Γιάννης Μακριδάκης Και ενώ μέχρι πριν λίγες μέρες όλοι ήταν ανάστατοι και καταφέρονταν με μένος και οργή ενάντια στο Μνημόνιο 2 και στα μέτρα που το συνόδευαν, κυρίως τα εργασιακά, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πριν μια βδομάδα κατέβηκαν στους δρόμους σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, ενώ κάηκε η Αθήνα, ενώ κλάπηκε η αρχαία Ολυμπία καταμαρτυρώντας την αποσύνθεσή μας, ξαφνικά από χτες όλοι γίνανε αισιόδοξοι. Αναρωτιέμαι αν είμαι ηλίθιος ή αν όλοι οι διαμορφωτές της ειδησεογραφίας είναι χειρότεροι δωσίλογοι από τους κυβερνώντες. Μ' αυτές τις σκέψεις ξεκίνησα τη μέρα μου σήμερα, Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012, κι επειδή μού πέσανε βαριές, αποφάσισα να πάρω το βενζινοπρίονο που είναι πιο ελαφρύ και να πάω για ξύλα, να αποξεχαστώ......
Έβαλα και στην τσέπη μου τον λογαριασμό του ΟΤΕ για να περάσω από το ταχυδρομείο να τον πληρώσω το μεσημέρι, μετά τη δουλειά. Μα το βενζινοπρίονο μού φύλαγε μιαν έκπληξη, χάλασε η αλυσίδα και μ' έκανε να τελειώσω πριν την ώρα μου, να πάω και στο ταχυδρομείο πιο νωρίς απ' ότι υπολόγιζα. Ήτανε μάλλον για να δω αυτό που συνέβαινε εκεί αυτή την ώρα και να νιώσω μεγάλη ντροπή και τύψεις.
Διότι μέσα στο ταχυδρομείο, σαν έφτασα, είδα να κάθονται σε δυο καρέκλες ο Παναγής και ο Στέλιος. Αδέλφια, άνω των 90 χρόνων και οι δυο, μένουν σ' ένα χωριό λίγο πιο πάνω από το δικό μου και η κάθοδός τους προς τη Βολισσό αποτελεί ταξίδι, το οποίο σίγουρα προγραμμάτιζαν καιρό.
Ο Παναγής κι ο Στέλιος λοιπόν. Παλικάρια είκοσι χρονών στην Κατοχή, φύγανε λαθραία από το νησί για τη Μέση Ανατολή, εν γνώσει τους ότι θα καταταγούν στον ελληνικό στρατό κι ότι θα πολεμήσουν. Πήρανε μέρος στη μάχη του Ελ Αλαμέιν, κλειστήκανε για δυο χρόνια στα Σύρματα του Ντεκαμερέ, επιστρέψανε ως δακτυλοδεικτούμενοι αριστεροί στο χωριό τους μετά την απελευθέρωση και φύγανε αμέσως εξορία. Πρώτα στον Αη Στράτη και ύστερα στο Μακρονήσι. Βασανίστηκαν ανελέητα, είδανε συντρόφους τους να τρελαίνονται και άλλους να πεθαίνουνε σφαδάζοντας και κατόπιν, σαν λευτερωθήκανε απ' όλα αυτά, γυρίσανε πάλι στο χωριό τους, για να ζήσουνε μια ζωή με τη ρετσινιά του κομμουνιστή που τους κόλλησαν οι γελοίοι πολιτικάντηδες της εποχής.
Δουλέψανε παλικαρίσια τη γη για πάνω από μισόν αιώνα και σήμερα, την ώρα που έλαχε να μπω κι εγώ στο ταχυδρομείο, ήτανε ήδη μέσα αυτοί, γέροι άνθρωποι, καθόντουσαν στην καρέκλα βαστώντας αγκαλιά, σαν φυλαχτό, μια πάνινη τσάντα γεμάτη έγγραφα, και κοιτάζανε με συστολή και δέος την υπάλληλο. Φτιάχνανε τα χαρτιά τους, μου είπανε, μήπως και πάρουνε ένα βοήθημα από την Πρόνοια διότι δεν έχουνε εισόδημα να ζήσουν.
Κατέβασα τα μάτια μου στο δάπεδο. Δε μπορούσα ούτε να τους κοιτάξω κατάματα όση ώρα περίμενα κι εγώ τη σειρά μου πίσω τους. Μονάχα άκουγα την υπάλληλο να βαράει δυνατά κάτι σφραγίδες κι έβλεπα με την άκρη του ματιού μου τους γέροντες να την θωρούν με το στόμα ανοιχτό κι ένα βλέμμα που έμοιαζε με αυτό που ο καρκινοπαθής κοιτάζει τον γιατρό, αναζητώντας την ελπίδα σε κάθε γκριμάτσα του.
Σε μια στιγμή η κυρία πίσω από τον γκισέ τούς έτεινε κάποια επίσημα χαρτιά και τους ξαπόστειλε για το ΚΕΠ λέγοντάς τους ότι δεν πρόκειται να βγάλουνε άκρη διότι δεν έχουν καμιά Απόφαση της Πρόνοιας κι έτσι δεν πρόκειται να πάρουνε βοήθημα, είναι και η εποχή δύσκολη, έτσι τους είπε. Παρόλα αυτά την ευχαρίστησαν οι γέροντες, μαζέψανε με δυσκολία τα χαρτιά τους από τον πάγκο, τα χώσανε στην πάνινη τσάντα, χαιρετίσανε με τα τρεμάμενα χέρια τους κι εμένα και την υπάλληλο και βγήκανε, βοηθώντας ο ένας τον άλλονε, από το ταχυδρομείο, να πάρουνε τον μάταιο γολγοθά προς την επόμενη υπηρεσία.
Ντράπηκα πάρα πολύ σήμερα. Για την κατάντια της Ελλάδας ντράπηκα. Για αυτούς που δηλώνουνε αισιόδοξοι πως θα παρθεί απόψε το βράδυ στις Βρυξέλες η απόφαση που θα σώσει τη χώρα ντράπηκα.
Ντράπηκα και δεν ήξερα πού να κρυφτώ στη θέα των δυο γερόντων που ζήσανε στο πετσί τους την Ιστορία της Ελλάδας κατά τον εικοστό αιώνα, που σταθήκανε παλικάρια απέναντι στη ζωή, που κοιτάξανε με περιφρόνηση κάθε είδους δωσίλογο και προσκυνημένο, που πληρώσανε με το κορμί τους τις Ιδέες τους, και που ακόμα τώρα, στη δύση μιας ζωής γεμάτης κακουχίες, το ελληνικό κράτος τους εκδικείται και τους αφήνει να πεθάνουνε στην ανέχεια.
Πλήρωσα τον λογαριασμό μου και πήρα των οματιών μου. Να χαθώ στο βουνό, να ξελαφρώσω τις τύψεις μου. Ούτε η σκέψη ότι κι εγώ, αν καταφέρω να φτάσω στην ηλικία τους, τα ίδια και χειρότερα θα αντιμετωπίσω, με έκανε να νιώσω καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου