Κυριακή 13 Ιουνίου 2010

«Δημοκρατία, καιροσκοπισμός και βόλεμα»


Του ΓΚΑΖΜΕΝΤ ΚΑΠΛΑΝΙ                                                                                           Το όνομά του είναι Αποστόλης Ζολωτάκης.
Γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1963 στην Αθήνα.
Μεγάλωσε στην Ανω Ηλιούπολη, που τότε ήταν ένας πράσινος παράδεισος
ΘΥΜΑΜΑΙ τις αλεπούδες που κατέβαιναν από το βουνό, τις μονοκατοικίες, αραιά χτισμένες. Στα τέλη του ΄70 όλα αυτά άρχισαν να εξαφανίζονται. Η περιοχή κάηκε τρεις φορές και κάθε φορά φύτρωναν σπίτια που σκαρφάλωναν προς το βουνό. Αν και ο κάθε δήμαρχος ορκιζόταν ότι θα φυτευτούν τα καμένα. Τώρα περπατώ στην ίδια γειτονιά όπου μεγάλωσα και δεν υπάρχει χώμα να παίξουν τα παιδιά. ●●●
Μεγάλωσα στα χρόνια της χούντας. Με τη μαθητική στολή και τα μαλλιά καλά κουρεμένα. Τον δάσκαλο που χτυπούσε με τη βίτσα. Τα αυτοκίνητα της Ασφάλειας και το κλίμα του φόβου που πλανιόταν στον αέρα. Τον πατέρα μου να ακούει κρυφά Ράδιο Τίρανα και τη μητέρα μου να τον μαλώνει. Αλλά αυτό που έχει καρφωθεί στη μνήμη μου είναι μια σκηνή από τις πρώτες μέρες της χούντας. Μαζεύτηκαν όλοι οι γείτονες γύρω από ένα βαρέλι και έκαιγαν εκεί τα απαγορευμένα βιβλία και τους απαγορευμένους δίσκους.

●●●
ΟΤΑΝ έπεσε η χούντα, ως μαθητής, έζησα το πέρασμα από την καθαρεύουσα στη δημοτική. Εζησα και το «θαυμαστό φαινόμενο», όλοι αυτοί που δεν είχαν βγάλει κιχ κατά της χούντας να το παίζουν τώρα αντιστασιακοί. Είδα φιλοχουντικούς δασκάλους να μετατρέπονται σε ένθερμους υποστηρικτές της δημοκρατίας. Ανθρώπους που δεν είχαν κανένα πρόβλημα να περνούν μέσα σε μια νύχτα από το ένα κόμμα στο άλλο. Αν ήταν να βάλω τίτλο σε εκείνη την εποχή θα ήταν: «Δημοκρατία, καιροσκοπισμός και βόλεμα». Μιλάω βέβαια για την Ηλιούπολη. Δεν ξέρω τι γινόταν αλλού.....




●●●
ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ δεν συμμετείχαν σε αυτό το φαγοπότι. Κρατούσαν απαθή στάση. Υπήρχε άλλωστε η ιδέα ότι οι άνθρωποι που λειτουργούν σαν ανεμόμυλοι είναι έξυπνοι, ξέρουν πώς παίζεται το παιχνίδι. Το όνειρο των συμμαθητών μου ήταν να βολευτούν στο Δημόσιο. Ηταν και το όνειρο των γονέων μου για μένα. Δεν ήταν δικό μου όνειρο όμως. Από την άλλη, δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Ημουν 17 χρονών όταν μπήκε η τηλεόραση στο σπίτι μας. Μάρκα Ωμέγα. Τα μεσημέρια έβλεπα τις σειρές με τον Ρότζερ Μουρ και Τόνι Κέρτις, «Ο Αγιος», «Οι εκδικητές». Κάποια στιγμή, έπεσα πάνω σε μια εκπομπή που μιλούσε για τη λιθογραφία. Εδειχνε νεαρά παιδιά που είχαν μάθει την τέχνη στη Γερμανία. Ηταν η πρώτη φορά που είπα, «αυτό με ενδιαφέρει».

●●●
ΤΗΝ ΙΔΕΑ της φυγής από την Ελλάδα την είχα από νωρίς. Ηταν ένα μείγμα περιέργειας και επιθυμίας για ταξίδι. Ηταν επίσης ένας τρόπος φυγής από μια ατμόσφαιρα που την αισθανόμουν αποπνικτική. Τώρα είχα ένα επιπρόσθετο κίνητρο, να μάθω την τέχνη της λιθογραφίας. Σκέφτηκα να πάω στην Αμερική. Οι γονείς μου θορυβήθηκαν. Είμαι μοναχοπαίδι άλλωστε. Θεωρούσαν την Αμερική ταξίδι χωρίς επιστροφή. Εβαλαν τότε τον θείο μου που ζούσε στην Ολλανδία να με καλέσει εκεί. Ετσι έγινε, πήγα Ολλανδία, στην Ουτρέχτη. Ηταν Νοέμβριος, χιόνιζε, επικρατούσε ένα μοβ φως που περιτύλιγε τα μεσαιωνικά σπίτια και την εκκλησία. Σαν σκηνικό από παραμύθι. Στην αρχή όλα με εντυπωσίασαν. Το σπίτι του θείου μου που ήταν επιπλωμένο αλλιώς από το δικό μας. Η πόλη, καταπράσινη, σαν ένας μεγάλος Βασιλικός Κήπος της Αθήνας. ●●●
ΕΜΑΘΑ ολλανδικά γρήγορα. Από τις πρώτες μέρες γνώρισα μια Ολλανδή. Εκείνη μου έβαλε την ιδέα να σπουδάσω στην Καλών Τεχνών. Γράφτηκα τότε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στο Γκρόνινγκεν, μια πόλη στη Βόρεια Ολλανδία. Η προετοιμασία για την εισαγωγή στην Ακαδημία ήταν οδυνηρή. Δεν ήξερα να ζωγραφίζω. Δούλεψα όμως με πείσμα, μέρα νύχτα, φωτογραφία, ζωγραφική, σύνθεση και τα κατάφερα. Στο τρίτο έτος των σπουδών έμπλεξα με τη μεταξοτυπία. Ετσι άνοιξε ο δρόμος να γίνω εικαστικός. Ταυτόχρονα δούλευα. Στο μοναδικό ελληνικό εστιατόριο στο Γκρόνινγκεν, «Ακρόπολη» το έλεγαν. Το ελληνικό φαγητό είχε μεγάλη πέραση τότε. Ακόμα και σήμερα έχει. Μόνο στην Ουτρέχτη υπάρχουν καμιά δεκαριά ελληνικά εστιατόρια.

●●●
ΠΩΣ ΗΤΑΝ οι Ολλανδοί με τους ξένους; Τότε, γενικά, ήταν φιλικοί. Αν και κάπως υπερόπτες, λόγω του αποικιοκρατικού τους παρελθόντος. Η αλλαγή της συμπεριφοράς τους απέναντι στους ξένους τα τελευταία χρόνια ήταν εκπληκτική. Αν και το έβλεπα από τις αρχές του ΄90 να έρχεται. Από τότε δημιουργήθηκε το κλίμα, «για όλα μας φταίνε οι ξένοι». Κορυφώθηκε με τον Πιμ Φορτέν, ο οποίος στοχοποίησε τους Μαροκινούς. Τώρα τον τόνο δίνει αυτός ο ανεκδιήγητος τύπος, ο Βίλντερς, ένας πρωτόγονος ρατσιστής που καθορίζει την πολιτική σκηνή στην Ολλανδία και τα ΜΜΕ τον έχουν κάνει ντίβα. Τα άλλα κόμματα για να τον ανταγωνιστούν υιοθετούν το ακροδεξιό λόγο του. Εχω μια γειτόνισσα 70 χρονών, αρκετά μορφωμένη. Μιλάμε συχνά για διάφορα θέματα. Οταν ερχόμαστε στο θέμα των μαροκινών μεταναστών λέει ότι τους μισεί. «Σου έκαναν τίποτα;» τη ρωτάω. «Οχι», λέει, «τους μισώ όμως γιατί έχουν αγριάδα στα μάτια»! Νομίζω ότι όλοι έχουν θυμό σε ένα συρτάρι κρυμμένο, κάτω από ένα μαξιλάρι και τον βγάζουν πάνω στους ξένους. Στην Ολλανδία είναι οι Μαροκινοί. Αλλού είναι κάποιοι άλλοι. Ζούμε πλέον σε έναν κόσμο όπου γίνεται μόδα το δικαίωμα να προσβάλλεις και να μισείς τον άλλον.
                             Υπάρχουμε….. Συνυπάρχουμε;       

       

Δεν υπάρχουν σχόλια: