Tου Παντελη Μπουκαλα
Εμπειρη η δημοτική μούσα, εφοδιασμένη με τα πικρά αισθήματα που γέννησαν τα αλλεπάλληλα κύματα μετανάστευσης του ελληνικού πληθυσμού, εσωτερικής κατ’ αρχάς και κατόπιν προς την Ευρώπη, όταν άρχισε να καταρρέει η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μπροστά στους επελαύνοντες Τούρκους, είχε τους λόγους της να καταλήξει στο συμπέρασμα που ακεραιώνεται στο τρίστιχο «η ξενιτιά, η φυλακή, η φτώχεια, η ορφάνια, / τα τέσσερα ζυγιάστηκαν σ’ ένα βαρύ καντάρι, / και πιο βαριά η ξενιτιά με τα πολλά φαρμάκια». Και να μην έχεις υπάρξει μετανάστης ή να μην είχες στην οικογένειά σου ή στον φιλικό σου περίγυρο κάποιον που ξενιτεύτηκε, δεν έχεις τρόπο να μην ενστερνιστείς όσα υποστήριζε και ο ίδιος ο κ. Γ. Παπανδρέου, στην προσωπική του ιστοσελίδα, τον μακρινό καιρό του 2008, με αφορμή την απεργία πείνας δεκαπέντε μεταναστών στα Χανιά: «Οφείλουμε να σεβαστούμε ένα αξίωμα, ότι να είσαι μετανάστης ή πρόσφυγας δεν είναι καθόλου εύκολο»..... Οταν όμως έγινε πρωθυπουργός, ο λόγος του απόμεινε αμετάφραστος και εκτός νοήματος στη γλώσσα της εξουσίας και της πολιτικής ευθύνης. Γιατί φαίνεται ότι το «αξίωμα» αυτό εκπίπτει και παύει να ισχύει όταν γίνεσαι αξιωματούχος και πρέπει πια να δώσεις νόημα πρακτικό στα λόγια σου, όσα αποσπούσε από το στόμα, το μολύβι ή το πληκτρολόγιό σου η αντιπολιτευτική ευκολία.
Αλλά ας επιστρέψουμε στην ανώνυμη ελληνική μούσα αλλοτινών καιρών, έχοντας στο νου μας ότι τα γράμματα, στη γενικότερη έννοιά τους, από δράματα ξεκινούν και δράματα αναδεικνύουν. Και το δράμα του ξενιτεμού κρατάει αιώνες, με θύματά του τους αμέτρητους λαούς που βρέθηκαν στην ανάγκη να μισέψουν, σπρωγμένοι από πολέμους, κατακτήσεις, τυραννικά καθεστώτα ή τη βαρύτατη ανέχεια και εκ των πραγμάτων αδιάφοροι για όσα ενδέχεται να ορίζουν κρατικοί νόμοι και διεθνείς συμβάσεις· όταν πέφτουν οι βόμβες πάνω στο κεφάλι σου, για να σε εκδημοκρατίσουν, τι άλλο, το τελευταίο που θα σκεφτείς αν τύχει να το γνωρίζεις είναι η Συνθήκη Σένγκεν ή το Δουβλίνο Νο 1, 2 κ. ο. κ. Τον 15ο αιώνα λοιπόν ή, όπως δείχνουν ορισμένα στοιχεία της γλώσσας και της τεχνοτροπίας, ακόμα και πριν από αυτόν, ένας άγνωστος Κρητικός, σίγουρα ξενιτεμένος, συνέθεσε σε ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο ένα ποίημα που φέρεται με τον τίτλο «Περί της ξενιτείας» (ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να βρει το πλήρες κείμενο, και την ιστορία του, στο βιβλίο «Τα “Περί της ξενιτείας” ποιήματα» του Γιάννη Κ. Μαυρομάτη, έκδοση του Δήμου Ηρακλείου και της Βικελαίας Βιβλιοθήκης, 1995). Οσο πιθανό κι αν είναι να ακούγεται κοινότοπο σήμερα το περιεχόμενο του μακροσκελούς ποιήματος, η αξία του δεν οφείλεται αποκλειστικά στην παλαιότητά του, στη μισή χιλιετία του βίου του, ούτε στις σχέσεις αλληλοτροφοδοσίας που έχει με την καθαυτό δημοτική ποίηση (λόγου χάρη, ο 67ος στίχος του ποιήματος, «η ξενιτεία και ο θάνατος αδέλφια λογούνται», απαντά ατόφιος και σε δημοτικό τραγούδι). Το γεγονός ότι εδώ ο ξένος, που αυτοονομάζεται Αλέξιος μέσα στο ποίημα, μένει εθνικά αταύτιστος, μένει δηλαδή με το μοναδικό πλήρες όνομά του: άνθρωπος, δίνει στο κείμενο τον χαρακτήρα ενός θρήνου που μπορεί να ειπωθεί σε οποιαδήποτε γλώσσα, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε και να μεταφραστεί «αυτόματα» σε όλες τις υπόλοιπες γλώσσες. Ας ακούσουμε κάποιους από τους στίχους του, για να γευτούμε συν τοις άλλοις και την τοτινή δημοτική μας:
«Θέλω να κάτσω ο ταπεινός, ο παραπονεμένος, / διά ν’ αρχίσω τίποτες εκ την αρχή του κόσμου, / να γράψω ο πολύθλιβος ολίγον καταλόγιν, / να βάλω λόγια θλιβερά, πικρά, φαρμακωμένα, / περί των ξένων τες πικριές, πώς περπατούν στα ξένα / και πώς διαβάζουν την ζωήν μυριοτυραννισμένα, / να γράψω τα παθάνουσι οι μυριοτυραννισμένοι, / τες θλίψες και τα βάσανα και τες αναισχυντίες, / τα δάκρυα και τες χολές οπού ουδέν τους λείπουν· / αυτά να γράψω ο ταπεινός, οπόχουν καθ’ ημέραν. / Ακουσον δε και της νυκτός τον πόνον πώς διαβάζουν / οι ξένοι οι κακόμοιροι και οι κακογραμμένοι. / Οταν γαρ έλθη η νυκτί, ν’ αναπαυθή ο κόσμος, / υπά να πέση ο ελεεινός, να κοιμηθή ο ξένος, / αναθυμάται και θρηνεί και βαριαναστενάζει, / το πώς τον εκατέφερεν η τύχη του στα ξένα / και μυριοτυραννίζει τον νύκτα και την ημέραν».
Σαν να ακούμε και να βλέπουμε, αρκεί βέβαια να έχουμε τη διάθεση, ένα ρεπορτάζ για τα σημερινά με τον τρόπο άλλων καιρών: «Ακούσετε να σας ειπώ πώς περπατούν οι ξένοι: / υπά να περπατήσουσι, δεν ημπορούν να πάσιν, / ο νους τους περιορίζεται, ου ξεύρουν να μιλήσουν, / και όπου θεωρούν και περπατούν θαυμάζονται και λέγουν, / παραμιλούν και περπατούν, αυτοί ’ναι βουρλισμένοι, / και παλαβούς τους λέγουσιν τους ξένους εις τα ξένα, / βρίζουν και ονειδίζουν τους και πάντα υπομένουν. / Γίνεται ο ξένος του μωρού σαμάριν και καθίζει». Ολα ίδια. ΄Η μάλλον όχι όλα, γιατί (στην Ελλάδα, αλλά και στα ευρωπαϊκά δυτικά της και στα ασιατικά ανατολικά της) δεν είναι οι μωροί, οι ανόητοι, εκείνοι που χρησιμοποιούν σαν σαμάρι τον ξένο για να στρογγυλοκαθήσουν πάνω του και να νιώσουν αφέντες, αλλά οι ξύπνιοι, οι επιτήδειοι, τα ξεφτέρια.
Είναι οι λαθρέμποροι που τους κοστολογούν πανάκριβα με το κεφάλι, για να τους πετάξουν έπειτα σε κάποιο ξερονήσι ή και στη μέση τη θάλασσας, αφού την πληρωμή τους την έχουν πάρει ήδη. Είναι οι άλλοι λαθρέμποροι, γυναικείας ή και παιδικής σάρκας, που μεριμνούν για την απόλαυση βαριεστημένων αστών ή επιδοματούχων πρώην αγροτών. Είναι, είμαστε, όσοι τους προτιμούμε στην παρανομία δίχως χαρτιά για να μπορούμε έτσι, σαν εργολάβοι, κτηματίες, κτηνοτρόφοι, βιοτέχνες, έμποροι, να εκμεταλλευόμαστε όχι μόνο τη δουλειά τους αλλά και τον φόβο τους, προπάντων αυτόν. Είναι όλες οι μικροσυμμορίες των γραβατωμένων ή των ένστολων που αναπτύχθηκαν γύρω τους παρασιτικά, ληστρικά μάλλον, πουλώντας τους εκδούλευση και «γνωριμίες». Είναι η πολιτεία με τις αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις της που ακόμα και το «θαύμα των Ολυμπιακών Αγώνων» το στήριξε εν πολλοίς σε ξένες πλάτες, για να προλάβει τις προθεσμίες, και η οποία παρεμπιπτόντως έχει αποστολές σε διάφορα πολεμικά μέτωπα, κατά συνέπεια έχει και το μερίδιό της στην «απελευθερωτική» πολεμική βιομηχανία που παράγει αενάως πρόσφυγες. Είναι όσοι δεν έθεταν κανένα πρόβλημα «χωρητικότητας» επί χρόνια, όσο οι ανάγκες μας ή η βολή μας επέβαλλαν έναν πραγματισμό αντίθετο από αυτόν που δίνει τώρα τον τόνο.
Ξαναγυρνάμε ωστόσο στο ποίημα, κι ας ξέρουμε πως οι στίχοι ούτε καθεστώτα γκρεμίζουν ούτε τις παγιωμένες αντιλήψεις ανατρέπουν: «Ομως παρακαλώ σας το, φίλοι και αδελφοί μου, / είτις ουκ είδε ξενιτείαν και εις ξένα ουδέν εδάρη / ας βλέπη κι ας προσέχεται ξένον μην ονειδίση», γιατί «εκείνον τον επέτρωσαν της ξενιτείας αι λύπες. / Γλώσσα δεν έχει να το πη, χείλη να μολογήση». Κι αν έχει, τα ράβει καμιά φορά, για να καταδείξει πως είναι καταδικασμένος να μην ακούγεται. kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου