Μικρές έκκεντρες ιστορίες
Βασιλάκου Καίτη
Είκοσι τέσσερις έκκεντρες ιστορίες αποτελούν τη συλλογή «Οι πόρτες» όπου η τρέχουσα ζωή γυρίζει λοξά το πρόσωπό της για να μας αποκαλύψει μια άλλη διάσταση των πραγμάτων, έναν κόσμο με αναδιατεταγμένα τα γνωστά στοιχεία του, μια άλλη τρέχουσα ζωή δηλαδή.Η λογική κρατά τις αντιστάσεις της, όμως το παράλογο εισβάλλει χρησιμοποιώντας αυτούς ακριβώς τους νόμους της λογικής με σκοπό να την ανατρέψει.
Στο βάθος ωστόσο κινείται πάντα ο κόσμος που αναγνωρίζουμε ως δικό μας: Μάζες ανθρώπων που υποκύπτουν στις ανασφάλειες και στους φόβους τους, μοναχικοί που παίζουν επικίνδυνα παιχνίδια με τις ουτοπίες τους, μεσήλικες που ανακαλύπτουν ότι η ζωή τους υπήρξε τελικά μια φάρσα, περιθωριακοί που θέλουν, αλλά δεν μπορούν να ενταχθούν στο κοινωνικό σώμα, αυτοκτονικοί που αναβάλλουν συνεχώς την αυτοχειρία τους. Κι όλα αυτά αντικατοπτρίζονται ως θολά είδωλα μιας πραγματικότητας που μοιάζει σαν να γλιστρά πονηρά στα όρια της συνείδησής μας, υποψιάζοντάς μας ότι ίσως βρισκόμαστε μέσα σ’ έναν τεράστιο κοσμικό καθρέφτη.
Όλες οι ιστορίες πάντως, είτε είναι αλληγορικές.... είτε τεχνητά παράδοξες, περιστρέφονται σταθερά γύρω από το ίδιο υπαρξιακό αίτημα: τη λαχτάρα για νόημα και δικαίωση της ζωής μας, γιατί χωρίς αυτά δεν είμαστε παρά μια καρικατούρα, ένα φευγαλέο σχήμα, μια οπτασία. Όπως ακριβώς και οι χαρακτήρες αυτών των ιστοριών. ΙΩΛΚΟΣ Εκδόσεις ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ (αποσπασματα)
Μικρές έκκεντρες ιστορίες.
Ένα απόσπασμα από την ιστορία: «Η νόσος».
Αυτό που συνέβη στις τρεις Μαρτίου του έτους 2155 δεν είχε προηγούμενο. Κάποιο κλικ έγινε μέσα στο μηχανισμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς - μάλλον όχι κλικ αλλά κρακ – και όλη η ανθρωπότητα κάθισε κάτω. Αυτό στην κυριολεξία: Κάθισαν όλοι κάτω, σταύρωσαν τα χέρια και αρνήθηκαν να κάνουν το παραμικρό.
Καθώς ο ήλιος ανέτελλε κανονικά, όπως κάνει εκατομμύρια χρόνια, και πήγαινε από την ανατολή προς τη δύση, σε όποιο τόπο ξεκινούσε η ημέρα της τρίτης Μαρτίου του 2155, οι άνθρωποι ξυπνούσαν, σηκώνονταν από τα κρεβάτια τους, έκαναν μερικά βήματα και ξαφνικά σταματούσαν, κοίταζαν γύρω τους με ένα απύθμενο άδειο βλέμμα και μετά κάθιζαν κάτω και δεν ξανασηκώνονταν.
Έτσι μέσα σε λίγες ώρες αδρανοποιήθηκε ολόκληρη η ανθρωπότητα. Με τη λήξη της τρίτης Μαρτίου του 2155 δεν είχε μείνει όρθιος κανείς. Ο ήλιος ανέτειλε βέβαια και στις τέσσερις Μαρτίου του 2155. Αλλά ο κόσμος δεν ήταν πια ο ίδιος.
Εννοείται ότι κάποιοι πέθαναν αμέσως από την πρώτη μέρα – όσοι ήταν πολύ ευάλωτοι και είχαν άμεση ανάγκη από τη φροντίδα των συνανθρώπων τους. Οι περισσότεροι όμως – δηλαδή κάποια δισεκατομμύρια ανθρώπων – παρέμειναν ζωντανοί. Αυτοί εξακολουθούσαν να κάθονται κάτω με σταυρωμένα τα χέρια και κοίταζαν γύρω τους τον κόσμο με βαθύτατη αδιαφορία.
Ένα απόσπασμα από την ιστορία: «Ο τελικός σκοπός».
(...)
Είπε ο Θεός στο γιο και διάδοχό του που ζητούσε συμμετοχή στην εξουσία:
-Γιε μου, είσαι ακόμα πολύ άπειρος για κάτι τέτοιο. Μπορώ όμως να σου φτιάξω ένα μικρό μοντέλο, πάνω στο οποίο θα εξασκηθείς. Όταν εγώ μεθαύριο θα αποσυρθώ, εσύ θα είσαι έτοιμος να αναλάβεις το αξίωμά σου.
-Τι είναι μοντέλο; Ρώτησε ο μικρός.
-Κάτι ας πούμε σαν κούκλα.
-Όπως αυτή που έφτιαξα στον κήπο;
-Για πάμε να τη δούμε, είπε περίεργος ο πατέρας του.
Στον κήπο κάτω από ένα δέντρο φτιαγμένος από χώμα και νερό κειτόταν ο Αδάμ. Ο Θεός τον κοίταξε με αποτροπιασμό.
-Μια κούκλα, γιε μου, συνήθως μοιάζει στο δημιουργό της. Αυτό εδώ το πράγμα είναι ένα έκτρωμα. Τέλος πάντων. Θα κάνουμε και μ’ αυτό τη δουλειά μας.
Ανέβασαν τον άψυχο Αδάμ στο εργαστήριο και ο Θεός τοποθέτησε το μηχανισμό.
-Βλέπε τώρα, είπε στο μικρό. Μόλις πατήσω το κουμπί, η κούκλα σου θα ζωντανέψει. Θα την πάμε στον κήπο κι εκεί θα παίξεις μαζί της όσο θέλεις. Πρόκειται για ένα παιχνίδι διδακτικό, διότι συγχρόνως θα μαθαίνεις και τον αυριανό σου ρόλο. Μην ξεχνάς πως θα γίνεις μια μέρα Θεός.
-Ναι, είπε ο μικρός. Αυτό δεν το ξεχνώ.
Έτσι λοιπόν πάτησαν το κουμπί και ο Αδάμ άνοιξε τα μάτια του στον κήπο της Εδέμ. Είδε τον ήλιο, είδε τα ποτάμια, είδε τα δέντρα φορτωμένα καρπούς, όλα όσα ήταν προκαθορισμένο να δει, τα είδε.
Το Θεό όμως δεν τον είδε ούτε και το γιο του, γιατί αυτό ήταν εκτός των προδιαγραφών του.
-Σήκω και περπάτα, τον διέταξε ο μικρός.
Η Καίτη Βασιλάκου γεννήθηκε στα Χανιά. Σπούδασε αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Ζει μόνιμα στην Αθήνα. Εμφανίστηκε στα γράμματα με το βιβλίο «Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ και άλλες ιστορίες» (εκδόσεις Ιωλκός, 2008). «Οι πόρτες» είναι το δεύτερο βιβλίο της. Συνδέσεις: — Το blog της συγγραφέα | |
|
Άλλα βιβλία του/της
Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ
Οι πόρτες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου