Την ταπεινή και φρόνιμη γυναίκα σου ήθελες εσύ. Τον ταπεινό και υπάκουο λαό σου να σε προσκυνά. Το γιο σου ήθελες εσύ, το άγονο νησί σου και το γέρο σου πατέρα, τον ετοιμοθάνατο. Τα σπαθιά σου και τα τόξα σου. Την αγορά και τη φλυαρία των γερόντων. Βουκόλους και γιδοβοσκούς να σε θαυμάζουν. Την ταπεινή, θνητή σου φύση ήθελες ν’ ακολουθήσεις. Να κυνηγάς αγριόχοιρους, να κλέβεις τα γειτονικά κοπάδια, να σφάζεις και να τρως στο μέγαρό σου βόδια.
Την καθημερινή ρουτίνα του χωριάτικου αρχοντικού σου ήθελες,
τις υποτακτικές σου δούλες και τις κότες που τριγυρίζουν και τσιμπολογούν γύρω απ’ το θρόνο σου. Τις ψείρες στο κρεβάτι σου και τους κοριούς. Το στέμμα γύρω από τα λιγδωμένα σου μαλλιά. Τα ξεραμένα αίματα από τις θυσίες στην αυλή σου και τις αλογόμυγες.
Αφέντης ήθελες να είσαι εσύ, αρσενικό με άγρια γένια,
με νύχια βρώμικα και περιδέραια από χρυσό πάνω στα στήθια σου, τα λερωμένα από τα κρέατα κι απ’ το κρασί. Τις δούλες ν’ αγκαλιάζεις ήθελες εσύ, ν’ αφήνεις γέλια τρανταχτά και η βασίλισσα γυναίκα σου να τρέμει, να κρύβεται μες στους θαλάμους, κάθε φορά που θα επιστρέφεις μεθυσμένος. Το γιο σου να διατάζεις ήθελες, τους άλλους άρχοντες να σε φοβούνται και να σκύβουν το κεφάλι. Την εξουσία σου ήθελες εσύ.....
Αυτά ονειρεύεσαι, αυτές τις δόξες νοσταλγείς.
Τα αθάνατα έργα τα δικά μου δεν σε ενδιαφέρανε.
Σε τρόμαξαν τα μυστικά της νιότης και τα θαύματα.
Επαρχιώτη άντρα, φύγε, πήγαινε στο καλό. Εγώ θα μείνω εδώ παρέα με την αθανασία και τη δύναμή μου. Πότε-πότε κάποιος περαστικός θεός θα έρχεται, θα λέμε δυο ευγενικές κουβέντες κι ύστερα πάλι θα γυρνώ στη θεϊκή μου μοναξιά.
«Αλίμονο, θεά», μου είχες πει ένα βράδυ. «Πώς είναι δυνατό να συγκριθείς εσύ η αθάνατη με τη φτωχή μου Πηνελόπη;» Αλλά εσύ την Πηνελόπη σκέφτεσαι.
Κι έτσι θα μείνω πάλι μοναχή στο ερημικό νησί μου και κάποτε ένας άλλος ναυαγός θα ξεβραστεί στη θάλασσά μου. Θα είναι απελπισμένος και θα τα έχει χάσει όλα και θα ζητά μια θηλυκή αγκαλιά για να ξεχάσει.
Εγώ θα είμαι εδώ. Θα του χαρίσω την αγάπη μου και θα τον κάνω βασιλιά μου. Θα αλείψω μύρα το κορμί του και θα απαλύνω την καρδιά του με λόγια τρυφερά. Τις νύχτες θα του δίνω το αθάνατο κορμί μου,
τις μέρες θα του τραγουδώ. Ακόμα θα του υποσχεθώ πως θα τον κάνω ισότιμό μου, αθάνατο. Αλλά κι αυτός, όπως εσύ, θα νοσταλγήσει κάποτε την Πηνελόπη του κι εγώ θα τον αφήσω να πάει να τη βρει.
Πάλι μετά από καιρό θα έρθει ένας άλλος, ύστερα ένας άλλος.
Αυτή είναι η μοίρα της θεϊκής Καλυψώς. Κανείς θνητός δεν είναι μαθημένος να ζει ανέμελα κοντά μου. Όλοι τις Πηνελόπες σας ποθείτε,
μ’ αυτές η αρσενική σας δύναμη είναι ασφαλής.
Όμως τα πρώτα χρόνια, Οδυσσέα, με είχες αγαπήσει. Κι ήσουν πολύ περήφανος που μια θεά ξάπλωνε στο κρεβάτι σου. Σ’ άφηνα, όταν κάναμε έρωτα, να έρχεσαι από πάνω μου, θυμάσαι; Ήσουν πολύ αδύναμος ακόμα τότε κι έβρισκα εγώ τεχνάσματα για να αποχτήσεις πάλι την παλιά σου δύναμη.
Μέρα τη μέρα έβλεπα τη μεταμόρφωσή σου. Γαλήνεψε το τρομαγμένο πρόσωπό σου, το βλέμμα σου έγινε στέρεο σιγά-σιγά. Χαμογελούσες, έπαιζες μαζί μου στην ακρογιαλιά. Τα χέρια σου μ’ αγκάλιαζαν με εμπιστοσύνη, το κορμί σου με ήθελε. Ήταν εκείνη η πιο όμορφη εποχή του έρωτά μας. Την Πηνελόπη σου δεν τη θυμόσουν τότε.
Ύστερα πέρασαν τα χρόνια κι έγειρε πάλι η ζυγαριά. Το θεϊκό μου βάρος σε συνέθλιψε, δεν με άντεξες. Άρχισες τότε τις μοναχικές σου βόλτες στην ακτή και ξύπνησε η κλέφτρα νοσταλγία, η επίπλαστη. Γιατί αυτό που ήθελες, ήταν να φύγεις από μένα, απ’ τη σοφία και τη δύναμή μου, Οδυσσέα. Η αρσενική σου φύση με είχε φοβηθεί.
Φύγε λοιπόν, πήγαινε στο καλό. Εγώ θα μείνω εδώ, στο αθάνατο νησί μου, παίζοντας και φοβίζοντας τους ναυαγούς.
Όμως εσύ κλεισμένος μέσα στον ασφυχτικό σου χρόνο αγνοείς
αυτό που εγώ η αθάνατη γνωρίζω:
Είμαι, Οδυσσέα, οι γυναίκες που έρχονται, οι μοναχικές και οι σοφές, οι δυνατές και οι περήφανες. Οι βασιλιάδες και οι ήρωες είναι για μας αθύρματα. Τους όμορφους διαλέγουμε για το κρεβάτι μας, τότε που η μοναξιά μας γίνεται βαριά, τότε που είναι ανάγκη να ξεγελάσουμε τη φύση, που θέλουμε να χαμηλώσει η φωνή της. Τις άλλες αρετές σας δεν τις χρειαζόμαστε, τα σώματά σας μόνο αποζητάμε. Τη συντροφιά τους κάποιες νύχτες που αργεί να ξημερώσει.
Ένα μικρό κομμάτι του εαυτού μας σας ποθεί, όχι εμείς. Κρύβουμε την τεράστια σκιά μας να μη σας τρομάξουμε, ξαπλώνουμε ανάσκελα κι εσείς γελιέστε. Υποκρινόμαστε τις Πηνελόπες, αλλά είμαστε άλλες.
Είμαστε θεές.
Πήγαινε, Οδυσσέα, στο βασίλειό σου, πήγαινε στην Ιθάκη, σ’ αυτούς που θα σε προσκυνήσουν και θα σε επευφημήσουν. Εγώ εδώ θα μείνω, στο ερημικό νησί μου, παρέα με την αθανασία και τη σεβαστή μου πλήξη. Ποτέ οι άντρες δεν θα γίνουν σύντροφοί μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου