Του ΓΚΑΖΜΕΝΤ ΚΑΠΛΑΝΙ
Τον γνώρισα στο λεωφορείο 550 Κηφισιά- Δέλτα Φαλήρου. Κρατούσε ένα τελάρο και πωλούσε μικρούς πίνακες. Πιάσαμε την κουβέντα. Με ρώτησε εάν ξέρω πού βρίσκεται το γήπεδο της Καλλιθέας. Ο Σαΐντ από την Μπουρκίνα Φάσο είναι πάντα σε αναζήτηση ενός γηπέδου. Είναι αυτός ο λόγος που έπαιξε το κεφάλι του κορώναγράμματα, ξεκινώντας ένα ταξίδι στα τυφλά για να φθάσει στην Ευρώπη. Είναι η πρώτη φορά που συναντώ στη ζωή μου κάποιον που έγινε πρόσφυγας εξαιτίας της... μπάλας. ΜΕ ΛΕΝΕ Σαΐντ Χασάν Αταντά. Γεννήθηκα στην Μπουρκίνα Φάσο, τον Ιανουάριο του 1990. Η Μπουρκίνα Φάσο είναι μια μικρή χώρα της Αφρικής και σημαίνει «Γη των δικαίων». Γεννήθηκα στην Ουαγκαντούγκου, την πρωτεύουσα της Μπουρκίνα Φάσο. Μια πόλη στην οποία υπάρχουν ένα μικρό ποτάμι, πολλά αυτοκίνητα, μηχανάκια και ποδήλατα. Υπάρχει και ένα μεγάλο, ωραίο τζαμί, όπου πήγαινα τις Παρασκευές με τον πατέρα μου. Οταν οι μουσουλμάνοι έχτισαν το τζαμί οι χριστιανοί ήρθαν και βοήθησαν. Το ίδιο έκαναν οι μουσουλμάνοι όταν χτίστηκε η καθολική εκκλησία. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά με χωματόδρομους όπου δεν έρχονταν οι λευκοί. Εκτός από κάποιους τουρίστες. Είμαι Νιγηριανός στην καταγωγή. Μιλάω πέντε γλώσσες. Μοσί, την ντόπια γλώσσα της Μπουρκίνα Φάσο, γαλλικά, αγγλικά, γιορούμπα (η μητρική μου) και ελληνικά. ●●●
ΗΜΟΥΝ κακός μαθητής. Με ενδιέφερε μόνο η μπάλα. Δεν ξέρω πώς να στο περιγράψω. Από μικρός σκέφτομαι το ποδόσφαιρο. Οταν ξυπνάω και όταν κοιμάμαι. Και στα όνειρά μου. Οταν αγγίζω την μπάλα είναι σαν να αποκτάω ξαφνικά δύναμη. Το είδωλό μου, όταν ήμουν μικρός, ήταν ο Οκόσα, ο νιγηριανός ποδοσφαιριστής. Τα παιδιά της γειτονιάς με φώναζαν Οκόσα. Με ήξεραν όλοι στη γειτονιά. Οταν έπαιζα μπάλα ερχόταν πολύς κόσμος να με δει και να με θαυμάζει. Ηταν υπέροχα...
●●●
ΤΣΑΚΩΝΟΜΟΥΝ συνέχεια με τους γονείς μου. Δεν ήθελαν να παίζω ποδόσφαιρο. Μου έλεγαν ότι η μπάλα δεν φέρνει φαΐ. Η μητέρα μου είχε ένα κιόσκι στο παζάρι. Δουλεύω μαζί της από οκτώ χρονών. Οταν συμπλήρωσα τα δώδεκα χρόνια άρχισα να προπονούμαι τακτικά. Ξυπνούσα στις πέντε το πρωί, έκανα την προσευχή μου, μετά πήγαινα να προπονηθώ μόνος μου στην αυλή του σχολείου. Μέχρι τις επτά το πρωί. Επέστρεφα στο σπίτι, έκανα ντους και μετά πήγαινα με τη μητέρα μου να στήσουμε το κιόσκι. Μέχρι τις τρεις το απόγευμα. Τέσσερις η ώρα πήγαινα ξανά για προπόνηση. Μέχρι τις οκτώ το βράδυ. Επέστρεφα στην αγορά για να μαζέψουμε τα πράγματα και να πάμε σπίτι...
●●●
ΟΙ ΤΣΑΚΩΜΟΙ με τους γονείς μου έγιναν ανυπόφοροι. Ειδικά όταν έπαθα κάταγμα στο πόδι και έπρεπε να πληρώσουν για τη θεραπεία. Μου απαγόρευσαν να παίξω μπάλα. Εμένα καλύτερα να μου απαγορεύεις να αναπνέω. Ημουν δεκαέξι χρονών όταν έγινε αυτό. Είχα αρχίσει να παίζω σε μια μικρή ομάδα της πόλης τότε. Ηθελα να φύγω μακριά από τους γονείς μου. Να πάω στην Ευρώπη, να βρω μια ομάδα που θα εκτιμούσε το ταλέντο μου. Ολα τα χρόνια που δούλευα είχα μαζέψει, κρυφά, κάποια χρήματα. Τα έδινα σε έναν στενό μου φίλο να τα φυλάει, τον Σουλεϊμάν. Εκείνος με γνώρισε με έναν τύπο που βοηθούσε τους ανθρώπους να φθάσουν στην Ευρώπη. Η συμφωνία ήταν δυο χιλιάδες δολάρια. Είχα μόνο τα μισά. Ο Σουλεϊμάν μού έδωσε τα άλλα μισά δανεικά.
●●●
ΠΗΓΑ Μαρόκο με το αεροπλάνο. Μετά Ιστανμπούλ. Αυτός ο τύπος μού είχε πει ότι εκεί θα έπαιρνα το μετρό και θα έβγαινα στην Ιταλία... Εκεί ήθελα να πάω, γιατί ζούσαν δυο ξαδέλφια μου. Δεν είχα ιδέα πώς ήταν ο κόσμος. Δεν είχα βγει ποτέ από την πόλη μου. Στην Ιστανμπούλ έμεινα χωρίς χαρτιά, χωρίς λεφτά. Φοβήθηκα πολύ. Προσευχήθηκα στον Θεό να με βοηθήσει. Περιπλανήθηκα και βρήκα δουλειά σε ένα εργοστάσιο ρούχων. Σκληρή δουλειά, ήμασταν μόνο μετανάστες, από πολλά μέρη. Δούλεψα τέσσερις μήνες, δεκατέσσερις ώρες την ημέρα, να μαζέψω λεφτά να φθάσω στην Ευρώπη. Ενα βράδυ μας έβαλαν σε μια βάρκα, είκοσι πέντε άτομα ενώ χωρούσε δέκα. Αν ήξερα ότι θα υπέφερα τόσο πολύ δεν θα το είχα κάνει. Τα έχω σβήσει αυτά από τη μνήμη μου. Θυμάμαι μόνο ότι μας είπαν ότι φθάσαμε στην Ευρώπη, στην Ελλάδα, σε ένα νησί, έχω ξεχάσει το όνομα. Είδα αστυνομικούς, μας έβαλαν σε κλούβα, μας μέτρησαν, ήταν καλοί μαζί μας, μας έβαλαν σε μια μεγάλη αίθουσα, εγώ ήμουν ανήλικος αλλά με έβαλαν με τους μεγάλους. Υστερα από μια εβδομάδα μας έδωσαν ένα χαρτάκι και είπαν «πηγαίνετε στην Αθήνα». Ακολούθησα τους άλλους, ταξίδεψα με καράβι, έφθασα στην Αθήνα. Αγόρασα μια τηλεκάρτα, τηλεφώνησα στον ξάδελφό μου στην Ιταλία, του είπα τι συνέβη, ότι βρισκόμουν στη μέση του πουθενά, εκείνος μου έδωσε το τηλέφωνο του αδελφού του στην Αθήνα.
●●●
ΕΤΣΙ ΒΡΗΚΑ στέγη. Εμενα με άλλους στο ίδιο σπίτι. Οταν είπα ότι είχα έρθει να παίξω ποδόσφαιρο σάστισαν. Μου είπαν ότι στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο. Οτι είμαι παράνομος. Δεν είχα ιδέα από τέτοια πράγματα. Εκανα αίτηση για άσυλο ως ασυνόδευτος ανήλικος. Μου έδωσαν ροζ κάρτα. Αρχισα να πουλάω πίνακες στους δρόμους. Κυκλοφορούσα πολύ με τα λεωφορεία. Οπου έβλεπα γήπεδο κατέβαινα. Πήγαινα και τους έλεγα ότι είμαι ποδοσφαιριστής και ψάχνω μια ομάδα για να παίξω...
●●●
ΣΕ ΛΙΓΟΥΣ μήνες καταλάβαινα ελληνικά. Μια μέρα με πλησίασε μια κοπέλα για να με ρωτήσει πόσο κοστίζουν οι πίνακες. Ελεονώρα την έλεγαν. Καθώς κάναμε παζάρι τής είπα ότι είμαι ποδοσφαιριστής. Μου είπε ότι ο πατέρας της είναι προπονητής. Πήρε το τηλέφωνό μου. Την επόμενη μέρα μου τηλεφώνησε ο πατέρας της και μου είπε να πάω στη Νέα Ιωνία. Πήγα. Ετσι άρχισα να παίζω μπάλα. Ημουν πραγματικά ευτυχισμένος. Επαιζα σε ομάδα εφήβων. Ο προπονητής ήταν υπέροχος άνθρωπος. Τα παιδιά με αποκαλούσαν «Σαΐτα». Το πρωί ξυπνούσα στις πέντε, πήγαινα Ιλίσια και έκανα προπόνηση. Μετά έβγαινα στον δρόμο να πουλάω πίνακες και το απόγευμα έπαιζα με τα παιδιά. Από τη Νέα Ιωνία πήγα σε μια άλλη ομάδα, στην Παιανία. Εκεί έπαιζα στην ομάδα των μεγάλων. Εγινα φίλος με έναν Αλβανό, τον Αλντο. Τώρα παίζει στην Ολλανδία. Με παίρνει τηλέφωνο κάθε τόσο, μου λέει να πάω εκεί να βρω ομάδα να παίξω. Δεν έχω χαρτιά όμως, δεν μπορώ να πάω πουθενά... Υπάρχουμε….. Συνυπάρχουμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου