Αφροδίτη Αλ Σάλεχ Η οδύσσεια του Καντίρ είχε ξεκινήσει πριν πολλά χρόνια, όταν σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών οι Ταλιμπάν τον απήγαγαν μαζί με άλλους 20 συμμαθητές του εισβάλλοντας στο σχολείο τους στην πόλη Μαζάρι Σαρίφ, στο βόρειο Αφγανιστάν. Ο Καντίρ και οι συμμαθητές του θα παραμείνουν κρατούμενοι των Ταλιμπάν για ένα μήνα, έως ότου απελευθερωθούν κατά τη διαδικασία ανταλλαγής ομήρων μεταξύ της τότε κυβέρνησης του Αφγανιστάν και των Ταλιμπάν.
Η επιστροφή, όμως, του Καντίρ δεν θα σημάνει το τέλος της περιπέτειάς του, καθώς φτάνοντας σπίτι του θα ανακαλύψει ότι κανείς δεν απόμεινε για να τον περιμένει. Γονείς, αδέλφια, συγγενείς… ολόκληρη η οικογένεια είχε «εξαφανιστεί» και δεν κατόρθωσε να μάθει τι συνέβη, αν ζούσαν ή, μάλλον, πώς χάθηκαν…
Ο Καντίρ δεν είχε άλλη επιλογή. Ακολούθησε το δρόμο της προσφυγιάς, όπως και τόσοι άλλοι φίλοι και γνωστοί του της αφγανικής φυλής των Χαζαρά. Από το Αφγανιστάν στο Πακιστάν κι από εκεί στο Ιράν, όπου και θα παραμείνει για δύο χρόνια έως ότου καταφέρει να συγκεντρώσει τα χρήματα ώστε να διεκδικήσει το δικαίωμα στη ζωή σε κάποια ευνομούμενη χώρα. Επόμενος σταθμός, η Τουρκία. Ένα χρόνο αργότερα κατορθώνει να περάσει με φουσκωτή βάρκα από το Αϊβαλή στη Λέσβο. Η Τουρκία, άλλωστε, δεν αναγνώριζε, κι εξακολουθεί, πολιτικούς πρόσφυγες από μη ευρωπαϊκές χώρες! Κι ο Καντίρ αναμφισβήτητα ήταν πολιτικός πρόσφυγας....
Από τη Λέσβο στην Αθήνα. Με τη βοήθεια του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες θα καταθέσει αίτημα πολιτικού ασύλου και θα του δοθεί προσωρινή στέγη στον ξενώνα της Διεθνούς Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Γιατροί του Κόσμου». Ήταν μόλις δεκαοκτώ χρονών.
Σύντομα έμαθε την ελληνική γλώσσα και άρχισε να βοηθάει εθελοντικά στον ξενώνα των «Γιατρών του Κόσμου». Τρία χρόνια αργότερα είχε γίνει απαραίτητος στον ξενώνα κι όχι μόνο. Άρχισε να εργάζεται σε επαγγελματική πλέον βάση ως διαπολιτισμικός μεσολαβητής-μεταφραστής τόσο στους «Γιατρούς του Κόσμου» όσο και σε άλλες ΜΚΟ, όπως στο «Ιατρικό Κέντρο Αποκατάστασης Θυμάτων Βασανισμού» και το Κέντρο Ψυχικής Υγείας «Βαβέλ». Όμως τα χρόνια πέρναγαν και καμία απάντηση δεν λάμβανε στο αίτημά του για πολιτικό άσυλο, μήτε θετική μήτε αρνητική, όπως και σχεδόν όλοι οι άλλοι αιτούντες πολιτικό άσυλο.
Μια νομοθετική ρύθμιση του 2006 έδινε τη δυνατότητα μετάβασης από το ες αεί καθεστώς του αιτούντα άσυλο στο καθεστώς του οικονομικού μετανάστη. Ο Καντίρ το έπραξε, όσο κι αν ήξερε ότι ο ίδιος δεν ήταν οικονομικός μετανάστης αλλά εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του. Και κάπως έτσι συνέχισε τη ζωή του στη νέα του πατρίδα, συνεπής στα καθήκοντά του ως διαπολιτισμικός μεσολαβητής και γενικών καθηκόντων στους «Γιατρούς του Κόσμου», μέχρι το Σάββατο εκείνο.
Το Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου, νωρίς το βράδυ, ο Καντίρ βγήκε από το σπίτι του, στην περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα, για να πάει στο περίπτερο της πλατείας να αγοράσει τσιγάρα. Δεν είχε πολλή ώρα που είχε γυρίσει από τη δουλειά του. Φόραγε εξάλλου ακόμα τη μπλούζα με τα διακριτικά των «Γιατρών του Κόσμου».
Επιστρέφοντας στο σπίτι του, εκεί, στην Αλκιβιάδου, κοντά στο καφενείο, άκουσε τη βοή της καθόδου από τα σκαλάκια της πλατείας μια ομάδας ανθρώπων που κατευθύνονταν προς το μέρος του, ουρλιάζοντας «αυτόν, αυτόν, αυτόν...». Ο Καντίρ δεν κατάλαβε, δεν πρόλαβε να καταλάβει. Όρμησαν κατά πάνω του. Προσπάθησε να τους ξεφύγει. Ήταν πολλοί. Να ήταν 6, να ήταν 10 ή 20… δεν θυμάται. Ένας τον ακινητοποίησε αρπάζοντάς τον από το λαιμό κι άλλοι άρχισαν να το χτυπούν με μανία. Κάποιος τον χτύπησε με κάτι βαρύ. Σιδηρολοστός, όπως θα μάθει αργότερα. Κι έχασε τις αισθήσεις του.
Το επόμενο που θυμάται είναι οι αστυνομικοί του Α/Τ Παντελεήμονα να τον ξυπνούν και να του βάζουν πάγο στο μάτι του. Δεν θυμάται πώς βρέθηκε εκεί. Οι αστυνομικοί του απάντησαν ότι πήγε μόνος τους. «Δεν θα ήταν ποτέ δυνατό» μας λέει ο ίδιος.
Πέντε μέρες θα μείνει στον Ευαγγελισμό κι από κει στο σπίτι του. Πονάει, ζαλίζεται, ο λάρυγγάς του αιμορραγεί εσωτερικά και δεν βλέπει από το ένα μάτι του. Οι γιατροί δεν ξέρουν αν η όρασή του θα αποκατασταθεί ποτέ πλήρως, μήτε τι αλλά προβλήματα θα του αφήσει αυτή η δολοφονική επίθεση. Όμως τον Καντίρ αυτό που περισσότερο τον πειράζει είναι το συνεχές συναίσθημα του φόβου. «Έχω συνέχεια μπροστά μου την εικόνα αυτή. Να με αρπάζουν και να με χτυπάνε» μας λέει. «Και είναι το ίδιο ακριβώς συναίσθημα… όπως τότε, όταν με κράταγαν οι Ταλιμπάν και δεν ήξερα αν ποτέ θα ξαναδώ τη μάνα μου… κι έπειτα μας ελευθέρωσαν και όταν γύρισα σπίτι μου είχαν χαθεί οι δικοί μου. Αυτός ο φόβος ότι τα είχα χάσει όλα. Πως δεν είχα καμία ελπίδα. Και σήμερα, μετά από όλα αυτά τα χρόνια, νιώθω ακριβώς όπως τότε».
Έξω από το σπίτι του είχε λαϊκή αγορά. Κι όσο μιλάγαμε στο τηλέφωνο ακούγαμε μια ομάδα γνωστών αγνώστων να φωνάζει «Έξω οι ξένοι. Η Αθήνα ανήκει στους Έλληνες».
Ακολουθεί σιωπή. «Πότε θα σταματήσουν όλα αυτά; Τι συμβαίνει στη γειτονιά μας; Πού οδηγείται η χώρα μας;» με ρωτάει, δίχως φυσικά να μπορώ να του δώσω καμία απάντηση.
Η επιστροφή, όμως, του Καντίρ δεν θα σημάνει το τέλος της περιπέτειάς του, καθώς φτάνοντας σπίτι του θα ανακαλύψει ότι κανείς δεν απόμεινε για να τον περιμένει. Γονείς, αδέλφια, συγγενείς… ολόκληρη η οικογένεια είχε «εξαφανιστεί» και δεν κατόρθωσε να μάθει τι συνέβη, αν ζούσαν ή, μάλλον, πώς χάθηκαν…
Ο Καντίρ δεν είχε άλλη επιλογή. Ακολούθησε το δρόμο της προσφυγιάς, όπως και τόσοι άλλοι φίλοι και γνωστοί του της αφγανικής φυλής των Χαζαρά. Από το Αφγανιστάν στο Πακιστάν κι από εκεί στο Ιράν, όπου και θα παραμείνει για δύο χρόνια έως ότου καταφέρει να συγκεντρώσει τα χρήματα ώστε να διεκδικήσει το δικαίωμα στη ζωή σε κάποια ευνομούμενη χώρα. Επόμενος σταθμός, η Τουρκία. Ένα χρόνο αργότερα κατορθώνει να περάσει με φουσκωτή βάρκα από το Αϊβαλή στη Λέσβο. Η Τουρκία, άλλωστε, δεν αναγνώριζε, κι εξακολουθεί, πολιτικούς πρόσφυγες από μη ευρωπαϊκές χώρες! Κι ο Καντίρ αναμφισβήτητα ήταν πολιτικός πρόσφυγας....
Από τη Λέσβο στην Αθήνα. Με τη βοήθεια του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες θα καταθέσει αίτημα πολιτικού ασύλου και θα του δοθεί προσωρινή στέγη στον ξενώνα της Διεθνούς Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Γιατροί του Κόσμου». Ήταν μόλις δεκαοκτώ χρονών.
Σύντομα έμαθε την ελληνική γλώσσα και άρχισε να βοηθάει εθελοντικά στον ξενώνα των «Γιατρών του Κόσμου». Τρία χρόνια αργότερα είχε γίνει απαραίτητος στον ξενώνα κι όχι μόνο. Άρχισε να εργάζεται σε επαγγελματική πλέον βάση ως διαπολιτισμικός μεσολαβητής-μεταφραστής τόσο στους «Γιατρούς του Κόσμου» όσο και σε άλλες ΜΚΟ, όπως στο «Ιατρικό Κέντρο Αποκατάστασης Θυμάτων Βασανισμού» και το Κέντρο Ψυχικής Υγείας «Βαβέλ». Όμως τα χρόνια πέρναγαν και καμία απάντηση δεν λάμβανε στο αίτημά του για πολιτικό άσυλο, μήτε θετική μήτε αρνητική, όπως και σχεδόν όλοι οι άλλοι αιτούντες πολιτικό άσυλο.
Μια νομοθετική ρύθμιση του 2006 έδινε τη δυνατότητα μετάβασης από το ες αεί καθεστώς του αιτούντα άσυλο στο καθεστώς του οικονομικού μετανάστη. Ο Καντίρ το έπραξε, όσο κι αν ήξερε ότι ο ίδιος δεν ήταν οικονομικός μετανάστης αλλά εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του. Και κάπως έτσι συνέχισε τη ζωή του στη νέα του πατρίδα, συνεπής στα καθήκοντά του ως διαπολιτισμικός μεσολαβητής και γενικών καθηκόντων στους «Γιατρούς του Κόσμου», μέχρι το Σάββατο εκείνο.
Το Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου, νωρίς το βράδυ, ο Καντίρ βγήκε από το σπίτι του, στην περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα, για να πάει στο περίπτερο της πλατείας να αγοράσει τσιγάρα. Δεν είχε πολλή ώρα που είχε γυρίσει από τη δουλειά του. Φόραγε εξάλλου ακόμα τη μπλούζα με τα διακριτικά των «Γιατρών του Κόσμου».
Επιστρέφοντας στο σπίτι του, εκεί, στην Αλκιβιάδου, κοντά στο καφενείο, άκουσε τη βοή της καθόδου από τα σκαλάκια της πλατείας μια ομάδας ανθρώπων που κατευθύνονταν προς το μέρος του, ουρλιάζοντας «αυτόν, αυτόν, αυτόν...». Ο Καντίρ δεν κατάλαβε, δεν πρόλαβε να καταλάβει. Όρμησαν κατά πάνω του. Προσπάθησε να τους ξεφύγει. Ήταν πολλοί. Να ήταν 6, να ήταν 10 ή 20… δεν θυμάται. Ένας τον ακινητοποίησε αρπάζοντάς τον από το λαιμό κι άλλοι άρχισαν να το χτυπούν με μανία. Κάποιος τον χτύπησε με κάτι βαρύ. Σιδηρολοστός, όπως θα μάθει αργότερα. Κι έχασε τις αισθήσεις του.
Το επόμενο που θυμάται είναι οι αστυνομικοί του Α/Τ Παντελεήμονα να τον ξυπνούν και να του βάζουν πάγο στο μάτι του. Δεν θυμάται πώς βρέθηκε εκεί. Οι αστυνομικοί του απάντησαν ότι πήγε μόνος τους. «Δεν θα ήταν ποτέ δυνατό» μας λέει ο ίδιος.
Πέντε μέρες θα μείνει στον Ευαγγελισμό κι από κει στο σπίτι του. Πονάει, ζαλίζεται, ο λάρυγγάς του αιμορραγεί εσωτερικά και δεν βλέπει από το ένα μάτι του. Οι γιατροί δεν ξέρουν αν η όρασή του θα αποκατασταθεί ποτέ πλήρως, μήτε τι αλλά προβλήματα θα του αφήσει αυτή η δολοφονική επίθεση. Όμως τον Καντίρ αυτό που περισσότερο τον πειράζει είναι το συνεχές συναίσθημα του φόβου. «Έχω συνέχεια μπροστά μου την εικόνα αυτή. Να με αρπάζουν και να με χτυπάνε» μας λέει. «Και είναι το ίδιο ακριβώς συναίσθημα… όπως τότε, όταν με κράταγαν οι Ταλιμπάν και δεν ήξερα αν ποτέ θα ξαναδώ τη μάνα μου… κι έπειτα μας ελευθέρωσαν και όταν γύρισα σπίτι μου είχαν χαθεί οι δικοί μου. Αυτός ο φόβος ότι τα είχα χάσει όλα. Πως δεν είχα καμία ελπίδα. Και σήμερα, μετά από όλα αυτά τα χρόνια, νιώθω ακριβώς όπως τότε».
Έξω από το σπίτι του είχε λαϊκή αγορά. Κι όσο μιλάγαμε στο τηλέφωνο ακούγαμε μια ομάδα γνωστών αγνώστων να φωνάζει «Έξω οι ξένοι. Η Αθήνα ανήκει στους Έλληνες».
Ακολουθεί σιωπή. «Πότε θα σταματήσουν όλα αυτά; Τι συμβαίνει στη γειτονιά μας; Πού οδηγείται η χώρα μας;» με ρωτάει, δίχως φυσικά να μπορώ να του δώσω καμία απάντηση.
***
Ο Καντίρ είναι ένα από τα πολλά θύματα της πλατείας του Αγίου Παντελεήμονα. Και ναι, ο Καντίρ είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των θυμάτων της πλατείας… αλλοδαπός, απολύτως ενταγμένος, νομοταγής, εργαζόμενος, φιλήσυχος… ένας άνθρωπος δικός μας. Κι αν πριν από δύο χρόνια, για ένα διάστημα δύο-τριών μηνών, πράγματι συγκεντρώνονταν στην πλατεία μεγάλος αριθμός αλλοδαπών που κατέφθαναν από τα νησιά με απόλυτη ευθύνη του κράτους και προκαλούσαν τα ξενοφοβικά συναισθήματα των κατοίκων της περιοχής, εδώ και ενάμιση χρόνο κανένας λόγος δεν συντρέχει που να δικαιολογεί παρόμοια επεισόδια, αν ποτέ μπορούν να δικαιολογηθούν οι δολοφονικές επιθέσεις στο όνομα μάλιστα της πατρίδας!
Καιρό τώρα η κατάσταση στην περιοχή παραμένει η ίδια: Ομάδες κρούσης φασιστικών οργανώσεων επανδρωμένες από Έλληνες και αλλοδαπούς, κάθε ηλικίας και φύλου, εξαπολύουν ένα πρωτοφανές για την ιστορία της Ελλάδας πογκρόμ, κυρίως κατά Αφγανών, αλλά και Ελλήνων που αρνούνται να υιοθετήσουν τη ρητορική του μίσους, ενώ ομάδες αντιρατσιστικών οργανώσεων ανταπαντούν σε μια αλυσιτελή προσπάθεια αυτοπροστασίας. Το κράτος παρακολουθεί αμήχανο, γνωστοί και διόλου άγνωστοι αγοράζουν ακίνητα στην περιοχή σε εξευτελίστηκες τιμές και εντωμεταξύ η παιδική χαρά από όπου ξεκίνησαν τα επεισόδια προ δύο ετών παραμένει κλειστή με απόφαση των υποτιθέμενων «αγανακτισμένων πολιτών», την υποστήριξη των φασιστικών ομάδων κρούσης και τη σιωπηλή συναίνεση του δημάρχου, ο οποίος αποφάσισε ότι η παιδική χαρά θα μείνει κλειστή στο πλαίσιο ενός ακόμη έργου ανάπλασης!
Κι έως ότου αποφασίσει η πολιτεία να παρέμβει ουσιαστικά και αποτελεσματικά εξαρθρώνοντας τις «φασιστικές ομάδες κρούσης», στις οποίες σημειωτέον συμμετέχουν και ανήλικα παιδιά, οι έλλογοι κάτοικοι της περιοχής, απολύτως εγκαταλελειμμένοι στην τύχη τους, αναρωτιούνται ποιος θα ναι ο επόμενος. Και τότε ρί-ξα-με τον κλήρο, να δούμε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί…
***
Το 2007 η σκηνοθέτιδα ντοκιμαντέρ Αννέτα Παπαθανασίου, εμπνεόμενη από την ιστορία του Καντίρ και ακούγοντας την επιθυμία του να επιστρέψει στο Αφγανιστάν για να αναζητήσει τους δικούς του, του πρότεινε να πάνε μαζί και να καταγράψει το οδοιπορικό του. Το ντοκιμαντέρ «Καντίρ, ένας Αφγανός Οδυσσέας» πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, της ΕΡΤ, του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και του Al Jazeera English, και απέσπασε το βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ στο Διεθνές Τηλεοπτικό Φεστιβάλ ROMA FICTION FESTIVAL. Το «Καντίρ, ένας Αφγανός Οδυσσέας» προβλήθηκε τον Μάρτιο του 2008 στο 10ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και τον Ιούνιο του 2008 στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχvώv και Μoυσικής Β&Μ Θεoχαράκη, προβολή που οργάνωσε το Υπoυργείo Εξωτερικών και οι πρεσβείες του Καναδά και της Αυστραλίας.
Και κατά πώς φαίνεται… ο Καντίρ ως ένας πραγματικός Οδυσσέας δεν θα βρει ποτέ την Ιθάκη του.Φροντίζει η Ελλάδα γι’ αυτό. Αφημένες κάποιες Σκέψεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου