Σελιδες

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

"Κι αυτό θα περάσει..."

Tης Χριστιάννας Λούπα          Ο παππούς μου καταγόταν από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας κι είχε άλλα έντεκα αδέρφια. Ο πατέρας του είχε κτήματα κι επιθυμούσε και τα παιδιά του να ασχοληθούν με τη γη και τη διαχείριση της περιουσίας. Ο παππούς όμως λάτρευε τα Γράμματα κι είχε βάλει σκοπό της ζωής του να μορφωθεί, με αποτέλεσμα πατέρας και γιός να έρθουν σε ρήξη και ο τελευταίος να εγκαταλείψει την πατρική εστία, προκειμένου να πραγματοποιήσει το όνειρό του.
Πηγαίνει στη Σμύρνη όπου θα περάσει δύσκολα χρόνια παλεύοντας ολομόναχος να τα βγάλει πέρα και να σπουδάσει. Δουλεύει και παράλληλα φοιτά στην Ευαγγελική Σχολή. Παρ’ όλη την ένδεια ωστόσο, αρνιέται κάθε βοήθεια. Κάποιο διάστημα μάλιστα χορταίνει μόνο με ψωμί – κι αυτό λιγοστό – όταν ξεραίνεται δε, το χτυπά με μια πέτρα για να μπορέσει να το φάει.....

Τελειώνει τη Γυμναστική Ακαδημία και κατόπιν γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή, που ήταν και ο στόχος του, ενώ παράλληλα είναι σε θέση να εργάζεται ως καθηγητής Σωματικής Αγωγής και να ζει κάπως καλύτερα. Στο μεταξύ, έχει μάθει μόνος του βιολί, γαλλικά και ιταλικά.
Κατόπιν ξεσπά ο Βαλκανικός Πόλεμος και ο παππούς έρχεται στην Ελλάδα και κατατάσσεται ως εθελοντής. Θα πάρει δύο μετάλλια ανδρείας και τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος.
Στο μεταξύ, έρχεται το καταραμένο 1922. Τον πατέρα του τον σκότωσαν οι Τούρκοι, τα περισσότερα αδέρφια του πέθαναν στα στρατόπεδα εργασίας ή στην προκυμαία της Σμύρνης (κατά το «συνωστισμό»!). Μονάχα οι δύο αδερφοί και οι δύο αδερφές του κατάφεραν να περάσουν στην αντίπερα όχθη, όπου βέβαια έμελλε να βιώσουν τα πέτρινα χρόνια της προσφυγιάς. Ο παππούς έχει ήδη παντρευτεί και διοριστεί ως Φιλόλογος και όσο μπορεί τους βοηθά οικονομικά.
Η γερμανική κατοχή θα τον βρει γυμνασιάρχη στην Κατερίνη. Συλλαμβάνεται από τους Βούλγαρους με την κατηγορία της προπαγάνδας υπέρ της Ελλάδας. Μετά από πολλά βασανιστήρια και ξύλο αφήνεται ελεύθερος. Λίγο αργότερα συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και ανακρίνεται προκειμένου να αποκαλύψει μια ομάδα ανταρτών που είχε κρυμμένα όπλα στο υπόγειο του σχολείου. Κάποιος τους είχε καταδώσει. Παρ’ όλο το ξύλο δεν αποκαλύπτει τίποτα και τον ετοιμάζουν για εκτέλεση. Τον σώζει με μεγάλη δυσκολία ένας εκπληκτικός άνθρωπος, ο Βάλτερ, ο αυστριακός αξιωματικός της Βέρμαχτ που είχε επιτάξει το μισό σπίτι όπου έμενε η οικογένεια στην Κατερίνη και ο οποίος δεν έπαψε ούτε στιγμή να βοηθά αρρώστους και πεινασμένους όπως μπορούσε, με κίνδυνο της ίδιας της ζωής του.
Ύστερα από λίγο ο παππούς μετατίθεται στη Θεσσαλονίκη, όπου ολόκληρη η οικογένεια θα δεινοπαθήσει στο μεγάλο λιμό. Μαυραγορίτης μεγάλος και τρανός επιχειρεί να τον δωροδοκήσει με άφθονα τρόφιμα, προκειμένου να πάρει απολυτήριο ο ανεπίδεκτος μαθήσεως γιος του. Παρ’ όλο που τα παιδιά του κοντεύουν να πεθάνουν από την πείνα, ο παππούς επιστρέφει ως απαράδεκτη τη δελεαστική προσφορά και ο γιος μένει στην ίδια τάξη.
1944. Η Ελλάδα αιμορραγεί από τη γάγγραινα του Εμφυλίου. Ο διαβόητος μαυραγορίτης δεν ξεχνά και τον καταδίδει ως προδότη και φασίστα στον ΕΛΑΣ. Τον πάνε στον καπετάν – Γιώτη (Χαρίλαο Φλωράκη) στο Λαγκαδά. Μετά από λίγες μέρες αποφασίζεται η εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες.
Εντελώς οριακά, καταφέρνει να τον γλιτώσει ένας αγνός ιδεολόγος κομμουνιστής φίλος που τον γνώριζε καλά. Επιστρέφει στο σπίτι, σωστό ερείπιο. Η υγεία του έχει καταβληθεί δραματικά. Λίγα χρόνια αργότερα θα πεθάνει από καρκίνο.
Η γιαγιά, δυναμική και μορφωμένη για την εποχή της γυναίκα, μέσα στην καταχνιά της Κατοχής, είχε κεντήσει ένα όμορφο εργόχειρο πάνω σε μετάξι, που έγινε κάδρο. Λίγα λουλούδια, ένα Σταυρός και κεντημένη με όμορφα καλλιγραφικά γράμματα η φράση «Κι αυτό θα περάσει».
Το κάδρο αυτό βρίσκεται σε περίοπτη θέση στον τοίχο του δωματίου μου για να μου υπενθυμίζει, αλλά και να μου δίνει δύναμη στα δύσκολα κι αδιάβατα. Το κοιτώ κάθε πρωί και παίρνω δύναμη και κουράγιο. Το κοιτώ κάθε βράδυ και ντρέπομαι. Ντρέπομαι που μεμψιμοιρώ, που γκρινιάζω, που παραπονιέμαι. Ντρέπομαι, γιατί άλλοι πορεύτηκαν στη ζωή αγκαλιά με το θάνατο και δε λύγισαν. Ντρέπομαι, γιατί άλλοι ανέβηκαν Γολγοθά ξανά και ξανά κι είχαν πάντα το κεφάλι ψηλά…
Χριστιάννα Λούπα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου