Η Ελλάδα διέρχεται την μεγαλύτερη κρίση από την μεταπολίτευση και μετά. Συμφωνούμε με αυτή τη διαπίστωση ή όχι;
(Όσοι συμφωνούν ας διαβάσουν τα υπόλοιπα. Οι άλλοι ας γυρίσουν ιστο-σελίδα).
Προαπαιτούμενο για να μπορέσεις να παρακολουθήσεις το κείμενο είναι να ξεκαθαρίσεις μέσα σου τη σχέση που έχεις με τη χώρα σου.
Τι σχέση έχεις με την Ελλάδα; Τη μισείς; Τη ζηλεύεις; Την εκδικείσαι; Αδιαφορείς; Την αγαπάς;
Ποιά είναι η σχέση που έχεις λοιπόν με τη χώρα σου;
"Την αγαπώ", απαντάς χωρίς να σκεφτείς πολύ.
Πολύ ωραία. Αγαπώ (τι ωραία λέξη!), σημαίνει προστατεύω, υπερασπίζομαι, προσφέρω, αγωνιώ, νοιάζομαι, βοηθώ, στηρίζω, κ.ο.κ.
Αν ήταν γυναίκα (η χώρα) κάπως έτσι θα τη ζωγράφιζα σε ένα καμβά: Μια εικοσάχρονη πεινασμένη, κοκαλιασμένη, με ξεσκισμένα ρούχα και αχτένιστα βρώμικα μαλλιά, με πληγές σε όλο της το σώμα, ξυπόλητη με ματωμένες πατούσες, με χαρακιές στο πρόσωπο, σπασμένα δόντια και ματωμένα χείλη. Και δυό μάτια να σε κοιτούν ίσως με φόβο, ίσως με ενοχή.
Αυτή είναι η εικόνα της Ελλάδας μας σήμερα. Πώς κατάντησε όμως έτσι;
Είναι απλό. Οι Έλληνες αποδείχτηκαν κακοί εραστές. Με πρώτους τους πολιτικούς, όσους έχουν δημόσια αξιώματα, αλλά και τους ίδιους τους πολίτες. Στο διάβα της ιστορίας της η ερωτική σχέση των πολιτών και των πολιτικών με τη χώρα, αλλοιώθηκε και μεταμορφώθηκε σε κάτι άλλο που δεν είναι έρωτας.
Όταν ο Καραϊσκάκης έπαιρνε το γιαταγάνι του και ανέβαινε στα βουνά, το έκανε γιατί ήταν ερωτευμένος με την Ελλάδα. Το ίδιο και ο Σολωμός όταν έγραφε τους "Ελεύθερους Πολιορκημένους". Ερωτευμένος ήταν και αυτός. Και ανάμεσά τους και άλλοι πολλοί ερωτευμένοι.
Στη συνέχεια άλλαξε το πράμα..............
Η ευγένεια και η τρυφερότητα που οι άνθρωποι άγγιζαν το σώμα της Ελλάδας, άρχισε να δίνει τη θέση της σε απότομες και άγαρμπες κινήσεις. Το σώμα έδειχνε να μην αντιδρά, ίσως γιατί αιφνιδιάστηκε, ίσως γιατί ένιωθε απροστάτευτο, ίσως και άλλα πολλά ακόμα. Αυτή η δουλικότητα, ο φόβος, η ενοχή, έθρεψαν και άλλο το πάθος του (πρώην) εραστή. Οι κινήσεις πια ήταν απειλητικές, επιθετικές, βίαιες. Οι φωνές του πόνου ακούγονταν παντού. Στους δρόμους, στις πλατείες και στις πέρα γειτονιές. Όλοι εκεί κοντά άκουγαν και όλοι μπορούσαν να δουν. Και τότε συνέβη το ανέλπιστο. Κάποιοι πλησίασαν και άρχισαν να αυνανίζονται μπροστά στο θέαμα και κάποιοι άλλοι ποιο τολμηροί πλησίασαν πιο κοντά για να τη βλέπουν και να τους βλέπει. Έκαναν κύκλο γύρω από το σώμα και με αργά βήματα όλο και πλησίαζαν σφίγγοντας τον κλοιό. Μετρούσαν τη δύναμή τους υπολογίζοντας ταυτόχρονα τα περιθώρια αντίστασης του σώματος. Και όταν η έξαψη νίκησε το φόβο, όταν η ενοχή νικήθηκε από την επιθυμία, τότε μεμιάς, πέσαν πάνω της και κει το κακό μεταμορφώθηκε σε τέρας. Οι πιο γρήγοροι μπήκαν βίαια μέσα της φιμώνοντας ταυτόχρονα το στόμα της για να μην ακούσουν από την πέρα πόλη οι κάτοικοι τα αναφιλητά και τις ικεσίες για βοήθεια. Οι υπόλοιποι της τραβούσαν τα μαλλιά, την κλωτσούσαν στο πρόσωπο, της χαράκωναν την πλάτη, και γυμνοί όπως ήταν, ουρούσαν πάνω στις πληγές. Ο πόνος ήταν φρικτός. Τόσο φρικτός που μια κραυγή κατόρθωσε να νικήσει κείνο το χέρι που τη φίμωνε. Και ήταν τόσο δυνατή η κραυγή που πέρασε από τη μιά άκρη της πολιτείας ως την άλλη. Και δεν άργησαν να φτάσουν και οι άλλοι για να δουν τι συμβαίνει. Και ήρθαν εραστές από τη Μακεδονία, από την Κρήτη, απ' τα νησιά και τον Έβρο. Κόσμο να δουν τα μάτια σου.
"Ντροπή", "αίσχος", "κάτω τα χέρια", φώναζαν όλοι με οργή και αγανάκτηση. Μα καθώς περνούσε η ώρα οι φωνές ηρεμούσαν και η οργή καταλάγιαζε.
Λίγο πριν πέσει ο ήλιος συνέβη και το άλλο ανέλπιστο. Όλοι πια, όλοι, είχαν στήσει χορό στης γυναίκας το σώμα. Τα αίματα ανάμεσα στα σκέλια της είχαν γίνει ένα με τον αρρωστημένο ιδρώτα των ανθρώπων. Όλα γίνονταν πια γρήγορα και εναλλάξ. Το σώμα δεν αντιδρούσε, δεν φώναζε, δεν έκλαιγε. Μόνο τα μάτια είχε ανοιχτά καρφωμένα στο ταβάνι, υγρά, αλλά χωρίς δάκρυα να κυλούν. Γύρω φωνές, αγκομαχητά, βρισιές, μυρωδιά από σπέρμα και βρώμικο χνώτο.
Αυτός πια δεν ήταν βιασμός. Ήταν η εκτόνωση του πιο σκοτεινού σημείου της ανθρώπινης φύσης. Θύμα μια λιγερόκορμη κόρη που κάποτε δόξασε και δοξάστηκε. Την έλεγαν Ελλάδα.
Τι σχέση έχεις με την Ελλάδα; Τη μισείς; Τη ζηλεύεις; Την εκδικείσαι; Αδιαφορείς; Την αγαπάς;
Ποιά είναι η σχέση που έχεις λοιπόν με τη χώρα σου;
"Την αγαπώ", απαντάς χωρίς να σκεφτείς πολύ.
Πολύ ωραία. Αγαπώ (τι ωραία λέξη!), σημαίνει προστατεύω, υπερασπίζομαι, προσφέρω, αγωνιώ, νοιάζομαι, βοηθώ, στηρίζω, κ.ο.κ.
Αν ήταν γυναίκα (η χώρα) κάπως έτσι θα τη ζωγράφιζα σε ένα καμβά: Μια εικοσάχρονη πεινασμένη, κοκαλιασμένη, με ξεσκισμένα ρούχα και αχτένιστα βρώμικα μαλλιά, με πληγές σε όλο της το σώμα, ξυπόλητη με ματωμένες πατούσες, με χαρακιές στο πρόσωπο, σπασμένα δόντια και ματωμένα χείλη. Και δυό μάτια να σε κοιτούν ίσως με φόβο, ίσως με ενοχή.
Αυτή είναι η εικόνα της Ελλάδας μας σήμερα. Πώς κατάντησε όμως έτσι;
Είναι απλό. Οι Έλληνες αποδείχτηκαν κακοί εραστές. Με πρώτους τους πολιτικούς, όσους έχουν δημόσια αξιώματα, αλλά και τους ίδιους τους πολίτες. Στο διάβα της ιστορίας της η ερωτική σχέση των πολιτών και των πολιτικών με τη χώρα, αλλοιώθηκε και μεταμορφώθηκε σε κάτι άλλο που δεν είναι έρωτας.
Όταν ο Καραϊσκάκης έπαιρνε το γιαταγάνι του και ανέβαινε στα βουνά, το έκανε γιατί ήταν ερωτευμένος με την Ελλάδα. Το ίδιο και ο Σολωμός όταν έγραφε τους "Ελεύθερους Πολιορκημένους". Ερωτευμένος ήταν και αυτός. Και ανάμεσά τους και άλλοι πολλοί ερωτευμένοι.
Στη συνέχεια άλλαξε το πράμα..............
Η ευγένεια και η τρυφερότητα που οι άνθρωποι άγγιζαν το σώμα της Ελλάδας, άρχισε να δίνει τη θέση της σε απότομες και άγαρμπες κινήσεις. Το σώμα έδειχνε να μην αντιδρά, ίσως γιατί αιφνιδιάστηκε, ίσως γιατί ένιωθε απροστάτευτο, ίσως και άλλα πολλά ακόμα. Αυτή η δουλικότητα, ο φόβος, η ενοχή, έθρεψαν και άλλο το πάθος του (πρώην) εραστή. Οι κινήσεις πια ήταν απειλητικές, επιθετικές, βίαιες. Οι φωνές του πόνου ακούγονταν παντού. Στους δρόμους, στις πλατείες και στις πέρα γειτονιές. Όλοι εκεί κοντά άκουγαν και όλοι μπορούσαν να δουν. Και τότε συνέβη το ανέλπιστο. Κάποιοι πλησίασαν και άρχισαν να αυνανίζονται μπροστά στο θέαμα και κάποιοι άλλοι ποιο τολμηροί πλησίασαν πιο κοντά για να τη βλέπουν και να τους βλέπει. Έκαναν κύκλο γύρω από το σώμα και με αργά βήματα όλο και πλησίαζαν σφίγγοντας τον κλοιό. Μετρούσαν τη δύναμή τους υπολογίζοντας ταυτόχρονα τα περιθώρια αντίστασης του σώματος. Και όταν η έξαψη νίκησε το φόβο, όταν η ενοχή νικήθηκε από την επιθυμία, τότε μεμιάς, πέσαν πάνω της και κει το κακό μεταμορφώθηκε σε τέρας. Οι πιο γρήγοροι μπήκαν βίαια μέσα της φιμώνοντας ταυτόχρονα το στόμα της για να μην ακούσουν από την πέρα πόλη οι κάτοικοι τα αναφιλητά και τις ικεσίες για βοήθεια. Οι υπόλοιποι της τραβούσαν τα μαλλιά, την κλωτσούσαν στο πρόσωπο, της χαράκωναν την πλάτη, και γυμνοί όπως ήταν, ουρούσαν πάνω στις πληγές. Ο πόνος ήταν φρικτός. Τόσο φρικτός που μια κραυγή κατόρθωσε να νικήσει κείνο το χέρι που τη φίμωνε. Και ήταν τόσο δυνατή η κραυγή που πέρασε από τη μιά άκρη της πολιτείας ως την άλλη. Και δεν άργησαν να φτάσουν και οι άλλοι για να δουν τι συμβαίνει. Και ήρθαν εραστές από τη Μακεδονία, από την Κρήτη, απ' τα νησιά και τον Έβρο. Κόσμο να δουν τα μάτια σου.
"Ντροπή", "αίσχος", "κάτω τα χέρια", φώναζαν όλοι με οργή και αγανάκτηση. Μα καθώς περνούσε η ώρα οι φωνές ηρεμούσαν και η οργή καταλάγιαζε.
Λίγο πριν πέσει ο ήλιος συνέβη και το άλλο ανέλπιστο. Όλοι πια, όλοι, είχαν στήσει χορό στης γυναίκας το σώμα. Τα αίματα ανάμεσα στα σκέλια της είχαν γίνει ένα με τον αρρωστημένο ιδρώτα των ανθρώπων. Όλα γίνονταν πια γρήγορα και εναλλάξ. Το σώμα δεν αντιδρούσε, δεν φώναζε, δεν έκλαιγε. Μόνο τα μάτια είχε ανοιχτά καρφωμένα στο ταβάνι, υγρά, αλλά χωρίς δάκρυα να κυλούν. Γύρω φωνές, αγκομαχητά, βρισιές, μυρωδιά από σπέρμα και βρώμικο χνώτο.
Αυτός πια δεν ήταν βιασμός. Ήταν η εκτόνωση του πιο σκοτεινού σημείου της ανθρώπινης φύσης. Θύμα μια λιγερόκορμη κόρη που κάποτε δόξασε και δοξάστηκε. Την έλεγαν Ελλάδα.
.........................................................................................................................
Υστερόγραφο.
Αν λοιπόν αγαπάς τη χώρα νεοέλληνα, δεν έχεις διλήμματα τούτη τη χρονική στιγμή. Ήρθε ή ώρα να δώσεις, δεν είναι η στιγμή να πάρεις. Πήρες και πήραμε όλοι μας περισσότερο απ' όσα μας αναλογούσαν (όχι πάντα σε χρήματα) και υπό αυτή την έννοια όλοι είμαστε συνυπεύθυνοι στο έγκλημα. Άλλος λίγο και άλλος πολύ, ναι, αλλά όλοι.
Τράβα τώρα και πήγαινε στην εργασία σου και θάψε για κάμποσο χρόνο το δικαίωμα της απεργίας και τα "νόμος είναι το δίκιο του εργάτη". Γιατί τώρα (άγραφος) νόμος είναι η αγάπη στη χώρα σου. Και αν αποδειχθεί ότι έπαιξαν με την αγάπη σου, μη σκας. Όσο περισσότερο αγάπησες τόσο περισσότερο θα εκδικηθείς. Και θα είναι η πιο ευγενική πράξη που έπραξες. http://d-alikakos.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου