Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Τον λένε Ευρώπη

 

του Γιώργου Πήττα

Γεννιέσαι. Και όπως αρχίζεις να βλέπεις, να ακούς να περπατάς, να κλαις και να γελάς, μαθαίνεις σχεδόν ταυτόχρονα, να τα βάζεις όλα αυτά σε λέξεις.
Από το μα και μα «μαμά» μέχρι το ναι το όχι και το θέλω.
Κι’ ακολουθούν λέξεις δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες.
Και είναι οι λέξεις αυτές , το νήμα που σε δένει με τον κόσμο, η πυξίδα που σε φέρνει και σε πάει.
Είναι ο καθρέφτης σου και η πατρίδα σου.
Κάποια στιγμή μεταναστεύεις.
Φευγάτος, διωγμένος, διψασμένος για το Άλλο, φτάνεις σε μιαν άλλη πατρίδα κι’ αποφασίζεις να τη κάμεις δική σου.
Να την αφήσεις να σε κατακτήσει, για να την κατακτήσεις.
Μαθαίνεις τη γλώσσα της και τη βάζεις τόσο βαθιά μέσα σου που έρχεται και συναντά όλα σου τα πρωτογενή «αχ». Ξαναλές το μα και το μα «μαμά».
Ξαναγεννιέσαι....
Και είναι μια πραγματική αναγέννηση αυτή, μια μετενσάρκωση κανονική, καθώς ενώ γίνεσαι καινούργιος, καθώς ενδύεσαι μέσα κι έξω ένα καινούργιο σύμπαν, όλο το χθες σου είναι εκεί και σαν το κάρμα των ινδουιστών, σε προσδιορίζει, σε φιλτράρει, σε κοιτάζει.
Αυτά σκεπτόμουν, καθώς έκλεινα την 347η σελίδα του «Με λένε Ευρώπη» του Γκαζμέντ Καπλάνι ολοκληρώνοντας έτσι, την ανάγνωση του πιο ελκυστικού βιβλίου που ήρθε στα χέρια μου τα τελευταία αρκετά χρόνια.
Τρία είναι –κατά τη γνώμη μου- τα πυρηνικά στοιχεία που κάνουν αυτό το βιβλίο τόσο σημαντικό:
Το ένα είναι η γλώσσα του, το άλλο είναι το περιεχόμενο και το τελευταίο η δομή του.
Ο Καπλάνι, γράφει απευθείας στα ελληνικά.
Στη γλώσσα της πατρίδας που υιοθέτησε και τον υιοθέτησε από το 1991.
Φτάνοντας στην Ελλάδα 24 χρόνων, καταφέρνει να χτίσει με κάματο, μια οργανική σχέση με τα ελληνικά, αλλά, έχοντας πάντα το «κάρμα» της γλώσσας με την οποία ήπιε το πρώτο του γάλα, είναι ευτυχώς απαλλαγμένος από κάθε είδους περιττά φτιασίδια.
Προσπερνά τη λεξιλαγνεία, δεν τον διακρίνει απολύτως κανένας ναρκισσισμός, καταφέρνει, μέσα από την διπλή του γέννηση του ο συγγραφέας μπόρεσε να μιλήσει απλά, του δόθηκε ετούτη η χάρη*» για να παραφράσω ελάχιστα τον Γ. Σεφέρη.
Οι 347 σελίδες του βιβλίου διαβάζονται απνευστί καθώς μέσα τους ξετυλίγεται καταιγιστικά, αλλά με εξαιρετικό ρυθμό, η Τραγωδία του σύγχρονου Μετανάστη.
Του ανθρώπου, που βίαια συνήθως, αποκόβεται από την οικειότητα της Γενέθλιας οικειότητας και εκσφενδονίζεται στη μαύρη τρύπα της Αλλοδαπής γινόμενος έτσι από τη μια στιγμή στην άλλη ο δακτυλοδεικτούμενος Ξένος.
Ο Άλλος
Αυτός, τον οποίο ο Ιθαγενής πληθυσμός τείνει από άμυνα να περιθωριοποιήσει γιατί νιώθει ή τον κάνουν να νιώθει, πως διακυβεύεται η τάξη της ζωής του, ακόμα και αν αυτή είναι έτσι κι αλλιώς άθλια.
Ο Καπλάνι πλέκει την διήγησή του σε τρία ουσιαστικά επίπεδα.
Το ένα, αφορά την προσωπική του περιπέτεια, το συγκλονιστικό του πείσμα να βουτήξει στη νέα του πατρίδα και να βραχεί μέχρι το μεδούλι.
Το δεύτερο-εξ ίσου σημαντικό- είναι και πάλι ο Καπλάνι, που επιστρέφει στην Αλβανία του 2041 για να βρει τη χώρα των γονιών του γεμάτη μετανάστες από την Ασία και όχι μόνο, σε μια κατάσταση που θυμίζει την Ελλάδα λίγο πριν την καταβύθισή της στην αξιακή και οικονομική κρίση.
Το τρίτο, είναι οι ντοκιμαντερίστικες αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο, μιας σειράς «Ξένων».
Πραγματικές ιστορίες ανθρώπων που μέσα σε συνθήκες ανείπωτης δυσκολίας και σκληρότητας κατέληξαν στην Ελλάδα για να γνωρίσουν άλλες φορές ένα απάνεμο λιμάνι και άλλες φορές, πολλές δυστυχώς, για να διαπιστώσουν πως η σκληρότητα, η απύθμενη ανοησία και ο κυνισμός της εξουσίας δεν γνωρίζουν ούτε σύνορα ούτε πατρίδα.
Το «Με λένε Ευρώπη», παράλληλα δίνει ένα ηχηρό χαστούκι σε οποιαδήποτε απόπειρα ιδεολογικοποίησης του ρατσισμού, ακυρώνει ουσιαστικά όλη την αρρωστημένη ψευδοπολιτική που καλλιεργεί ο συντεταγμένος Εθνικισμός.
Το πετυχαίνει, γιατί τοποθετεί το ζήτημα στη μία και μοναδική του ουσία, δηλαδή στην περιπέτεια και την τραγωδία του σημερινού Ανθρώπου.
Ο αναγνώστης, οποιαδήποτε ιδεολογική ρίζα και αν έχει, εφόσον είναι σκεπτόμενος θα κατανοήσει σε βάθος μέσα από το βιβλίο, πως όλες οι παράμετροι που συνθέτουν αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «μεταναστευτικό ζήτημα» (και είναι πολλές) έπονται κατά πολύ της μίας και κυρίαρχης διάστασης που το προσδιορίζει: Της Ανθρώπινης.
Εμείς

Αλλά για τους Έλληνες, υπάρχει ακόμα μία πολύτιμη διάσταση στο «Με λένε Ευρώπη».
Εννοώ, τη ματιά του Καπλάνι, για μας.
Η ματιά του «Ξένου» που με αξιοθαύμαστο πείσμα ήρθε στην Ελλάδα για να την ερωτευτεί και να την κερδίσει, για να αφεθεί στις πίκρες και τις ευτυχίες που θα του χαρίσει.
Είναι μια ματιά που μας βλέπει, όπως ακριβώς είμαστε, καθώς οι πρώτες εντυπώσεις του «Ξένου» δεν διαφέρουν σχεδόν καθόλου από τη λαίμαργη ματιά του παιδιού, για τον καινούργιο κόσμο που αντικρίζει.
Είναι η ματιά του ανθρώπου που φτάνει σε νέο τόπο με ένα καραβάνι προσφύγων, γίνεται οικοδόμος, λαντζέρης, περιπτεράς.
Παράλληλα φοιτά στη Φιλοσοφική Σχολή, κάνει τη διατριβή του, γίνεται αρθρογράφος στα Νέα, Διδάκτορας στο Πάντειο, γράφει βιβλία στη νέα του γλώσσα.
Αρπάζει τη ζωή από τα κέρατα και εν τέλει συντρίβει πολλά στερεότυπα δεξιά κι’ αριστερά της απαίδευτης κοινωνίας μας.
Γιατί βέβαια, αυτά τα στερεότυπα βολεύουν τόσο τους διώκτες του κάθε Άλλου όσο και τους μυωπικούς αυτόκλητους εξ επαγγέλματος υπερασπιστές του.
Με λένε Ευρώπη, του Γκαζμέντ Καπλάνι.
Το βιβλίο, θα έπρεπε να είναι προτεινόμενο για ανάγνωση, μελέτη και συζήτηση στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου και στις Σχολές Ανθρωπολογίας και Κοινωνιολογίας.
Θα έπρεπε να το διαβάσουν όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνοκύπριοι καθώς αποτελεί μία σπουδαία μερίδα «τροφής για σκέψη». Ειδικά αυτή την περίοδο, που κάποιοι εκμεταλλεύονται ασμένως την ανυπαρξία Μεταναστευτικής πολιτικής και την ανεπάρκεια πολλών φορέων καλλιεργώντας τον κοινωνικό εκφασισμό.
Όποιος δει το βιβλίο στείρα, είτε δηλαδή μόνο ως λογοτεχνία, είτε αποκλειστικά ως ντοκουμέντο, θα το αδικήσει-κατά τη γνώμη μου- κατάφωρα.
Είναι ένα σπουδαίο επίτευγμα λεπτών ισορροπιών που παράγει μία σπάνια ζεύξη:
Την Αλήθεια μέσα από την Τέχνη και την Τέχνη να πεις την Αλήθεια.
*Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη. Από το «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά», του Γιώργου Σεφέρη (από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄ ).         tvxs.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια: