Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

Πολιτική και ποδόσφαιρο

Του Γιάννη ΚΩΣΤΑΚΗ


Από τις 11 Ιούνη ώς τις 11 Ιούλη θα πραγματοποιηθεί στη Νότια Αφρική το 19ο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, το γνωστό Μουντιάλ. Είναι η πρώτη φορά που μια χώρα της Αφρικανικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου διοργανώνει Μουντιάλ και η επιλογή της χώρας δεν είναι τυχαία. Εξάλλου τίποτα δεν είναι τυχαίο σε χώρους όπου το θέαμα διαπλέκεται με την πολιτική ή η πολιτική εκμεταλλεύεται το θέαμα. Και τι θέαμα! Το ποδοσφαιρικό. Το λαοφιλέστερο όλων.
Το ποδόσφαιρο έχει μακρά ιστορία. Τη σύγχρονη μορφή του την πήρε στην Αγγλία το 1863. Συμπτωματικά την ίδια χρονιά στη Γερμανία ιδρύθηκε το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Από την αρχή το ποδόσφαιρο ήταν άθλημα της εργατικής τάξης. Από την αρχή  λοιδορήθηκε από διάφορους ψευτοδιανοούμενους και πολύ σύντομα έγινε προσπάθεια να ενταχθεί στα πολιτικά σχέδια της αστικής τάξης. Πολύ λογικό άλλωστε, αφού το ποδόσφαιρο προσελκύει μάζες και η πολιτική απευθύνεται σε μάζες. Ορισμένοι (υψώνοντας ενίοτε και το φρύδι τους για να δώσουν έμφαση στον λόγο τους) αποκαλούν το ποδόσφαιρο «όπιο του λαού» παραφράζοντας τη ρήση του Μαρξ για τη θρησκεία. Αυτό που θέλουν να πουν είναι πως το ποδόσφαιρο αποβλακώνει τις μάζες. Η αλήθεια είναι πως ξέρω ορισμένους αποβλακωμένους που παρακολουθούν ποδόσφαιρο, γνωρίζω όμως πολλούς περισσότερους αποβλακωμένους που, χωρίς να είναι λάτρεις του αθλήματος, ψηφίζουν ενάντια στα συμφέροντά τους.

Για την ψυχαγωγία τω εργατών
Το ποδόσφαιρο γεννήθηκε από την ανάγκη των εργατών να ψυχαγωγηθούν αυτοί και τα παιδιά τους στον ελεύθερο χρόνο που τους έμενε από την εκμετάλλευση στα εργοστάσια - κάτεργα του 18ου και 19ου αιώνα. Το ποδόσφαιρο τους έδινε αυτή τη δυνατότητα, με πολύ φθηνό μάλιστα τρόπο. Για να παιχτεί δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από μία αλάνα, δύο πέτρες που θα σηματοδοτούν το τέρμα και ένα τόπι, που μπορεί να είναι και μερικά κουρέλια δεμένα έτσι που να σχηματίζουν μια σφαίρα.
Πέρα από αυτό η δημοφιλία του ποδοσφαίρου είναι στη «δημοκρατικότητά» του......
Όλοι μπορούν να παίξουν μπάλα. Και ο ψηλός και ο κοντός. Και ο αδύνατος και ο παχουλός. Όλοι μπορούν να παρακολουθήσουν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Είμαι ίσως το μοναδικό άθλημα που η εξέδρα μπορεί να επιβάλει τη θέλησή της στον «άρχοντα» του αγώνα, που είναι ο διαιτητής. Παράδειγμα η περίπτωση διαιτητή που η εξέδρα τον απέβαλε από το γήπεδο, όταν έδειξε κόκκινη κάρτα σε ποδοσφαιριστή. Συνέβη τη Κολομβία. Ο ποδοσφαιριστής που ξαναμπήκε παρά την αποβολή του στο γήπεδο ήταν ο Πελέ κι ο αγώνας συνεχίστηκε κανονικά με άλλο διαιτητή. Ακραίο το παράδειγμα; Ίσως. Αλλά συνέβη.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, η «εξέδρα» είναι ο τελικός κριτής όσων γίνονται μέσα στις «γραμμές από ασβέστη» που περικλείουν το γήπεδο. Εδώ όμως είναι ίσως και η ψευδαίσθηση των «έξω» (θεατών), που νομίζουν πως, επειδή είναι οι «πολλοί», μπορούν να κάνουν αυτό που θέλουν, αφού οι «λίγοι» (παράγοντες κ.λπ.) τους έχουν ανάγκη. Όπως έχει πει ο Γκαλεάνο, διευθυντής της καθημερινής εφημερίδας "Epoca" και αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας επιθεώρησης Marcha, «ένας αγώνας χωρίς οπαδούς, είναι σαν χορός χωρίς μουσική». Κάποιος μπορεί να αντιτείνει πως η «εξέδρα» για τους «λίγους» είναι τόσο χρήσιμη, όσο και οι σάρκες για τα κανόνια, υπάρχει όμως και ο αντίλογος.
Στο στάδιο Καραϊσκάκη την εποχή της Χούντας ακούστηκε η πρώτη δημόσια μαζική αποδοκιμασία χουντικού, του Ασλανίδη, με το σύνθημα: «κρα, κρα, κρα Ασλανίδη που...ρά». Μερικοί μπορεί να το φώναζαν επειδή ο Ασλανίδης ήταν δηλωμένος οπαδός του Παναθηναϊκού και υποχρέωσε τον (κομμουνιστή) Γαλλοέλληνα Ρομαίν Αργυρούδη να φύγει από τη χώρα, αφού αρνιόταν να αποκηρύξει τον Γάλλο πεθερό του, που ήταν στέλεχος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Υπήρχαν όμως και αυτοί που τα κίνητρά τους δεν ήταν οπαδικά. Εν τέλει άλλο το ποδόσφαιρό κι άλλο αυτοί που σήμερα το διαφεντεύουν.


Μια επικερδής επιχείρηση
Αφού το ποδόσφαιρο συσπειρώνει μάζες, ο καπιταλισμός προσπαθεί να το αξιοποιήσει για να βγάλει κέρδος. Πράγματι. Το ποδόσφαιρο είναι σήμερα μία επικερδέστατη επιχείρηση. Τεράστιες περιουσίες χτίζονται από τους καπιταλιστές πάνω στην αγάπη του κόσμου για το άθλημα. Μερικά παραδείγματα: Στο ταμεία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μπήκαν 107 εκατομμύρια ευρώ από την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λινγκ, χωρίς να συνυπολογίζονται τα κέρδη από πριμ της ΟΥΕΦΑ (22 εκατ. ευρώ) και τα τηλεοπτικά δικαιώματα.
Αποκαλυπτική είναι και πρόσφατη ομιλία του προέδρου του Ολυμπιακού Σωκράτη Κόκκαλη προς τους ποδοσφαιριστές του συλλόγου που έχει κατακτήσει τα περισσότερα πρωταθλήματα και κύπελλα στην Ελλάδα: «Η κρίση που περνά η χώρα μας είναι πρωτοφανής. Δεν θα υπάρχει τομέας που να μην επηρεαστεί. Μην περιμένετε ότι εσείς θα είστε αλώβητοι από αυτή την κατάσταση. Όπως καταλαβαίνετε, θα υπάρχουν επιπτώσεις και για σας. Η ομάδα έχει συνηθίσει να παίρνει κάποια έσοδα από το  Τσάμπιονς Λινγκ» (εφημερίδα «Πρωταθλητής» 3.5.2010). Γνωστός είναι εξάλλου και ο εκβιασμός που έγινε από τη γερμανική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία προς τον Γενς Λέμαν, τερματοφύλακα της ομάδας, να μην ξαναφορέσει γάντια με το σήμα της Nike, αν θέλει να ξαναγωνιστεί με τα χρώματα της Εθνικής. Χορηγός της Εθνικής Γερμανίας ήταν η Adidas.


Η πολιτική εκμετάλλευση
Ο φασισμός, η πιο ακραία μορφή καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ήταν ο πρώτος που επιχείρησε να αξιοποιήσει το ποδόσφαιρο. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934 ο Μουσολίνι μετέτρεψε το Μουντιάλ σε προπαγανδιστική φιέστα του καθεστώτος του. Η κατάκτηση το 1938 από την Ιταλία του τροπαίου έδωσε αφορμή για την ίδια προπαγάνδα. Η τύχη των παιχτών της Αυστριακής Βούντερτιμ, όταν η χώρα τους προσαρτήθηκε στη ναζιστική Γερμανία, είναι γνωστή. Όσοι δεν προσαρμόστηκαν στο «αμιγώς γερμανικό στιλ», χάθηκαν.
Στο Μουντιάλ του 1978, που κατακτήθηκε από την Αργεντινή, η διαιτησία έβαλε το χέρι της προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός, που ήταν ο λαός που υπέφερε από τη δικτατορία του Βιντέλα να ξεχάσει τα βάσανά του. Αλλά και στη χώρα μας η πορεία του Παναθηναϊκού στο Κύπελλο Πρωταθλητριών στα χρόνια της χούντας αξιοποιήθηκε εξαντλητικά από το καθεστώς, ενώ είναι γνωστά και τα όσα ειπώθηκαν για τον τρόπο που η ελληνική ομάδα απέκλεισε στα ημιτελικά τον Ερυθρό Αστέρα, πρωταθλήτρια ομάδα της Γιουγκοσλαβίας.


Πώς και ποιοι ίδρυσαν τις θρυλικές ομάδες
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Στα μέσα του 18ου αιώνα οι εργάτες σιδηροδρόμου του Μάντσεστερ δημιούργησαν τη Νιούτον Χιθ, από την οποία προήλθε η θρυλική Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Άγγλοι ναύτες έφτιαξαν την Αθλέτικο Μπιλμπάο. Αναρχικοί ίδρυσαν το 1890 στη Πάτρα την Παναχαϊκή. Η «κοκκινόμαυρη» εμφάνιση της ομάδας δεν είναι τυχαία. Ατυχία είναι ο σημερινός της πρόεδρος... Οι οπαδοί της Ζανκτ Πάουλι του Αμβούργου, από τις δημοφιλέστερες της Γερμανίας, είναι στη πλειοψηφία τους πανκ, αριστεροί, αριστεριστές, αντιναζιστές και αντιρατσιστές. Η «κόκκινη ομάδα» στην Ιταλία είναι η Λιβόρνο. Στην πόλη αυτή της Τοσκάνης ιδρύθηκε το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι οπαδοί του συλλόγου μαζί με τις σημαίες της ομάδας τους κυματίζουν και σημαίες με σφυροδρέπανα.
Η Ίντερ (το όνομά της είναι Internazionale, δηλαδή Διεθνής) είναι η αγαπημένη ομάδα του υποδιοικητή των Ζαπατίστας, Μάρκος. Το 1891 η ίδρυση της Μπαρτσελόνα ήταν για τους Καταλανούς κάτι παραπάνω από την ίδρυση μιας ομάδας. Το 1936 η «Μπάρτσα» έκανε περιοδείες σε Ευρώπη, ΗΠΑ και Μεξικό για να συγκεντρώσει χρήματα για τις Διεθνείς Ταξιαρχίες του Δημοκρατικού Στρατού.
Στην Κύπρο όλες οι μεγάλες ομάδες του νησιού έχουν στενούς δεσμούς με πολιτικά κόμματα. Η αριστερά στην Κύπρο, αρνούμενη να δεχτεί το 1948 έκδοση ψηφίσματος που να καταδικάζει το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τον «συμμοριτοπόλεμο», αποχώρησε από τα τότε ενιαία σωματεία κι έφτιαξε δικό της, την Ομόνοια, επίσημη σήμερα ομάδα του ΑΚΕΛ.


Ο Μουράτης, ο Δαρίβας και τα αριστερά παιδιά
Όταν το 1941 οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα, ο διορισμένος από τους κατακτητές «πρωθυπουργός», ο στρατηγός Τσολάκογλου, κάλεσε τη νεολαία «να εγκαταλείψει την πολιτική και να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο». Η απάντηση της νεολαίας με την ΕΠΟΝ ήταν «πολεμάμε και τραγουδάμε», αλλά και παίζουμε ποδόσφαιρο.
Όταν η Ελλάδα «αναμορφωνόταν» στα ξερονήσια, έγινε στις 26 Γενάρη του '49 στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, ποδοσφαιρικός αγώνας μεταξύ του πρωταθλητή Ολυμπιακού και της μεικτής ποδοσφαιρικής ομάδας Α' και Γ' τάγματος Μακρονήσου. Με τους «εαμοβούλγαρους» αγωνίστηκαν οι ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού Γιώργος Δαρίβας, Διονύσης Γεωργάτος, Νίκος Πολίτης και  Ηλίας Μαλαμόπουλος, Νίκος Λιαρός του Ηρακλή, Κώστας Λιαρός της Καλαμαριάς, Λευτέρης Βασιλειάδης του Απόλλωνα Αθηνών, Γιώργος Πατηνιώτης του Εθνικού και Αντώνης Παπαντωνίου του Παναθηναϊκού.
Ο κόσμος αποθέωσε τη νικήτρια ομάδα των κρατουμένων. Λιγότερο γνωστή είναι η περίπτωση του λοχαγού του ΕΛΑΣ Νίκου Γόδα, ήρωα της μάχης της «Ηλεκτρικής» και μαχητή στα Δεκεμβριανά, που όταν το δολοφονικό απόσπασμα τον εκτέλεσε στις φυλακές της Κέρκυρας αυτός φορούσε τη φανέλα του Ολυμπιακού. Ο κομμουνιστής ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού Μουράτης, ο θρυλικός «Μιζούρι», ήταν πιο τυχερός. Απλώς αποκλείστηκε από την εθνική ομάδα.

Η λαϊκότητα του ποδοσφαίρου
Σήμερα ο καπιταλισμός αξιοποιεί προς όφελος του και το ποδόσφαιρο, όπως άλλωστε και οποιαδήποτε άλλη κοινωνική δραστηριότητα, γι’ αυτό όμως δεν ευθύνεται καθόλου το λαοφιλέστερο των αθλημάτων. Η εμπορευματοποίηση του αθλητισμού είναι μια πραγματικότητα. Οι στίχοι όμως του Γιάννη Ρίτσου από τις «Γειτονιές του κόσμου» για τον Παυλή, που σκοτώθηκε τον Δεκέμβρη του '44 πολεμώντας τους Άγγλους, διατηρούν πάντα την αξία τους και σηματοδοτούν τη λαϊκότητα του ποδοσφαίρου:

«Τον είδες, Τζον, τον Παυλή; Δεν μπορεί θα τον είδες.
(...)
Για τον Παυλή σου λέω - Τι θόρυβος -
για κείνο το παιδί που πούλησε τα παπούτσια του
όταν οι Γερμανοί σκότωσαν τον Γιωργάκη
(...)
Θ' αγαπάς, Τζον, κι εσύ το ποδόσφαιρο
κι ο Παυλής έπαιζε όμορφα - μ' όλο που είταν ξυπόλυτος -
Είχε γερά ποδάρια - λίγο στραβά είναι αλήθεια, απ’ το ποδόσφαιρο,
πολύ γερά ποδάρια και πλεμόνια κι εξυπνάδα
(...)
τόσο που παραξενευτήκαμε, Τζον, που δεν τα κατάφερε
στο τελευταίο παιχνίδι του να δώσει μια κλωτσιά από κείνες τις γνωστές του
και να τινάξει, Τζον, το τανκ σου ώς το Λονδίνο
ώσμε την κούτρα, Τζον, του κ. Τσώρτσιλ σας.
Μα είταν, βλέπεις, ξυπόλυτος. Τι να σου κάνει;
Σου μιλάω για τον Παυλή πού ‘χε πουλήσει τα παπούτσια του -
δεν αξιώθηκε από τότε, Τζον, να ξαναβάλει παπούτσι στα ποδάρια του
κι έτσι ξυπόλυτος σκοτώθηκε ο Παυλής το Δεκέμβρη (...)».                    Η Αυγή          

Δεν υπάρχουν σχόλια: