Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Καπνός

Photo: Dr Pho
 Tης Αννίτας Λουδάρου   Σούρουπο ήταν όταν ξέφυγε. Δεν είχε βάρος και πετούσε. Μέρες ταξίδευε και περνούσε πάνω από τις φτωχογειτονιές και τα νεκροταφεία. Όταν κουραζόταν, έκοβε. Κρατιόταν τότε από τις γωνιές και ρουφούσε λίγο αέρα. Μπροστά και πίσω του τα κουτιά, με τις τραβηγμένες κουρτίνες και τις αναμμένες λάμπες. Τρύπωνε το βλέμμα του, μέσα από τα παράθυρα και έβλεπε.
Μια σούπα που έβραζε στην κατσαρόλα, δυό παιδιά που διαβάζανε και άλλα κολλημένα στα πληκτρολόγια. Ένα ζευγάρι που χώριζε, την Κα Βούλα με την ανία της ξαπλωμένη, ένα κοριτσάκι να παίζει πιάνο και άλλους πολλούς σκυφτούς να περπατούν, γυρίζοντας. Θυμότανε τότε εκείνο το καθημερινό...
λαχάνιασμα που τον κρατούσε στην παλιά  ζωή, έπαιρνε κουράγιο και έφευγε ξανά, να συνεχίσει. Προορισμός του η μια και μοναδική κοινή πατρίδα. Δεν ήξερε πού ακριβώς θα την βρει. Τραβούσε όμως, όσο περισσότερο μπορούσε μακριά απο κει που συμπτωματικά σχεδόν, γλίτωσε. Τελικά το μόνο που τον βοήθησε ήταν το μικρό του σχήμα. Αυτό που έκανε τους άλλους να μην του πολυδώσουν σημασία και έτσι να σωθεί την μέρα που σηκώθηκε ο καπνός. Ένας καπνός χωρίς φωτιά. Και εξανεμίστηκαν όσα είχαν οι γείτονες, όσα έπιαναν, όσα μέσα στην παλάμη τους κρατούσαν, μαζί με την ματαιοδοξία τους. Όλα αυτά διαλυόντουσαν στον αέρα, σαν μαύρος καπνός. Επιδιώξεις, προσδοκίες, όλα τα άμεσα, τα παθητικά, τα άπληστα, τα άπειρα μικρά κομματάκια των κατακερματισμένων γεγονότων, που κατά καιρούς είχαν προσπαθήσει να χορτάσουν την πείνα, πολλών κατοίκων αυτής της γειτονιάς. Τώρα όλα αυτά έγιναν καπνός και τύφλωσαν τα μάτια. Φοβήθηκαν και τα χέρια και ούτε ένα γιατί δεν θυμήθηκαν να γράψουν. Ούτε αυτός ο εύστροφος ανθρωπάκος δεν γλίτωσε από τον καπνό. Άδειασε και μουτζουρώθηκε και αυτός.
Λες και τ΄ αποφάσισε το πλυσταριό της Ιστορίας, να ξεπλύνει αυτή την ντροπή και να αφήσει τον καπνό να βγει να τα σκεπάσει όλα. Και από την μια τα χόρτα της παιδικής τους αλάνας που ανέβαιναν από τα βάθη του μυαλού και κρύβανε την θέα και από την άλλη ο καπνός, χαθήκανε πολλοί γειτόνοι. Γλίτωσε τούτο δω. Το μικρό απόσπασμα, των εντόσθιων κινήτρων. Ακριβώς την τελευταία στιγμή γλίστρησε από το καπάκι του μυαλού, την ώρα που οι σκέψεις σαν έντομα αλλάζαν τις θέσεις των εναλλακτικών λύσεων και δραπέτευσε από την κλίμακα του σκοταδιού. Ταξίδεψε στην απλωσιά του χρόνου. Κρατούσε γερά στην μικροσκοπική παλάμη του τον μοναδικό εκείνο συνδυασμό για να μονοιάσει ο λόγος και το αίσθημα. Προχωρούσε προς την μια και μοναδική κοινή πατρίδα που ο άνθρωπος γνωρίζει. Τις αναμνήσεις. Εκεί ήθελε να ριζώσει. Και αφού τις αγκαλιάσει και τις τακτοποίησει να ανοίξει νέο δρόμο. Γνωρίζοντας πια και γράφοντας με τα χέρια του το εδάφιο, στο οποίο ανήκει ως αναντικατάστατο απόσπασμα.
Συνέχισε το ταξίδι του. Και συνεχίζει ακόμα. Και αν το δείτε, μην ντραπείτε, μιλήστε του και ρωτήστε για τον καπνό. Έχει πολλά να πει.  Protagon 
*Η Αννίτα Λουδάρου γράφει εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: