ΡΕΝΑ ΔΙΑΚΙΔΗ - ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ της ΡΟΔΟΥ Το τελευταίο βιβλίο του Χριστόφορου Κάσδαγλη, «Η Αριστερά και ο κακός ο λύκος – Το γαμώτο ενός αριστερού» ομολογώ ότι δεν το είχα διαβάσει, μέχρι την ώρα της παρουσίασης του στη Ρόδο, το βράδυ του περασμένου Σαββάτου, στο βιβλιοπωλείο «Το Δένδρο».
Από το ενημερωτικό σημείωμα στο οπισθόφυλλο, μέχρι την εξαιρετική ανάλυση – παρουσίαση του περιεχομένου του ανά ενότητα από τον δικό μας Νίκο Νικολάου της «Δημοκρατικής», το είχα αγαπήσει. Μου άρεσε η αμεσότητα, το άλλοτε πικρό και άλλοτε καυστικό χιούμορ, ο κυνισμός , η κριτική και συχνά αιρετική ματιά του συγγραφέα, στον πολιτικό χώρο που αφιέρωσε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του, μέσα από την ενεργό και οργανωμένη δράση. Στοιχεία που έγιναν άμεσα αντιληπτά, από τις πρώτες ματιές που έριξα στις σελίδες του, την ίδια ώρα της παρουσίασης.
Ο συγγραφέας αντλεί παραδείγματα από την καθημερινότητά του και τα προβάλλει στο φόντο των πολιτικών του εμπειριών, για να οδηγηθεί σε συμπεράσματα άλλοτε αποκαλυπτικά και άλλοτε απλώς πικρά, στην προσπάθειά του να απαντήσει στα υπαρξιακά ζητήματα της Αριστεράς σήμερα, χωρίς να χαϊδεύει αφτιά, με απόψεις που – όπως ξεκαθαρίζει από την αρχή – είναι οι δικές του προσωπικές απόψεις και δεν είναι κανένας υποχρεωμένος να τις αποδεχθεί. Μου αρέσει αυτή η «εξήγηση» του συγγραφέα και προς στιγμή αισθάνομαι ότι με τον τρόπο του απενοχοποιεί και όλους εκείνους που κατά βάθος συμφωνούν, αλλά ως εκ της (κομματικής) θέσεώς τους είναι υποχρεωμένοι να διαφωνήσουν. Οι υπόλοιποι; Αν θέλουν να είναι ειλικρινείς, μάλλον δύσκολα θα βρουν επιχειρήματα για να διαφοροποιηθούν.
Περί τίνος προκειται;
Ο συγγραφέας του «Απολύομαι και τρελαίνομαι» και του «Σπλιτ!» αποφασίζει.............. ν’ ανοίξει τα μάτια του 10χρονου γιου του. Όχι για το πώς έρχονται στον κόσμο τα παιδιά, αυτό το ξέρει ήδη απ’ το νηπιαγωγείο, αλλά γύρω από το αμφιλεγόμενο σύμπαν της Αριστεράς. Καθοδόν όμως τα πράγματα περιπλέκονται όταν διαπιστώνει ότι δεν έχει νόημα να νουθετείς τα παιδιά, τα οποία προορίζονται να κάνουν τα ίδια λάθη απ’ την αρχή, ή άλλα, δικής τους επιλογής, και να διδαχθούν μονάχα απ’ αυτά. Κι έπειτα, ο ίδιος κρύβει μέσα του μεγάλο θυμό για το θέμα – δεν έχει νόημα να φορτώσει στο παιδί του, πέρα από τα άλλα άγχη του, και με τα τραύματα από τη 12η Ολομέλεια ή το νιοστό συνέδριο. Έτσι, το βιβλίο μετατρέπεται από παιδικό παραμύθι σε πολιτικό θρίλερ.
«Οι μεγάλοι, λοιπόν, σκέφτονται και εκφράζονται συχνά με τρόπους μη ορθολογικούς. Τους λες εσύ πώς να λύσουν το πρόβλημά τους αλλά εκείνοι μονάχα φωνάζουν, γκρινιάζουν ή απλώς κάθονται άπρακτοι και περιμένουν. Η Αριστερά το κάνει αυτό σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι μεγάλοι, βυθισμένη στις μνήμες του παρελθόντος, στη νοσταλγία του εαυτού της και των νεανικών μας χρόνων, στη μεταφυσική ενός υποτιθέμενου ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού, που μπορεί μεν κάλλιστα να θεωρηθεί υλισμός, αλλά ούτε ιστορικός ούτε διαλεκτικός είναι.»
Όσο για τον τίτλο του βιβλίου, «αρχικά σκέφτηκα να το ονομάσω ‘Σπλιτ!’ - χωρισμός, διαζύγιο, διαίρεση. Αλλά μου είπαν ότι ο τίτλος είναι αγκαζέ και έκανα πίσω. Έπειτα σκέφτηκα τον τίτλο ‘Η Αριστερά και τα τρία γουρουνάκια’. Καλό φαινόταν κι αυτό, αλλά κάπου στο δρόμο -δεν ξέρω πώς- το ένα γουρουνάκι διαγράφηκε απ’ το κόμμα. Λίγο αργότερα, τα άλλα δύο διασπάστηκαν… Έτσι, κι αυτή η περίπτωση έμεινε στον αέρα».εξηγεί ο ίδιος
Η Αριστερίτιδα
Στην προσπάθειά μου να βρω ένα χαρακτηριστικό κομμάτι για να αναδημοσιεύσω, που να δλινει με επάρκεια και ακρίβεια το ύφος αλλά και την οπτική του Χριστόφορου Κάσδαγλη απέναντι στην Αριστερά, δυσκολεύτηκα πολύ. Το ένα κεφάλαιο καλύτερο από το άλλο! Τελικά επέλεξα την … συμπτωματολογία της «Αριτερίτιδας» ως ασθένεια, που προσπαθεί να παίρνει ασπιρίνες, χωρίς να εμβαθύνει στο τι είναι αυτό που την επιδεινώνει…
«Συστημικό είναι κι αυτηνής το πρόβλημα (της Αριστεράς). Το κομμουνιστικό κόμμα φτιάχτηκε για να εκπροσωπεί προλετάριους, εργάτες γης, φτωχούς μικροαστούς, φωτισμένους δασκαλάκους και άλλους διανοούμενους. Οργανώθηκε για να υπερασπιστεί το ψωμί και τις στοιχειώδεις ελευθερίες των λαϊκών στρωμάτων. Έστησε τους μηχανισμούς και τις άμυνές του για να αντέχει σε Ακροναυπλίες, σε φυλακές, σε εξορίες, σε δικτατορίες. Γαλουχήθηκε για να υπερασπιστεί -δεν το αξιολογώ εδώ- τη μεγάλη σοβιετική πατρίδα, αργότερα και τους δορυφόρους της, και τους δορυφόρους των δορυφόρων της. Εκπαιδεύτηκε για να στέκεται θαρραλέα μπροστά στο απόσπασμα, και αργότερα για να αποβάλλει από τις γραμμές της τα βδελυρά οπορτουνιστικά υποκείμενα, ή να αποβάλλεται απ’ αυτές με την κατηγορία του βδελυρού οπορτουνιστικού υποκειμένου. Έμαθε να χρησιμοποιεί το χωνί, κι αργότερα την ντουντούκα, να κολλάει αφίσες, να μοιράζει προκηρύξεις, να πουλάει τον κομματικό Τύπο, να οργανώνει συσσίτια, να πραγματοποιεί οικονομικές εξορμήσεις, να στρατολογεί νέα μέλη. Να φτιάχνει παράνομες γιάφκες, να οργανώνεται σε τριάδες, να μην ομολογεί, να μην υπογράφει, να μη διαφωνεί με την καθοδήγηση.
Σήμερα, όμως, η Αριστερά, καλείται να ασκήσει εντελώς άλλα καθήκοντα που δεν είναι μέσα στο DNA της. Δεν έμαθε ποτέ να διαβάζει δημοσκοπήσεις, να επικοινωνεί μέσω Ίντερνετ, να παίζει στην τηλεόραση, να επεξεργάζεται προγράμματα διαρθρωτικών αλλαγών, να ασκεί δομική αντιπολίτευση, να συμμετέχει σε διάλογο, να σχεδιάζει το αύριο κι όχι ένα μεταφυσικό σοσιαλιστικό μέλλον, να διεκδικεί ρεαλιστικές λύσεις τώρα, και όχι απλώς να αθροίζει απογοητεύσεις, έχοντας την αυταπάτη ότι κάποτε θα τις μεταπλάσει σε επαναστατική συνείδηση. Να μελετάει με επιστημονικό τρόπο κοινωνικά φαινόμενα που ήταν φύσει αδύνατον να προβλέψει και να αναλύσει ο Μαρξ, με την απόσταση εκατόν πενήντα χρόνων και με δεδομένες τις καταιγιστικές μεταλλάξεις και τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του καπιταλιστικού συστήματος.
Η αριστερά πονάει, αλλά προτιμάει να τρέχει στους γιατρούς παρά ν’ αλλάξει τους όρους της ύπαρξής της. Προτιμάει να παίρνει φάρμακα και να καταφεύγει σε περιστασιακές τακτικές κινήσεις, παρά να βρει μέσα της τη δύναμη να αναλύσει τις καταστροφικές της ρουτίνες, να τις αποτινάξει, πολύ περισσότερο να συνεχίσει το δρόμο της χωρίς νέες ρουτίνες.
Η Αριστερά, όπως κι εγώ, φοβάται κατά βάθος την αναμέτρηση με το κύμα, το αεράκι στο μάγουλό της, τον ιδρώτα της, τον ιδρώτα των άλλων, το πάθος αλλά και τον ρεαλισμό - ακόμα και τους έντιμους συμβιβασμούς, επειδή απαιτούν ξεβόλεμα και εσωτερικό ρίσκο.
Κι όταν, καμιά φορά, ξυπνάει μέσα της το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και καταλαβαίνει ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει για να επιβιώσει, και πάλι στην εύκολη λύση θα καταφύγει, κατά κανόνα. Θα προτιμήσει την πισίνα από τη θάλασσα, την επαναστατική γυμναστική από τα κινήματα (αλλά εν ονόματι, φυσικά, των κινημάτων), το διάδρομο από το πεζοδρόμιο, τη λάμπα από τον ήλιο. Θα καταφύγει με περισσή ευκολία στο μακιγιάζ, στο λίφτινγκ, στο μπότοξ, στο μασκάρεμα. Το αποτέλεσμα είναι ότι συχνά όταν πρέπει να κινηθεί μένει στάσιμη, όταν πρέπει να επιτεθεί κάθεται στ’ αυγά της, κι όταν πάλι πρέπει να κάνει μια τακτική υποχώρηση καταφεύγει στον τζούφιο μαξιμαλισμό. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, αυτά τα έκανε και στις «καλές» εποχές. Για διαφορετικούς λόγους ίσως, αλλά τα έκανε – ή, μήπως, δεν ήταν δα και τόσο διαφορετικοί;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου