Της Καίτης Βασιλάκου Υπάρχει στη γλώσσα μας μια πολύ σαφής διάκριση ανάμεσα στο ζωντανό σώμα και το νεκρό, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε ανθρώπους.
Αλλά και όταν αναφερόμαστε σε ζώα, η διάκριση αυτή υπάρχει σε πολλές περιπτώσεις. Λέμε παραδείγματος χάριν: «Υπάρχει μια γάτα στον κήπο» και εννοούμε μια ζωντανή γάτα. Αλλιώς θα λέγαμε: «Υπάρχει μια νεκρή γάτα στον κήπο». Η διάκριση αυτή χάνεται, όταν το νεκρό ζώο προορίζεται για τη διατροφή μας. Τότε μιλάμε για «κατσικάκια, αρνάκια, μοσχαράκια» κλπ και είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε εδώ ότι χρησιμοποιούμε τις ίδιες χαϊδευτικές λέξεις, όταν δείχνουμε στα παιδιά μας αυτά τα ζώα ζωντανά. Η γλώσσα μας δηλαδή υπακούοντας στις βαθύτερες σκέψεις μας αποφεύγει να μιλήσει για πτώματα ζώων, όταν πρόκειται να τα βάλουμε στο τραπέζι μας και να τα φάμε.
Δεν ισχύει το ίδιο και με το νεκρό άνθρωπο. Εδώ η γλώσσα κάνει σαφή τη διάκριση: ο ζωντανός άνθρωπος είναι ο τάδε....
. Ο πεθαμένος είναι η σορός του τάδε, είναι το πτώμα (από το ρήμα πίπτω) του τάδε ή ο νεκρός του τάδε. Αυτό σημαίνει ότι στο μυαλό μας έχει γίνει ο διαχωρισμός, δηλαδή θεωρούμε άνθρωπο αυτόν που είναι ζωντανός, ενώ ο νεκρός είναι αυτό που απομένει, όταν έχει φύγει η ζωή από το σώμα του, είναι δηλαδή τα λείψανά του. Το ίδιο περίπου σημαίνουν και οι λέξεις «σκήνωμα» (= κατοικία, διαμονή, σώμα) και «κουφάρι» (από το κούφος =ελαφρός, μάταιος, κούφιος).
Στη συνείδησή μας επομένως άνθρωπος είναι ο ζωντανός άνθρωπος. Επειδή το θέμα είναι οπωσδήποτε δυσάρεστο, δεν καθόμαστε να αναλύσουμε αυτή τη διαφορά, ωστόσο στο μυαλό μας η διάκριση είναι ξεκάθαρη. Και επειδή το νεκρό σώμα ενός ανθρώπου είναι κάτι που δεν αφορά τους ζωντανούς - στην πραγματικότητα δεν έχουμε τι να το κάνουμε - γι αυτό το ενταφιάζουμε ή το καίμε, δηλαδή το επιστρέφουμε στη φύση.
Σε σπάνιες περιπτώσεις θέλουμε να το κρατήσουμε μαζί μας, μολονότι δεν είναι καθόλου απλό, εφόσον το νεκρό σώμα ακολουθεί συγκεκριμένους φυσικούς νόμους και προχωρεί στην αποσύνθεσή του. Με την τεχνική της μουμιοποίησης ο άνθρωπος προσπαθεί να κρατήσει το νεκρό ανάμεσα στους ζωντανούς, αλλά το αποτέλεσμα είναι οικτρό. Η μουμιοποίηση είναι μια απογοητευτική απόπειρα να μιμηθούμε τη ζωή, όταν η ζωή είναι απούσα.
Είναι αλήθεια ότι για λίγες ώρες μετά το θάνατο ο νεκρός διατηρεί τη μορφή που είχε ως ζωντανός και αυτό προκαλεί στους συγγενείς και φίλους του μια οικειότητα, η οποία όμως οικειότητα θα μεταβληθεί σε τρόμο και αποτροπιασμό, αν δεν φροντίσουν έγκαιρα να επιστρέψουν το νεκρό στη φύση. Επομένως καλά κάνουν που τον ενταφιάζουν ή τον καίνε, πριν αρχίσει η σήψη.
Για να το πούμε αλλιώς, το σώμα του νεκρού δεν ανήκει σε κανένα ζωντανό και κανείς ζωντανός δεν το θέλει κοντά του. Οι οικείοι του σεβόμενοι τη μνήμη του μπορούν να κάνουν διάφορες τελετές, στην ουσία όμως το νεκρό σώμα έχει φύγει από τη δικαιοδοσία τους. Στη δικαιοδοσία τους είναι να μοιραστούν την περιουσία του αποδημήσαντος, να του κάνουν μνημόσυνα και να εκτελέσουν τις τελευταίες του επιθυμίες, αν είναι εφικτές.
Ούτε στην Πολιτεία ανήκει ο νεκρός, γιατί κι αυτή δεν έχει τι να τον κάνει. Η Πολιτεία απλώς ρυθμίζει τη νομική και την πρακτική πλευρά του θέματος και μεριμνά να γίνονται οι κηδείες με κοινωνικά αποδεκτό τρόπο.
Ούτε και στο νεκρό φυσικά ανήκει το σώμα του, διότι ο νεκρός δεν έχει δυνατότητα ιδιοκτησίας, δεν έχει συνείδηση και δεν μπορεί να έχει άποψη.
Ο μόνος ιδιοκτήτης του νεκρού σώματος είναι λοιπόν η φύση, επειδή από τη φύση προήλθε αυτό το σώμα και εκεί μόνο μπορεί να επιστρέψει. Πολύ ωραία το αποδίδει η γνωστή φράση που έχουμε ακούσει όλοι: «Χους ει και εις χουν απελεύσει», που σημαίνει ότι οι πρόγονοί μας πολύ καλά ήξεραν ποιο είναι το μέλλον των ζωντανών γενικώς.
Επειδή ο άνθρωπος έχει πάρει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό του, μπορεί να μεταχειρίζεται τα νεκρά ζώα με όποιο τρόπο του αρέσει, για τους νεκρούς όμως ανθρώπους απαιτεί σεβασμό και υπάρχει και ο σχετικός νόμος περί προσβολής νεκρού. Ο σεβασμός προς το νεκρό είναι στοιχείο πολιτισμού, ωστόσο στάθηκε στο παρελθόν τροχοπέδη, όταν κάποιοι ιδιόρρυθμοι ερευνητές ήθελαν να κάνουν ανατομία σε νεκρά σώματα για να ανακαλύψουν πώς ήταν ο άνθρωπος από μέσα. Η ιατρική καθυστέρησε για αιώνες και ήταν αυτό η αιτία, οι δε ανήσυχοι ερευνητές έβρισκαν το μπελά τους, έτσι και τους έπιαναν να ανατέμνουν νεκρούς.
Σήμερα αυτό έχει ευτυχώς ξεπεραστεί, έχει όμως ανακύψει νέο πρόβλημα με τις μεταμοσχεύσεις. Στο βάθος του μυαλού μας η αφαίρεση οργάνων από ένα νεκρό θεωρείται βεβήλωση και αυτός είναι ένας (ακόμη) λόγος που ο κόσμος στέκεται δισταχτικός στη δωρεά οργάνων.
Ο ίδιος ο όρος « δωρεά οργάνων» είναι κατά τη γνώμη μου άστοχος. Ο νεκρός δεν είναι σε θέση να δωρίσει τίποτε. Ούτε οι οικείοι του μπορούν να δωρίσουν τα όργανα του νεκρού, εφόσον ο νεκρός, όπως είπαμε, δεν τους ανήκει, ανήκει στη φύση.
Αν κάποιος ζωντανός αποφασίσει να προσφέρει πχ το νεφρό του, αυτός πράγματι λέγεται δωρητής, γιατί ο ζωντανός ορίζει το σώμα του, είναι ο ιδιοκτήτης του και μπορεί να το διαθέσει όπως θέλει. (Μεταξύ μας ωστόσο: οι ζωντανοί είμαστε συνιδιοκτήτες με τη φύση, διότι αυτή επεμβαίνει στο σώμα μας και το καθορίζει, χωρίς μάλιστα να ζητήσει τη γνώμη μας).
Ωστόσο υπάρχουν φράσεις στη γλώσσα μας που δείχνουν πόσο πρόθυμοι είμαστε μερικές φορές να παραχωρήσουμε το σώμα μας σε κάποιον άλλον. «Είμαι δική σου» ή «είμαι δικός σου» λέμε σ’ αυτόν που αγαπάμε, αλλά φυσικά δεν το εννοούμε. Στην πραγματικότητα δεν έχουμε καμιά κυριότητα πάνω πχ στα πόδια ή στα χέρια κάποιου άλλου. Είμαστε ιδιοκτήτες μόνο του σώματός μας, όσο καιρό βέβαια είμαστε ζωντανοί. Μετά θάνατον δεν κατέχουμε τίποτα, το σώμα μας το κατέχει η φύση.
Όταν επομένως ένας άνθρωπος φύγει από τη ζωή, εμείς κρατάμε την ανάμνησή του και το έργο του, το σώμα του όμως δεν το κρατάμε, διότι είτε το έχουμε συνειδητοποιήσει είτε όχι, δεν έχουμε πάνω του καμιά κυριότητα. Το νεκρό σώμα επιστρέψει στη φύση και η φύση θα το χρησιμοποιήσει στις ανακυκλώσεις της.
Αλλά ο άνθρωπος έχει μάθει να παίρνει από τη φύση ό,τι χρειάζεται και το κάνει αυτό αυθόρμητα, επειδή από τη φύση εξαρτάται η επιβίωσή του. Παίρνει το νερό και τους καρπούς της, τα ορυκτά της, την πέτρα και το ξύλο της, παίρνει τη σάρκα και το δέρμα των ζώων (μια μηλιά δεν είναι δωρητής μήλων ούτε ένα αρνί δωρητής σώματος). Αν έχει πάντως ποιητική διάθεση, μπορεί να πει ότι η φύση του δωρίζει τα αγαθά της. Και με τον ίδιο τρόπο ακριβώς μπορεί να πει ότι η φύση του δωρίζει και τα μοσχεύματα των (κλινικά) νεκρών ανθρώπων, με τα οποία θα σώσει τη ζωή των ζωντανών.
Η χρησιμοποίηση ανθρώπινων οργάνων από (κλινικά) νεκρούς ανθρώπους πρέπει να είναι λοιπόν υποχρεωτική. Αυτό θα γίνει πραγματικότητα, αν όλοι μας συνειδητοποιήσουμε ότι δεν κατέχουμε το νεκρό σώμα κανενός για να μπορούμε να το διαθέτουμε κατά τις προσωπικές μας επιθυμίες. Ούτε πρέπει να χρησιμοποιούμε τους όρους «δωρητής» και «δωρεά», όρους που χαϊδεύουν τα αυτιά μας και γαργαλούν τη μεγαθυμία μας. Δεν δωρίζουμε τίποτα, εφόσον δεν το κατέχουμε.
Αυτή πρέπει να είναι η φιλοσοφία των μεταμοσχεύσεων.
Η πρακτική της πλευρά είναι άλλο ζήτημα και αυτό πρέπει να απασχολήσει τους ειδικούς. Πώς δηλαδή οι υποχρεωτικές μεταμοσχεύσεις θα πραγματοποιούνται μέσα σε αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο που δεν θα επιτρέπει την κατάχρηση, την παρανομία ή τον ενδεχόμενο δόλο συγγενών και γιατρών. Καίτη Βασιλάκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου