Βλέπετε, η μητέρα της δεν ήταν τόσο τυχερή όσο ο Γιάννης, το παιδί που μένει σε μια ισόγεια γκαρσονιέρα δίπλα από το σπίτι μου. Είχε βάλει το λάδι στο τηγάνι και, αφοσιωμένος στο διάβασμά του, το ξέχασε για ώρα. Άρπαξε φωτιά και, ρίχνοντας μια κουβέρτα, που όπως είπαν οι πυροσβέστες «έπρεπε να είναι βρεγμένη», βγήκε και ζήτησε βοήθεια από τη γειτόνισσά του. Θα ήταν λίγα δευτερόλεπτα που είχε εγκαταλείψει το σπίτι, όταν μια ισχυρή έκρηξη τίναξε τα πάντα στον αέρα. Ο κόσμος έντρομος έτρεξε για βοήθεια. Ήταν και η Εύα εκεί. «Φτηνά τη γλίτωσες», είπαν στον Γιάννη οι πυροσβέστες, «το ωστικό κύμα θα σε είχε σκοτώσει». Εκείνος πήρε τηλέφωνο τον πατέρα του και προσπαθούσε να δικαιολογηθεί για το κακό που τον βρήκε. «Αυτό το μάθημα ήθελα να περάσω ρε πατέρα, ήμουν τόσο απορροφημένος», τον άκουσα να του λέει με δάκρυα στα μάτια. Με δάκρυα μου είχε τηλεφωνήσει πριν χρόνια και η Κατερίνα. Μόλις είχε μάθει πως πήρε υποτροφία και θα μπορούσε να πάει στην Αμερική για το μάστερ της. Παιδεμένο κορίτσι. Η μάνα με κινητικά προβλήματα και ο πατέρας παραδομένος σε κάποιον εθισμό. Ήταν στα 24 και δούλευε ήδη δύο χρόνια ως πωλήτρια σ’ ένα μαγαζί στο Κουκάκι. «Έχω βαρεθεί, δεν αντέχω άλλο», μου είχε πει γεμάτη απόγνωση. Σε μια βδομάδα έφυγε, αφήνοντας τη μάνα της με τη θεία της. Πρόσφατα την είδα στο Παρίσι στην Odeon. Είχε αλλάξει. Για την ακρίβεια τη θυμάμαι πιο ωχρή. Από το στυλ της κατάλαβα πως ακολουθούσε το ψαγμένο artρεύμα της Μονμάρτης. Της είχε μείνει απωθημένο να πιάσει ένα πινέλο και να ζωγραφίζει, κάτι που της άρεσε να κάνει από παλιά. Με ρώτησε αν θέλω να μου κάνει το πορτραίτο. Δέχτηκα. Πήρα μια μοιραία πόζα και αφέθηκα για τον καμβά της, κοιτώντας την καμπάνα της Sacre Coeur και ακούγοντας την πλανόδια τραγουδίστρια να ερμηνεύει Εντίθ Πιάφ. «Εδώ θα μείνω», ψέλλιζε όσο βουτούσε τα πινέλα της στην παλέτα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα κρέμασα το πορτραίτο μου απέναντι από το γραφείο. Εκεί καθόμασταν με την Ιωάννα, όταν χτύπησε το τηλέφωνό της. Απόρησε, γιατί η ώρα ήταν περασμένη. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο σύντροφός της. Παντρεύονταν τον άλλο μήνα. Λογομάχησαν για ώρα και μετά το έκλεισαν. Από τακτ δε ρώτησα κάτι παραπάνω. Την επόμενη μέρα έφυγε για την Αθήνα. Μέσα σε μια νύχτα χώρισαν. Χωρίς πολλά-πολλά. «Νιώθω πως κάτι έσπασε μέσα μου», μου είπε με βλέμμα συγχυσμένο, «σαν κάτι ν’ άλλαξε». Όπως και για μένα άλλαξε, όταν μια μέρα σκέφτηκα τι χάνω, όταν δε λέω αυτά που σκέφτομαι, όταν δεν κάνω αυτά που θέλω. Όταν δεν προσπαθώ να γυρίσω σελίδα και να γράψω εγώ το παραμύθι μου, όταν μένω στις έξωθεν συμβουλές και δεν παίρνω ποτέ αποφάσεις. Όταν βλέπω τη ζωή τη δική μου και των γύρω μου να περνά και εγώ να κουνάω μαντίλι. Ας μην αφήνουμε τίποτα για αργότερα, γιατί όλα είναι ένα τσαφ!
Με την Εύα δεν έτυχε ποτέ να συστηθώ. Θα ’μαι 4-5 χρόνια μεγαλύτερός της. Την θυμάμαι από τότε που έπιανε το χέρι της μαμάς της, πηγαίνοντας μαζί μέχρι το φούρνο της γειτονιάς. Μια φορά, βράδυ του Ιουνίου ήταν, είχαμε ανέβει με τον Δημήτρη στην ταράτσα. Παίζαμε μ’ ένα παλιολέϊζερ, κάνοντας πλάκα στους περαστικούς. Το ρίξαμε κι απέναντι, στο δωμάτιο της Εύας. «Μαμά, μαμά σε σημαδεύουν», την ακούσαμε να λέει, προκαλώντας μας το γέλιο. Αργότερα, η μητέρα της, γιατρός στο επάγγελμα, πήρε ακριβό αυτοκίνητο, γερμανικό. Την άνοιξη, πριν δώσω πανελλήνιες, κινούνταν μόνη της στην Εθνική Οδό, ένα ξαφνικό τετ-α-κε και το αυτοκίνητο στάθηκε κάθετα στη μέση του δρόμου. Δεν πρόλαβε… Η Εύα έχασε το χαμόγελό της.....*Ο ήχος της μοίρας, όταν κάτι αλλάζει τόσο ξαφνικά. Protagon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου