.
Τερματίζω τη κριτική αυτή με ένα σχόλιο του Will Hutton από τον Observer (30-5-2010) : «Το μέλλον της Ευρώπης είναι πάνω στο ζύγι. Η δυνητική αποδόμηση του ευρώ θα είναι μία πρώτης τάξης οικονομική και πολιτική καταστροφή. Οικονομικά, θα βυθίσει την Ευρώπη σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, χρεοκοπίες, διασώσεις τραπεζών, πάγωμα των πιστώσεων, εμπορικό προστατευτισμό και παρατεταμένη ύφεση. Πολιτικά, καθώς οι παλιές έχθρες και υποψίες δεν απέχουν ποτέ πολύ από την επιφάνεια, η οποιαδήποτε αποφασιστικότητα υπάρχει για να διατηρηθεί ενιαία η ετερογενής μας ήπειρος θα εξανεμισθεί. Οι ευρωσκεπτιστές θα έχουν αυτό που τόσο ήθελαν, μία Ευρώπη ανεξάρτητων εθνικών κρατών τα οποία θα ενδιαφέρονται μόνο για τα δικά τους συμφέροντα. Αλλά υπάρχει και μία σκοτεινή πλευρά της Ευρώπης. Αυτό του οποίου η έλευση θα αναγγελθεί δεν θα είναι μία χαρούμενη κοινή αγορά αλληλένδετη με την δια του εμπορίου δημιουργία πλούτου. Αυτό που θα αναδειχθεί θα είναι μία Ευρώπη συγγενική με αυτή της δεκαετίας του ’30. Φοβισμένη, στάσιμη και ευάλωτη σε κακόβουλες ρατσιστικές και εθνικιστικές ιδεολογίες. Η Ευρώπη είναι η ήπειρός μας και ο μεγαλύτερος εμπορικός μας εταίρος. Εάν πέσει, θα πέσει και η Βρετανία μαζί της».
Οι κουβέντες αυτές από το στόμα ενός άγγλου αναλυτή προσωπικά με εκπλήσσουν ευχάριστα. Γιατί είναι από το αγγλοσαξονικό κυρίως στρατόπεδο που εξακοντίζονται κατά κύματα οι προγνώσεις για τη διάλυση του ευρώ και την έξοδο της Ελλάδας από αυτό. Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει μία εθνική κρίση. Η κρίση είναι διεθνής, η Ευρωζώνη βρίσκεται στο κέντρο της και η Ελλάδα στο επίκεντρο. Η ελληνική κρίση ασφαλώς είναι δομική και με εθνικές ιδιαιτερότητες. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί το γεγονός ότι εντάσσεται και υπακούει στη δυναμική της επίσης δομικής διεθνούς κρίσης. Εντός της οποίας μάλιστα διαδραματίζει προεξάρχοντα ρόλο. Εάν αποχωρήσει η Ελλάδα τη περίοδο αυτή, ας μην εκπλαγούμε εάν καταρρεύσει η Ευρωζώνη με τη σημερινή της τουλάχιστον μορφή.
Έχουμε κάθε λόγο να μείνουμε στην Ευρωζώνη θέτοντας τους δικούς μας όρους (αναδιαπραγμάτευση χρέους) και να παλέψουμε από κοινού με τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς που ήδη υφίστανται άνισα τη σκληρή λιτότητα της τραπεζικής ασυδοσίας για μία πραγματικά ενιαία και σοσιαλιστική Ευρώπη. Η άρνηση της Ευρώπης, η εθνική αναδίπλωση και η ουσιαστική απομόνωση στο όνομα της ανεξαρτησίας ή της λαϊκής κυριαρχίας δεν είναι ο δρόμος για την οικονομική ανάταξη, μία δικαιότερη κοινωνία, ή τον σοσιαλισμό. Αποτελεί στην πραγματικότητα θρυαλλίδα στα θεμέλια της Ευρωζώνης (και της ΕΕ) και προάγγελο μεγάλων δεινών όπως αυτά που περιέγραψε ο άγγλος αναλυτής. Ακόμη και αν τελικά δεν καταφέρουμε να τα αποφύγουμε, δεν θα έχουμε τουλάχιστον γίνει ο αυτόχειρας υποκινητής τους.
* ο εναρμονισμένος δείκτης ανταγωνιστικότητας βασίζεται στα μοναδιαία κόστη εργασίας για το σύνολο της οικονομίας των χωρών της Ευρωζώνης έναντι 35 βασικότερων εμπορικών εταίρων τους σταθμισμένων με το ειδικό βάρος εκάστου στο εξωτερικό εμπόριο κάθε χώρας-μέλους και προσαρμοσμένων στις μεταβολές της μέσης πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας) Chomsky Speaks Greek
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου