Αννιτα Λουδαρου Είχαμε ένα ψηλό στην τάξη που κρέμαγε κάθε φορά που είχαμε γεωγραφία τον
χάρτη στο καρφί του πίνακα. Τον θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Θυμάμαι και
τα διαλλείματα , τις ώρες, τη μυρωδιά του σαπουνιού στα ρούχα. Μα δεν
θυμάμαι καλά τον γραφικό μου χαρακτήρα.
Θυμάσαι τον γραφικό σου χαρακτήρα ; Λίγα χαρτάκια πάνω στα ντουλάπια της κουζίνας , στο ψυγείο , στα πλαινά του απορροφητήρα , κάτι σου θυμίζουν ....
'' Πήρες γάλα; '' , '' Συγνώμη'' , '' Πάμε θάλασσα μετά τη δουλειά ; '' Και παίρνει χρώμα το σπίτι μέσα σε λεπτά.
Νοσταλγείς ; Γιατί δεν το λες ; Αδύνατον θα μου πεις. Δεν έχει save στις κουβέντες , ούτε επεξεργασία , ούτε ορθογραφικό και γραμματικό έλεγχο . Ούτε προεπισκόπηση . Μεγάλο ρίσκο , παράτολμο.
Κι όμως όλοι τριγύρω μιλάμε γράφοντας ( κάποτε και φωτογραφίζοντας) . Συγγραφείς κανονικοί, συγγραφείς wannabe, οικονομολόγοι συγγραφείς, νομικοί, ψυχολόγοι συγγραφείς, καλλιτέχνες συγγραφείς , δημοσιογράφοι συγγραφείς , κανονικοί άνθρωποι . Γράφουμε , σχολιάζοντας μια ζωή που ζούμε και μια άλλη που θα θέλαμε να ζούμε. Γράφουμε και ξαναγράφουμε την προσωπική μας απελπισία , την οικονομική μας ανασφάλεια, τις αδυναμίες μας , τα πάθη και τα λάθη μας. Έρχεται η γλώσσα , να μας ανοίξει και να νας βοήθήσει να επικοινωνήσουμε και εμείς αντιστεκόμαστε . Κι άλλες φορές αρνιόμαστε καθολικά. Αντί να ανοίξουμε τα παραθυρόφυλλα , δροσιά να μπει του Μάη, κλείνουμε ερμητικά . Κολλημένες κασέτες. Μιλάμε την διάλεκτο των συντηρητικών, των προοδευτικών, των αριστερών , των νεοφιλελεύθερων, των ποιοτικών, των επιφανειακών. Έτσι είναι η διάλεκτος των πολυπαραγοντικώς απελπισμένων. Κάθε λέξη και καημός , κάθε κουβέντα βράχος. Και απομακρύνεται όλο και περισσότερο ο κοινός τόπος και ακόμα περισσότερο ο κοινός τρόπος.
Δεν ακούμε ο ένας τον άλλο. Δεν ρωτάμε με αληθινό ενδιαφέρον ΄΄Τι κάνεις ; πως είσαι ; πως περνάς ; '' και αν τύχει και τα καραφέρουμε να ρωτήσουμε σπανιώς πέρνουμε απάντηση. Σαν να είναι η απόσταση φωλιά για να κουρνιάσουμε. Και καταλήγουμε στην κραυγή. Και στην διαλεκτική της κραυγής που θρέφει και ενισχύει την νύχτα.Καταλήγει ο νους ορφανός . Ένας νους που έτσι κι άλλιώς είναι στο μεγαλύτερο του μέρος αχαρτογράφητος . Παντοδύναμος σκηνοθέτης αναμνήσεων χαράς και δράματος. Πως μπορεί άραγε ένας ορφανός νους να ταξινομήσει, ν΄ αναλύσει, να δημιουργήσει και να αντέξει αντιθέσεις, να συνθέσει , να ισορροπίσει ; Πως θα μπορέσει να κάνει στην άκρη, να αμφισβητήσει τον ίδιο του τον εαυτό και να βρει νέες λύσεις και προοπτικές ;
Ενισχύει τη νύχτα του φασισμού και της βίας. Και η βία δεν είναι μονάχα στην πολιτική , στο παρακράτος, στο δρόμο . Είναι μέσα μας. Στα λόγια μας. Όλων μας. Στο σπίτι μας. Στην αδυναμία κατανόησης του παιδιού μας. Στις επιλογές μας , στις προκαταλήψεις και στα στερεότυπα μας. Στην απλή καθημερινή μας επικοινωνία και στην απουσία της. Στις λέξεις μας.
Αυτή είναι η πατρότητα της βίας σε τέτοιες στείρες εποχές. Και ό,τι ζούμε και βλέπουμε στις οθόνες μας η κραυγή της.
Η Αννίτα Λουδάρου είναι ψυχοθεραπεύτρια , αρθρογράφος που ζει καταναλώνοντας λέξεις.
Θυμάσαι τον γραφικό σου χαρακτήρα ; Λίγα χαρτάκια πάνω στα ντουλάπια της κουζίνας , στο ψυγείο , στα πλαινά του απορροφητήρα , κάτι σου θυμίζουν ....
'' Πήρες γάλα; '' , '' Συγνώμη'' , '' Πάμε θάλασσα μετά τη δουλειά ; '' Και παίρνει χρώμα το σπίτι μέσα σε λεπτά.
Νοσταλγείς ; Γιατί δεν το λες ; Αδύνατον θα μου πεις. Δεν έχει save στις κουβέντες , ούτε επεξεργασία , ούτε ορθογραφικό και γραμματικό έλεγχο . Ούτε προεπισκόπηση . Μεγάλο ρίσκο , παράτολμο.
Κι όμως όλοι τριγύρω μιλάμε γράφοντας ( κάποτε και φωτογραφίζοντας) . Συγγραφείς κανονικοί, συγγραφείς wannabe, οικονομολόγοι συγγραφείς, νομικοί, ψυχολόγοι συγγραφείς, καλλιτέχνες συγγραφείς , δημοσιογράφοι συγγραφείς , κανονικοί άνθρωποι . Γράφουμε , σχολιάζοντας μια ζωή που ζούμε και μια άλλη που θα θέλαμε να ζούμε. Γράφουμε και ξαναγράφουμε την προσωπική μας απελπισία , την οικονομική μας ανασφάλεια, τις αδυναμίες μας , τα πάθη και τα λάθη μας. Έρχεται η γλώσσα , να μας ανοίξει και να νας βοήθήσει να επικοινωνήσουμε και εμείς αντιστεκόμαστε . Κι άλλες φορές αρνιόμαστε καθολικά. Αντί να ανοίξουμε τα παραθυρόφυλλα , δροσιά να μπει του Μάη, κλείνουμε ερμητικά . Κολλημένες κασέτες. Μιλάμε την διάλεκτο των συντηρητικών, των προοδευτικών, των αριστερών , των νεοφιλελεύθερων, των ποιοτικών, των επιφανειακών. Έτσι είναι η διάλεκτος των πολυπαραγοντικώς απελπισμένων. Κάθε λέξη και καημός , κάθε κουβέντα βράχος. Και απομακρύνεται όλο και περισσότερο ο κοινός τόπος και ακόμα περισσότερο ο κοινός τρόπος.
Δεν ακούμε ο ένας τον άλλο. Δεν ρωτάμε με αληθινό ενδιαφέρον ΄΄Τι κάνεις ; πως είσαι ; πως περνάς ; '' και αν τύχει και τα καραφέρουμε να ρωτήσουμε σπανιώς πέρνουμε απάντηση. Σαν να είναι η απόσταση φωλιά για να κουρνιάσουμε. Και καταλήγουμε στην κραυγή. Και στην διαλεκτική της κραυγής που θρέφει και ενισχύει την νύχτα.Καταλήγει ο νους ορφανός . Ένας νους που έτσι κι άλλιώς είναι στο μεγαλύτερο του μέρος αχαρτογράφητος . Παντοδύναμος σκηνοθέτης αναμνήσεων χαράς και δράματος. Πως μπορεί άραγε ένας ορφανός νους να ταξινομήσει, ν΄ αναλύσει, να δημιουργήσει και να αντέξει αντιθέσεις, να συνθέσει , να ισορροπίσει ; Πως θα μπορέσει να κάνει στην άκρη, να αμφισβητήσει τον ίδιο του τον εαυτό και να βρει νέες λύσεις και προοπτικές ;
Ενισχύει τη νύχτα του φασισμού και της βίας. Και η βία δεν είναι μονάχα στην πολιτική , στο παρακράτος, στο δρόμο . Είναι μέσα μας. Στα λόγια μας. Όλων μας. Στο σπίτι μας. Στην αδυναμία κατανόησης του παιδιού μας. Στις επιλογές μας , στις προκαταλήψεις και στα στερεότυπα μας. Στην απλή καθημερινή μας επικοινωνία και στην απουσία της. Στις λέξεις μας.
Αυτή είναι η πατρότητα της βίας σε τέτοιες στείρες εποχές. Και ό,τι ζούμε και βλέπουμε στις οθόνες μας η κραυγή της.
Η Αννίτα Λουδάρου είναι ψυχοθεραπεύτρια , αρθρογράφος που ζει καταναλώνοντας λέξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου